Αναφορά του Πέτρου Σικελιώτη στη δράση του Καρβέα:
Ὁ οὖν Καρβέας ἐν τοῖς τότε καιροῖς ἀναφανείς, καὶ τοῦ ὀλεθρίου ἐκείνου λαοῦ καθηγησάμενος, εἰς πλῆθος αὐτὸν ἐπηύξησεν, ὥστε, μὴ χωρουμένου αὐτοῦ ἐν τῷ Ἀργαοῦ, ἐλθεῖν καὶ κτίσαι τὴν Τιβρικὴν καὶ αὐτῇ κατοικῆσαι, ὁμοῦ μὲν καὶ τὴν πρὸς αὐτοὺς τυραννίδα τῶν μελιτηνιατῶν Ἀγαρηνῶν ἐκφεύγων, ὁμοῦ δὲ καὶ αὐτῇ ἀνεπιμιξίᾳ τῶν ἀνθρώπων τοῖς δαίμοσι τελείως ἐξομοιούμενος, ταῖς Ἀρμενίαις τε πλησιάζειν θέλων καὶ τῇ ῾Ρωμανίᾳ· ὥστε τοὺς μὲν πειθομένους αὐτῷ ὑποσπόνδους ποιεῖσθαι καὶ ἔχειν αὐτοὺς πρὸς τὸ αἰχμαλωτεύειν συλλήπτορας, τοὺς δὲ μὴ πειθομένους Σαρακηνοῖς ἀπεμπολεῖν, λεηλατῶν τὰς τῆς ῾Ρωμανίας ἄκρας τὰς πρὸς τῷ Πόντῳ κειμένας, ἅμα δὲ καὶ πρὸς ἔτοιμον καταφύγιον τοῖς ἐν ῾Ρωμανίᾳ διὰ ταύτην τὴν αἵρεσιν ἀποκτεννομένοις τὴν ἐπιτηδειότητα τοῦ τόπου προσπαρασκευάζων· οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ τοὺς λιχνοτέρους καὶ ἀκολάστους ἀνθρώπους καὶ ἄφρονας τῶν ἄκρων ἐκείνων προσεγγιζόντων τῇ Τιβρικῇ τῇ ἐλευθερίᾳ τῶν αἰσχίστων παθῶν εἰς ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐκκαλούμενος. Ζῶντος τοίνυν ἔτι αὐτοῦ, οἱ μὲν ἐκ τῶν μνημονευθέντων μιερέων αὐτοῦ τὸν ἑαυτῶν βίον κατέστρεψαν, οἱ δὲ ὑπελείφθησαν. Κἀκείνου τοίνυν τὸ ζῆν ἀπορρήξαντος, αὖθις διαδέχεται τὴν τυραννίδα τοῦ ὀλεθρίου λαοῦ αὐτοῦ Χρυσοχέρις, ὁ ἀνεψιὸς καὶ γαμβρὸς αὐτοῦ.
[Ο Καρβέας, λοιπόν, ο οποίος εμφανίστηκε την εποχή εκείνη και ανέλαβε την ηγεσία του ολέθριου εκείνου λαού, αύξησε τον πληθυσμό του τόσο ώστε, επειδή δεν χωρούσαν στο Αργαού, ήλθαν και έκτισαν την Τιβρική και κατοίκησαν σε αυτήν. Ένας επιπλέον λόγος ήταν ότι ήθελε από τη μια να ξεφύγει από την καταπίεση των Αράβων της Μελιτηνής και από την άλλη ήθελε να μοιάσει με τους δαίμονες που δεν επιθυμούν την επαφή με άλλους ανθρώπους. Επίσης, ήθελε να είναι κοντά στις αρμενικές επαρχίες και τα εδάφη του Βυζαντίου ώστε όσους τον ακολουθούσαν να τους έχει συμμάχους και συνεργάτες στους εξανδραποδισμούς, ενώ όσους δεν πείθονταν να τους πουλάει ως δούλους στους Άραβες. Παράλληλα, επιθυμούσε να λεηλατεί τις παραμεθόριες βυζαντινές περιοχές στον Πόντο και, ταυτόχρονα, να είναι η Τιβρική, λόγω της επίκαιρης τοποθεσίας της, έτοιμο καταφύγιο για όσους κινδύνευαν να χάσουν τη ζωή τους στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λόγω της πίστης τους στην αίρεση των Παυλικιανών. Όχι μόνον αυτό, αλλά επιπλέον προσκαλούσε και τους πλέον δακτυλοδεικτούμενους και ακόλαστους και άφρονες ανθρώπους που ζούσαν στα σύνορα κοντά στην Τιβρική να έλθουν κοντά του και να απολαύσουν την ίδια ελευθερία των αισχίστων παθών που είχε και ο ίδιος. Ενώ αυτός ήταν ακόμη στη ζωή, κάποιοι από τους προαναφερθέντες «μιερείς» του πέθαναν, ενώ άλλοι ζούσαν ακόμη. Όταν λοιπόν πέθανε και αυτός, τον διαδέχεται αμέσως στην ηγεσία του ολέθριου αυτού λαού ο Χρυσοχέρης, ο ανιψιός και γαμπρός του.]
