αγαλματικός τύπος, ο
Η στάση και η μορφή με τις οποίες επιλέγει ο γλύπτης να αποδώσει το σώμα ενός αγάλματος.
|
ζωφόρος, η
1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
|
θησαυρός, ο (1. αρχιτεκτονική, 2. νομισματική)
1. Ναόσχημο οικοδόμημα αναθηματικού χαρακτήρα, που το ανήγειραν οι διάφορες πόλεις σε μεγάλα ιερά (Δελφοί, Ολυμπία, Δήλος), το οποίο προοριζόταν για τη φύλαξη των πολύτιμων αφιερωμάτων των πόλεων και των μικρών αναθημάτων των πολιτών τους.2. Κλειστό σύνολο ευρημάτων, συνήθως νομισμάτων ή μεταλλικών αντικειμένων.
|
κόρη, η
Συμβατικός όρος που χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη έρευνα για τα αρχαϊκά αγάλματα ακίνητων, ντυμένων νεαρών γυναικών.
|
κούρος, ο
Συμβατικός όρος που χρησιμοποιείται από τη σύγχρονη έρευνα για τα αρχαϊκά αγάλματα γυμνών, ακίνητων νεαρών ανδρών.
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|