Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης περιγράφει την πολιορκία της Νίκαιας από τη σκοπιά του πιστού εικονολάτρη
κατὰ δὲ τὴν θερινὴν τροπὴν ταύτης τῆς ι΄ ἰνδικτιῶνος, μετὰ τὴν τῶν ὁμοφύλων κακὴν νίκην, κατὰ τῆς Βιθυνῶν Νικαίας παρατάττεται Σαρακηνῶν δύο ἀμηραίων στῖφος, Ἄμερ ἐν χιλιάσι ιε΄ μονοζώνων προδραμὼν καὶ ἀπαρασκεύαστον κυκλώσας τὴν πόλιν, καὶ Μαυΐας ἐπακολουθῶν ἐν ἄλλαις ὀκτὼ ἥμισυ μυριάσιν, οἳ μετὰ πολιορκίαν πολλὴν καὶ καθαίρεσιν τῶν τειχῶν μερικὴν τῷ τῶν τιμωμένων ἁγίων πατέρων αὐτόθι τεμένει ταύτης μὲν οὐ περιγεγόνασι διὰ τῶν εὐπροσδέκτων εὐχῶν πρὸς τὸν θεόν, ἔνθα καὶ σεβάσμιοι αὐτῶν χαρακτῆρες ἀνεστήλωντο μέχρι νῦν ὑπὸ τῶν ὁμοφρόνων αὐτῶν τιμώμενοι. Κωνσταντῖνος δέ τις στράτωρ τοῦ Ἀρταυάσδου ἰδὼν εἰκόνα τῆς θεοτόκου ἑστῶσαν, λαβὼν λίθον ἔρριψε κατ’ αὐτῆς καὶ συνέτριψεν αὐτὴν καὶ πεσοῦσαν κατεπάτησεν· καὶ θεωρεῖ ἐν ὁράματι παρεστῶσαν αὐτῷ τὴν δέσποιναν καὶ λέγουσαν αὐτῷ· «οἶδας ποῖον γενναῖον πρᾶγμα εἰργάσω εἰς ἐμέ; ὄντως κατὰ τῆς ἑαυτοῦ κεφαλῆς τοῦτο ἐποίησας». τῇ δὲ ἐπαύριον προσβαλόντων τῶν Σαρακηνῶν τῷ τείχει, καὶ πολέμου κροτηθέντος, δραμὼν εἰς τὸ τεῖχος ὡς γενναῖος στρατιώτης ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος βάλλεται ὑπὸ λίθου τοῦ ἐκ τοῦ μαγγανικοῦ πεμφθέντος, καὶ συνέτριψεν αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπον, ἄξιον τῆς ἑαυτοῦ δυσσεβείας κομισάμενος ἀνταπόδομα. αἰχμαλωσίαν δὲ πλείστην καὶ λάφυρα συναγαγόντες ὑπέστρεψαν, δεικνύντος καὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ τῷ ἀσεβεῖ, ὅτι οὐ δι’ εὐσέβειαν περιγέγονε τῶν ὁμοφύλων, ὡς ἐκεῖνος ηὔχει, ἀλλὰ διά τινα αἰτίαν θείαν καὶ ἀπόρρητον κρίσιν, ἀποκρουομένης μὲν τὴν τοιαύτην Ἀραβικὴν ἰσχὺν τῆς τῶν ἁγίων πατέρων πόλεως ταῖς αὐτῶν πρεσβείαις, διὰ τῶν ἐν αὐτῇ τιμωμένων ἀκριβεστάτων αὐτῶν χαρακτήρων εἰς ἔλεγχον δὲ καὶ ἀναπολόγητον κρίσιν τοῦ τυράννου καὶ βεβαίωσιν τῶν εὐσεβοῦντων.