Πέτρος Σικελιώτης, Ιστορία, ed. Astruc, Ch. et al., “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 67.10-26.
Η δράση του Καρβέα όπως περιγράφεται στο έργο του πατριάρχη Φωτίου:
Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς ἀναφαίνεται καιροὺς καὶ ὁ τρισαλιτήριος Καρβαίας, ἀνὴρ δεινὸς μὲν ὑπελθεῖν ὄχλον, στεγανὸς δὲ κρύπτειν τὸ ἀνέκφορον, καὶ τοῖς χείλεσιν ἄλλα προφέρειν παρὰ τὴν ἐν τῇ καρδίᾳ μελέτην πιθανώτατος, καὶ πίστιν μὲν οὐδ’ ἥντινα στέργων, ἐπεὶ καὶ τὰ τῶν Ἀράβων θειάζειν ἐσχηματίσατο, πλὴν τῆς ἀποστασίας ἐραστὴς καὶ λέγεσθαι καὶ νομίζεσθαι κλέος ποιούμενος· οὐδὲ τῆς κατὰ πόλεμον ἐμπειρίας ἦν ἀγύμναστος· διὸ καὶ τῆς ἀποστατικῆς ἐκείνης πληθύος ἤδη πρὸς χεῖρα πολεμικήν τε καὶ βαρεῖαν ἁδρυνομένης ἄρχειν ὑπὸ τοῦ πλήθους ᾑρέθη, ὃς ἐπὶ μᾶλλον αὔξων τε καὶ κρατύνων τὸ θεομάχον ἄθροισμα, ἐπεὶ τῇ βραχύτητι τοῦ πολιχνίου στενοχωρουμένους εἶδεν τοὺς ὑπὸ χεῖρα, πόλιν ἄλλην εὐρυχωροτέραν ἐγείρει, ἣν ἐπωνόμαζον Τεφρικήν, καὶ ταύτην τοῖς ἑπομένοις πολίζει, ὁμοῦ μὲν καὶ τὴν ἐπιφερομένην τῶν Μελιτινιτῶν ἀποκλίνων τυραννίδα. Καὶ γὰρ εἰ καὶ κατ’ ἀρχὰς φιλοφρόνως ὑπεδέξαντο, ἀλλ’ οὐκ πλουτοῦντας ὁρῶντες καὶ πλέον ὧν ἤλπιζον ταῖς καθ’ ἡμέραν λῃστρικαῖς ἐφόδοις εἰς εὐπορίαν ἐπιδιδόντας, οὐκέτι τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῖς ἐπιβάλλειν φθόνου χωρὶς καὶ πλεονεξίας ἠδύναντο· διὸ λαφυραγωγοῦντες αὐτοὺς τέχναις πολλαῖς καὶ μεθόδοις οὐκ ἐνέλιπον. Μία τοίνυν καὶ αὕτη αἰτία, δι’ ἣν ὡς ἀπωτέρω τῆς προτέρας οἰκήσεως πολίζειν ἔγνω τὸ ὑπήκοον, ἔτι δὲ καὶ τῷ ἀνεπιμίκτῳ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων εἰς τὰς δαιμονιώδεις καὶ ἐκτόπους τῶν πράξεων, ἅτε δὴ καθ’ ἑαυτοὺς ὄντας, ἀδεῶς χωρεῖν καὶ σὺν παρρησίᾳ προνοούμενος. Ἐκ γειτόνων γὰρ ἔχοντες πρότερον τοὺς Σαρακηνούς, ἔσεβον μὲν τὰ αὐτῶν, ἔσεβον δὲ καὶ τὰ ἐκείνων, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκείνων θεατρίζοντες, τὰ οἰκεῖα δὲ μυστηριαζόμενοι. Ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ἐπίκαιρος ἐδόκει πρὸς τὰς καταδρομὰς τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς ἣν ἀνίστη πόλιν· μᾶλλόν τε γὰρ ἐπλησίαζεν τοῖς αὐτῆς ὁρίοις· ἀλλὰ καὶ εἴ τις αὐτομολεῖν ἐκεῖθεν ἐβούλετο τῶν τὴν αὐτὴν ἀσέβειαν ἐγκόλπιον φερόντων, ἐτοιμοτέραν εὕρισκεν διὰ τὸ γειτόνημα τὴν πρὸς αὐτὸν καταφυγήν τε καὶ ἀναχώρησιν. Οὓς μὲν οὖν ἐκεῖνος διήνεγκεν οὐκέτι λῃστρικούς, ἀλλ’ ἐκ παρατάξεως τε καὶ δημοσίους πολέμους καθ’ ἑαυτόν τε καὶ τοῖς Σαρακηνοῖς συνταττόμενος, ἐν οἷς τε τὸ πλέον ἔσχεν καὶ ἐν οἷς ἀπηνέγκατο τὸ ἧττον, ἄλλης τέ ἐστιν ὑποθέσεως καὶ ἰδιάζοντος χρόνου. Ὅτι δὲ παντοδαπῶν ἐπλήρωσε συμφορῶν τὰς τῆς ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς πλησιαζούσας αὐτῷ χώρας, τὸ μέγεθος ἐξαρκεῖ τοῦ πάθους ἀντί λόγου τοῖς μεθ’ ἡμᾶς παρασχεῖν ἀνεπίληστον τὴν γνώσιν. Πλὴν ἀλλ’ ὅγε παλαμναῖος ἐκεῖνος, χρόνοις μακροῖς τὰ ἀνήκεστα δράσας, ὀψὲ καὶ μόλις νόσῳ τὸν βίον κατέστρεψεν, καὶ τῆς ἐκείνου τυραννίδος καὶ τῆς ἀσεβείας διάδοχος ἀναδείκνυται ἐπὶ παιδὶ μὲν γαμβρός, ἐκ τοῦ γένους δὲ τὸ ἀνεψιὸν ἕλκων καὶ τὸ ἐπώνυμον Χρυσοχέρης.
[Κατά την περίοδο εκείνη εμφανίζεται και ο τρισαλιτήριος Καρβέας, ένας άνδρας ικανότατος στο χειρισμό του όχλου και στο να κρύβει όσα δεν πρέπει να ειπωθούν και στο να λέει άλλα και άλλα να εννοεί. Σε καμία πίστη δεν έδινε σημασία, αφού προσποιούνταν ότι ακολουθούσε και τη λατρεία των Αράβων, αλλά περηφανευόταν να λέγεται και να θεωρείται φίλος της αποστασίας. Ούτε ήταν άμοιρος πολεμικών εμπειριών, γι’ αυτό και το πλήθος τον εξέλεξε αρχηγό της ομάδας εκείνης των αποστατών που ήδη είχαν ξεκινήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις. Αυτός, επειδή ήθελε να αυξήσει τον αριθμό και την ισχύ του πλήθους εκείνου των θεομάχων, όταν είδε ότι οι υπήκοοί του πιέζονταν από τη μικρή έκταση της πόλης εκείνης, ανέγειρε μια άλλη, πιο ευρύχωρη πόλη, που την ονόμασε Τεφρική, και σε αυτήν εγκατέστησε τους οπαδούς του. Πέρα από αυτό, ήθελε να ξεφύγει από την επικυριαρχία των Αράβων της Μελιτηνής. Διότι, αν και οι τελευταίοι αρχικά είχαν υποδεχθεί φιλικά τους Παυλικιανούς, βλέποντάς