δεσπότης, ο
Τίτλος που εμφανίστηκε το 12ο αιώνα. Στη διοικητική ιεραρχία το αξίωμα του δεσπότη βρισκόταν κάτω από εκείνα του αυτοκράτορα και του συναυτοκράτορα. Από το 14ο αιώνα και εξής τον τίτλο φέρουν οι ηγεμόνες επιμέρους περιοχών, όπως της Πελοποννήσου και της Ηπείρου.
|
κριτής του βήλου, ο
Ανώτερος δικαστικός αξιωματούχος. Ο κριτής του βήλου ανήκει σε ειδική κατηγορία κριτών (δικαστών), η ύπαρξη της οποίας μαρτυρείται στην Κωνσταντινούπολη ήδη από το 10ο αιώνα. Οι κριτές του βήλου συγκροτούσαν ένα από τα ανώτερα δικαστήρια. Το όνομά τους προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από το χώρο συνάντησής τους, που ήταν ο χώρος πίσω από ένα βήλο (παραπέτασμα) του Ιπποδρόμου. Το αξίωμα του κριτή του βήλου ενδεχομένως δεν εξακολούθησε να υφίσταται μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), παρόλο που σημειώνεται σε καταλόγους αξιωμάτων του 14ου αιώνα.
|
σεβαστοκράτωρ, ο
Υψηλός τιμητικός τίτλος. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδόθηκε πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στον αδελφό του Ισαάκιο Κομνηνό και στη συνέχεια δινόταν σε μέλη της οικογένειας του αυτοκράτορα. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ο υψηλός αυτός τίτλος δήλωνε τους ανώτερους άρχοντες του κράτους.
|
Συνοδικό της Ορθοδοξίας, το
Επίσημο έγγραφο της Εκκλησίας το οποίο συντάχθηκε μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας (843) και πριν από το 920, βασισμένο ενδεχομένως σε προηγούμενα συνοδικά. Αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος («ευχαριστία») εκφράζεται ευγνωμοσύνη στον Κύριο και περιέχονται δεήσεις υπέρ εκείνων που πολέμησαν στο πλευρό του τους αιρετικούς, ενώ στο δεύτερο καταγράφονται όλες οι συνοδικές καταδίκες σημαντικών αιρέσεων.
|