[Περί το καλοκαίρι της δεκάτης ινδικτιώνος, μετά την αισχρή νίκη εναντίον των ομοεθνών μας, η στρατιά δύο Αράβων στρατηγών πολιόρκησε τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ο Άμερ προηγήθηκε με 15.000 ελαφρούς στρατιώτες και περικύκλωσε την απροετοίμαστη πόλη, ενώ ακολουθούσε ο Μωαβίας με άλλες 85.000. Οι Άραβες, αν και πολιόρκησαν σκληρά την πόλη και γκρέμισαν τμήματα του τείχους, δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, χάρη στις μεσιτείες προς το Θεό στο ναό προς τιμήν των αγίων πατέρων [της Α´ Οικουμενικής Συνόδου], όπου υπάρχει απεικόνισή τους την οποία λατρεύουν οι πιστοί έως σήμερα. Ο Κωνσταντίνος, ένας από τους στράτορες του Αρταβάσδου, βλέποντας μια εικόνα της Παναγίας, την κτύπησε με μια πέτρα, την έριξε κάτω και ποδοπάτησε τα κομμάτια της. Είδε όμως σε όραμα την Παναγία να του λέει: «Ξέρεις τι γενναίο πράγμα μου έκανες; Κακό του κεφαλιού σου έκανες!». Την επομένη οι Άραβες επιτέθηκαν στο τείχος και έγινε μάχη. Ο Κωνσταντίνος ως γενναίος στρατιώτης έτρεξε στο τείχος και κτυπήθηκε από μια πέτρα που εκτοξεύθηκε από καταπέλτη και του συνέτριψε το κεφάλι και το πρόσωπο. Έτσι έλαβε δίκαιη ανταμοιβή για την ασέβειά του. Οι δε Άραβες αποχώρησαν, παίρνοντας μαζί τους αιχμαλώτους πολλούς και λάφυρα. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός έδειξε στον ασεβή [Λέοντα Γ΄] ότι ο αυτοκράτωρ δε νίκησε τους ομοεθνείς λόγω της ευσεβείας του, όπως νόμιζε, αλλά εξαιτίας κάποιας θεϊκής και μυστικής απόφασης, με την οποία αποκρούσθηκε μια τόσο μεγάλη δύναμη Αράβων χάρη στις προς Αυτόν μεσιτείες, εξαιτίας των πιστών εικονικών αναπαραστάσεών τους και προς έλεγχο και βέβαιη καταδίκη του τυράννου και επιβεβαίωση των πιστών.]
Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (ed.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 405.25-406.22.
Αναφορά στην πολιορκία της Νίκαιας (727) στο ιστορικό έργο του πατριάρχη Νικηφόρου
Τῷ δὲ ἐπιγενομένῳ θέρει πάλιν ἱππικὰ στρατεύματα τῶν Σαρακηνῶν πλεῖστα τῆς ῾Ρωμαίων ἀρχῆς κατέθεον, ὧν ἡγοῦντο Ἄμερος καὶ Μαυίας ὀνομαζόμενοι Σαρακηνοί· καὶ καταλαμβάνουσι πρὸς τὴν προκαθεζομένην τῆς Βιθυνίας πόλιν Νίκαιαν καλουμένην· ἐπί <τε> τινα χρόνον τῆς πολιορκίας ἐχόμενοι τέλος ἄπρακτοι ἀπεπέμποντο.
[Το επόμενο καλοκαίρι πάλι επέδραμε στα βυζαντινά εδάφη πλήθος στρατευμάτων αραβικού ιππικού, υπό την ηγεσία του Άμερος και του Μωαβία. Έφτασαν και έως τη Νίκαια, τη σπουδαιότερη πόλη της Βιθυνίας, την οποία πολιόρκησαν για κάποιο διάστημα, αλλά στο τέλος αποχώρησαν άπρακτοι.]
Νικηφόρος Πατριάρχης, Ιστορία Σύντομος, Mango, C. (ed.), Nikephoros, Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington 1990), σελ. 61.1-6.
Επιγραφή σε πύργο του τείχους της Νίκαιας
+ ἔνθα θεεικῇ βοηθείᾳ τὸ τῶν ἐχθρῶν καταισχύνθη θράσος,
ἐκεῖ οἱ φιλόχριστοι ἡμῶν βασιλεῖς Λέων κ(αὶ) Κωνσταντῖνος ἀνε-
καίνισαν πόθῳ τὴν πόλιν Νήκαιαν ἀνεγίρανταις διὰ τῆς τοῦ ἔργου
ἐπιδείξεως νηκητικὸν ἀναστήσανταις πύργον κεντινάριο(ν)
ὧν καί μόχθῳ ἐπληρο[φόρη]σεν Ἀρταύασδος πανεύφ(ημος) πατρίκ(ιος) κοροπαλάτ(ης).
[Εκεί όπου το θράσος των εχθρών ντροπιάστηκε με τη βοήθεια του Θεού, οι φιλόχριστοι αυτοκράτορές μας Λέων και Κωνσταντίνος ανακαίνισαν την πόλη της Νίκαιας, στήνοντας τρόπαιο νίκης με το έργο τους, και αναστήλωσαν τον Κεντινάριο πύργο. Η επιγραφή στήθηκε με πρωτοβουλία του Αρταβάσδου, του πανεύφημου πατρικίου και κουροπαλάτη.]
Schneider, A.M. – Karnapp, W., Die Stadtmauer von Iznik (Nicaea) (Berlin 1938), σελ. 49.