τους να πλουτίζουν και πέρα από κάθε προσδοκία να ευδοκιμούν από τις καθημερινές λεηλασίες, δεν μπορούσαν να τους κοιτάζουν χωρίς φθόνο και πλεονεξία. Γι’ αυτό οι Άραβες της Μελιτηνής δεν έπαυαν να τους λεηλατούν με κάθε τρόπο και μηχανορραφία. Και αυτή, λοιπόν, ήταν μία από τις αιτίες για τις οποίες ο Καρβέας αποφάσισε να εγκαταστήσει τους υπηκόους του σε μέρος απομακρυσμένο από την προηγούμενη εγκατάστασή τους. Ένας ακόμα λόγος ήταν ότι ήθελε να βρίσκονται οι Παυλικιανοί μακριά από άλλους ανθρώπους και να μην έρχονται σε επαφή με αυτούς έτσι ώστε να προχωρούν ελεύθερα και χωρίς φόβο στις διαβολικές και παράνομες τελετές τους, καθώς θα ήταν μόνοι τους. Διότι, έχοντας πριν γείτονες τους Άραβες, ακολουθούσαν τη δική τους λατρεία και παράλληλα τη θρησκεία εκείνων, αλλά τη δική τους θρησκεία την πίστευαν κρυφά, την δε θρησκεία των Αράβων υποκρίνονταν ότι την ακολουθούσαν. Επιπλέον, η πόλη που ίδρυσε ήταν σε επίκαιρο σημείο για τις επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών (καθώς βρισκόταν κοντά στα σύνορα της βυζαντινής επικράτειας), αλλά και όποιος κρυπτο-Παυλικιανός ήθελε να αυτομολήσει από τα βυζαντινά εδάφη, έβρισκε εύκολα καταφύγιο στην πόλη αυτή, λόγω της μικρής απόστασης. Όσο για τους πολέμους (όχι πλέον επιδρομές, αλλά κανονικές μάχες εκ παρατάξεως) που διεξήγαγε και σε ποιους ήταν νικηφόρος και από ποιους ηττήθηκε, αυτό είναι άλλη ιστορία που θα τη διηγηθούμε στον κατάλληλο χρόνο. Ότι, όμως, γέμισε με κάθε είδους συμφορές τις γειτονικές του βυζαντινές επαρχίες, αντί για λόγια αρκεί το μέγεθος του κακού για να μας προσφέρει γνώση που δύσκολα ξεχνιέται. Αλλά ο τρισκατάρατος εκείνος, έχοντας διαπράξει φοβερά πράγματα επί μακρό χρονικό διάστημα, μόλις πρόσφατα πέθανε από ασθένεια και στην αρχηγία και την ασέβεια τον διαδέχθηκε ο Χρυσοχέρης, γαμπρός και ανιψιός του.]
Φώτιος Πατριάρχης, Διήγησις της νεοφανούς των Μανιχαίων αναβλαστήσεως, ed. Astruc, Ch. et al., “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), σελ. 171.14-173.14.
