Αφήγηση του Παύλου Αντών Ογλού, μετανάστη του 1828 που ακολούθησε τα ρωσικά στρατεύματα
«Ήμουν μόλις 25 ετών ότε είχε κηρυχθή ο Ρωσσοτουρκικός πόλεμος. Μετά την υπό των Ρώσσων άλωσιν του Αχαλκαλάκη. Αχαλτζήχ και Καρς, ο Ρωσσικός στρατός επορεύετο κατά του Ερζερούμ ήδη σχεδόν αμαχητί το διάσημον φρούριον Χασάν καλεσί περιήλθεν εις την κατοχή των Ρώσσων, ηπειλείτο δε η πόλις. Ο Τουρκικός στρατός μη δυνάμενος να προστατεύση αυτήν, εδείκνυε σημεία απελπισίας και αποχωρήσεως. Την 26 Ιουλίου, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι ήσαν εξηρεθισμένοι, οι δε Χριστιανοί ουδέ ετόλμων να εξέλθωσι των οικιών αυτών, διότι διεδόθη είδησις ότι θα γίνη σφαγή των κιαούριδων. Τέλος, την 27 Ιουλίου η πόλις παρεδόθη, ημείς δε οι Χριστιανοί (Έλληνες και Αρμένιοι) μετά προφανούς χαράς εσπεύσαμεν εις προϋπάντησιν του ομοδόξου στρατού και εδοξάσαμεν τον Θεόν, διότι εγενόμεθα ήδη υπήκοοι του Μοσκόβ. Αλλ’ η ησυχία μας ήτον δι’ ολίγας ημέρας. Ότε διεδόθη η είδησις της συνθηκολογήσεως (2 Σεπτεμβρίου 1829) δι’ ης το Ερζερούμ απεδίδετο τη Τουρκία, οι μέχρι τούδε ήσυχοι Τούρκοι ήρξαντο επαπειλούντες ημάς, ότι μετά την αναχώρησιν των Μοσκοβιτών θέλουσι σφάξει όλους τους Χριστιανούς και δημεύσει τας περιουσίας των. Εννοήσαμεν ότι θέλομεν υποστή τα πάνδεινα. Δι’ ημάς πλέον δεν υπήρχε ζωή εν Τουρκία, ο θειός μου και πολλοί προύχοντες ομογενείς συνεννοηθέντες μετά των ομογενών των πέριξ χωριών απετάθησαν εις τον στρατηγόν Πάκεβιτζ και παρεκάλεσαν αυτόν όπως επιτραπή αυτοίς να παρακολουθήσωσι τον Ρωσσικόν Στρατόν και μετοικήσωσιν εν Καυκάσω εις τας κτήσεις του Ρωσσικού κράτους. Ο Στρατηγός εδέχθη την πρότασίν μας, ημείς δε εγκαταλείψαντες οικίας, αγρούς, οικιακά έπιπλα και λοιπά, προσεκολλήθημεν τω στρατώ και μετά μυρίων δυσκολιών και κακουχιών πεζή μεταναστεύσαμεν εις τον Καύκασον και υπεδείχθησαν ημίν τα μέρη της Τσάλκας, όπου και εγκατεστάθημεν. Αι περιπέτειαι της από Ερζερούμ μέχρι της νέας ημών πατρίδας οδοιπορίας είναι ανεκδιήγητοι, αλλά χάρις εις τας παρεχομένας απείρους ευκολίας του στρατηγού και του ιδιαιτέρων δι’ υμάς ορισθέντος αξιωματικού, αύται διηυκόλυναν την πορείαν».
Κάλφογλου, I., Οι Έλληνες εν Καυκάσω: Ιστορικόν δοκίμιον (Αθήναι 1908), σελ. 120-122.