αναγνώστης, ο (lecturer)
Αρχαιότητα: Δούλος επιφορτισμένος με το καθήκον της ανάγνωσης.Βυζάντιο: Ο αναγνώστης ήταν κατώτερος κληρικός που αναλάμβανε έπειτα από απλή χειροθεσία τη διακονία της ανάγνωσης/απαγγελίας των Θείων Γραφών στο ναό κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας (ψαλμών, προφητειών, προσευχών, πράξεων των αποστόλων), στο πρότυπο της διδασκαλίας της φιλοσοφίας στις φιλοσοφικές σχολές κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.
|
βασιλική, η
Σημαντικός τύπος δημόσιου κτηρίου της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής που χρησίμευε ως δικαστική αίθουσα και χώρος εμπορικών συναλλαγών και χρηματιστηριακών πράξεων ή απλώς ως τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων και ακροάσεων. Στα χριστιανικά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας και μετεξελίχθηκε σε ναό, ο δε τύπος των ναών που ονομάζονται βασιλικές είναι λιτές δρομικές, δηλαδή επιμήκεις, δομές.
|
επίσκοπος, ο
Αιρετό εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο έφερε ο υπεύθυνος για την καθοδήγηση και την επιτήρηση του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης.
|
νεοπλατωνισμός, ο
Φιλοσοφικό ρεύμα που επικράτησε από τον 3ο μέχρι και τον 6ο αιώνα. Στη θεμελίωση και την ανάπτυξη του ρεύματος καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του Πλωτίνου (204/205-269/270). Μέσω του νεοπλατωνισμού, που εξέφρασε όλες τις κατακτήσεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης σε μια ανακεφαλαιωτική μορφή, επιβίωσε ο πλατωνισμός υπό την επίδραση της ορφικής και της πυθαγόρειας φιλοσοφίας με τρόπο που να υποχωρεί η κλασική φιλοσοφία στη μεταφυσική. Σχολές του νεοπλατωνισμού άκμασαν στην Aλεξάνδρεια, στο Πέργαμο, στη Συρία, στην Aθήνα. Κυριότεροι εκπρόσωποί του είναι ο Πρόκλος στη Σχολή της Αθήνας και ο Ολυμπιόδωρος και η Υπατία στη Σχολή της Αλεξάνδρειας.
|