Περιγραφή της φυγής του Καρβέα στους Άραβες σε χρονογραφικό έργο της εποχής:
Εἶχε μὲν οὖν οὕτω τὰ κατὰ τὴν δύσιν λαμπρῶς τε καὶ ἐτεθρύλητο πανταχοῦ. ἐφ’ οἷς ἀγαλλομένη ἐκείνη, καὶ οἷον τρόπαια ἐπιθεῖναι μείζω δι’ ἐφέσεως ἔχουσα, καὶ τοὺς κατὰ τὴν ἀνατολὴν Παυλικιανοὺς ἐπειρᾶτο μετάγειν ὡς βούλοιτο πρὸς εὐσέβειαν ἢ ἐξαιρεῖν καὶ ἀπ’ ἀνθρώπων ποιεῖν· ὃ καὶ πολλῶν κακῶν τὴν ἡμετέραν ἐνέπλησεν. ἡ μὲν γὰρ πέμψασά τινας τῶν ἐπ’ ἐξουσίας (ὁ τοῦ Ἀργυροῦ καὶ ὁ τοῦ Δουκὸς καὶ ὁ Σουδάλης οἱ ἀποσταλέντες ἐλέγοντο) τοὺς μὲν ξύλῳ ἀνήρτων, τοὺς δὲ ξίφει παρεδίδουν, τοὺς δὲ τῷ τῆς θαλάσσης βυθῷ. ὡσεὶ δέκα μυριάδας ὁ οὕτως ἀπολλύμενος ἠριθμεῖτο λαός, καὶ ἡ ὕπαρξις αὐτῶν τῷ βασιλικῷ ταμιείῳ … ἤγετο καὶ εἰσεκομίζετο. ὑπῆρχεν οὖν τῷ στρατηγῷ τῶν Ἀνατολικῶν (Θεόδοτος οὗτος ἦν ὁ κατὰ τὸν Μελισσηνὸν) ἀνήρ τις εἰς τὴν ὑπηρεσίαν καταριθμούμενος, Καρβέας ὀνόματι, τὴν τοῦ πρωτομανδάτορος πληρῶν ἀρχήν, τῇ πίστει τῶν εἰρημένων τούτων Παυλικιανῶν ἐγκαυχώμενός τε καὶ σεμνυνόμενος. ὡς οὖν τὸν ἑαυτοῦ οὗτος ἀκήκοε πατέρα ἀνηρτῆσθαι τῷ ξύλῳ, πέρα δεινῶν τοῦθ’ ἡγησάμενος καὶ τὰ ἑαυτοῦ προσοικονομῶν φυγὰς μετὰ καὶ ἑτέρων πέντε χιλιάδων τῆς τοιαύτης κεκοινωνηκότων αἱρέσεως πρὸς τὸν τῆς Μελιτηνῆς τηνικαῦτα κατάρχοντα Ἄμερα γίνεται, κακεῖθεν πρὸς τὸν ἀμεραμνουνῆ παραγίνονται. μετὰ δὲ πολλῆς ἀποδεχθέντες τιμής, καὶ λόγον ἀσφαλείας δόντες τε καὶ λαβόντες ὁμοίως, ἐξέρχονται μετ’ οὐ πολὺ κατὰ τῆς ῾Ρωμαίων γῆς, καὶ τῶν τροπαίων ἕνεκεν, ἐπεὶ πρὸς πολυπληθίαν ἐνεδίδοσαν, πόλεις τε κτίζειν ἐπιχειροῦσιν αὐτοῖς, τὴν οὕτω καλουμένην Ἀργαοῦν καὶ τὴν Ἀμάραν, καὶ αὖθις πολλῶν ἐκεῖσε ἐπιρρεόντων τῇ αὐτῇ κακίᾳ ἐνισχημένων καὶ ἑτέραν κτίζειν κατάρχουσι, Τεφρικὴν ταύτην κατονομάσαντες· ἀφ’ ὧν ὁρμῶντες πολλοὶ κατ’ αὐτὸ γινόμενοι, ὅ τε τῆς Μελιτηνῆς Ἄμερ, ὃν οὕτω πως συμφθείροντες τὰ στοιχεῖα Ἄμβρον ἐκάλεσαν οἱ πολλοί, καὶ ὁ τῆς Ταρσοῦ Ἀλῆς καὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Καρβέας ὁ δείλαιος, οὐκ ἔληγον αὐθαδῶς τῇ τῶν ῾Ρωμαίων γῇ λυμαινόμενοι. ἀλλ’ ὁ μὲν Ἀλῆς ἔν τινι τῶν Ἀρμενίων χώρᾳ ἄρχειν ἀποσταλεὶς ἐκεῖσε θᾶττον ἢ βουλής εἶχε τὸν βίον κατέστρεψε σὺν τῷ ἑαυτοῦ ἀκαίρῳ στρατῷ· ὁ δὲ Ἄμερ μετὰ τοῦ συνάρχοντος αὐτοῦ τοῦ Σκληροῦ (οὕτως ἐλέγετο) εἰς ἐμφύλιον στὰς πόλεμον ἐκ φιλονεικίας ἐφθείρετό τε καὶ ἐκείνων ἀλλ’ οὐ ἄλλοις πολεμεῖν ᾤετο δεῖν. εