καμινοβίγλιον, το
Σκοπιά η οποία χρησιμοποιούσε φωτιά ή καπνό για να ειδοποιήσει για τυχόν επιδρομές.
|
κλεισουράρχης, ο
Επίσης, κλεισουριάρχης. Βυζαντινός όρος για το διοικητή κλεισούρας ή κλεισαρχίας. Η τελευταία ήταν στρατιωτική μονάδα με καθήκον την άμυνα ορεινού περάσματος· ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει διοικητική μονάδα μικρότερη από το θέμα.
|
πρόνοια, η
Θεσμός που ανάγεται στον 11ο αιώνα. Πρόκειται κυρίως για γαίες που εκχωρούνται σε σημαντικούς στρατηγούς ή στην Εκκλησία· γενικότερα πρόκειται για την παραχώρηση του δικαιώματος να εισπράττει ένας αξιωματούχος απευθείας από τους υπηκόους ό,τι αυτοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν κανονικά στο κράτος. Οι πρόνοιες που δίνονταν σε στρατιωτικούς αξιωματούχους ως ανταμοιβή για υπηρεσίες ήταν ισόβιο προνόμιο, αλλά δε διαβιβάζονταν στους απογόνους του προνοιάριου. Σε περίπτωση παραχώρησης πρόνοιας σε μονές ή στην Εκκλησία, η δωρεά από πλευράς του κράτους ήταν μόνιμη.
|
στρατηγός, ο
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο τα καθήκοντα του στρατηγού ήταν πολιτικά. Στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ο στρατηγός ήταν αξιωματούχος επικεφαλής του θέματος (στρατός και περιοχή δικαιοδοσίας)· συγκέντρωνε στα χέρια του τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική εξουσία. Κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο περιορίστηκε στο στρατιωτικό ρόλο του.
|
τουρμάρχης, ο
Πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής τούρμας, υποδιαίρεσης του θέματος.
|