Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Γαλατίας Ι Επαρχία (Βυζάντιο)

Συγγραφή : Γυφτοπούλου Σοφία (30/12/2003)

Για παραπομπή: Γυφτοπούλου Σοφία, «Γαλατίας Ι Επαρχία (Βυζάντιο)», 2003,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=3984>

Γαλατίας Ι Επαρχία (Βυζάντιο) (22/2/2008 v.1) Province of Galatia Ι (Byzantium) (10/4/2009 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

βικάριος (vicarius), ο
Γενικά ο όρος δηλώνει τον αντικαταστάτη αξιωματούχων. Από τον 3ο αιώνα αντικαθιστά κυρίως procuratores από τις τάξεις των ιππέων. Οι πιο σημαντικοί βικάριοι ήταν οι αντικαταστάτες των επάρχων του πραιτορίου. Στην πρώιμη βυζαντινή διοίκηση κατά κανόνα ο όρος σημαίνει τους πολιτικούς άρχοντες στις «διοικήσεις» που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 310. Οι βικάριοι μπορούσαν επίσης να έχουν στρατιωτικά καθήκοντα (όπως τη διοίκηση της φρουράς της Αιγύπτου) ή και δικαστικά. Η σημασία του αξιώματος μειώθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα.

κόμης, ο (λατ. comes, -is)
1. Κρατικός αξιωματούχος στη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ποικίλες πολιτικές αλλά κυρίως στρατιωτικές αρμοδιότητες (π.χ. ειδικά ο κόμης Ανατολής εκτελούσε χρέη βικαρίου κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, επί Ιουστινιανού Α΄ ο κόμης επικεφαλής των διευρυμένων επαρχιών είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, ενώ κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο κόμης Οψικίου ήταν από τους ελάχιστους διοικητές θεμάτων που δεν έφεραν τον τίτλο του στρατηγού).2. Τίτλος ευγενείας στη μεσαιωνική Δύση.

στρατηλάτης, ο (λατ. magister militum)
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής κατά τη Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Το αξίωμα το έφερε ο επικεφαλής στρατεύματος επαρχίας με έδρα την αντίστοιχη επαρχία· magister militum per Armeniam: στρατηλάτης Αρμενίας (δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄), magister militum per Illyricum: του Iλλυρικού, magister militum per Orientem: των ανατολικών επαρχιών, magister militum praesentalis (στρατηλάτης του Πρεσέντου): επικεφαλής του στρατού με έδρα στην αυτοκρατορική αυλή, magister utriusque militiae (στρατηλάτης εκατέρας δυνάμεως): ο επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ξηράς, δηλαδή του ιππικού (equitum) και του πεζικού (peditum).

υπατικός / κονσουλάριος, o (consularis)
Κυβερνήτης επαρχίας. Σύμφωνα με την υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή διοίκηση, οι υπατικές επαρχίες ανήκαν στην αρμοδιότητα αρχικά του υπάτου και στη συνέχεια του υπατικού (consularis, vir clarissimus κατά τη συγκλητική ιεραρχία). Το αξίωμα του κονσουλαρίου ήταν καινοτομία του Κωνσταντίνου Α΄ (Μεγάλου) και αφορούσε την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>