αγάς, ο
Τίτλος που συνδέεται με αξιώματα ανώτερων στρατιωτικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από το 17ο και κυρίως από το 18ο αιώνα τον τίτλο έφεραν και σημαίνοντες μουσουλμάνοι, χωρίς να έχουν αναγκαστικά άμεση σχέση με στρατιωτικά καθήκοντα.
|
καφτάνι, το
Μακρύ πανωφόρι από μεταξωτό ή από μάλλινο ύφασμα. Κάποτε έφερε και γούνινη επένδυση. Η περιβολή κάποιου υψηλόβαθμου αξιωματούχου ή κατ’ εξαίρεση και κάποιου άλλου προσώπου με καφτάνι γινόταν από τον σουλτάνο και αποτελούσε ιδιαίτερα τιμητική διάκριση.
|
μεγάλος βεζίρης, ο
Ανώτατος αξιωματούχος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεύτερος στην ιεραρχία μετά το σουλτάνο. Πριν από το 19ο αιώνα ήταν αρχηγός του στρατού, του οποίου και ετίθετο επικεφαλής κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις όταν δε συμμετείχε σε αυτές ο ίδιος ο σουλτάνος. Είχε επιπλέον διοικητικές, νομικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Κατά τις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, ο ρόλος του αναβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, καθώς έγινε στην πράξη ο επικεφαλής της οθωμανικής κυβέρνησης, πολύ κοντά στο αξίωμα του πρωθυπουργού των κρατών της δυτικής Ευρώπης.
|
μπεράτι (βεράτι), το
Σουλτανικό έγγραφο κανονιστικού χαρακτήρα, με περιεχόμενο την απόδοση κάποιου αξιώματος ή την απονομή προνομίων σε άτομα ή ομάδες. Μπεράτια δίνονταν σε όλους τους κρατικούς λειτουργούς, αλλά και στα μέλη του ανώτατου κλήρου, όπως οι πατριάρχες και οι μητροπολίτες.
|
πασάς, ο
Τίτλος Οθωμανού αξιωματούχου, υψηλά ιστάμενου στην πολιτική, διοικητική και στρατιωτική ιεραρχία. Τυπικά απονεμόταν σε διοικητές επαρχιών και υψηλόβαθμους αξιωματικούς του στρατού.
|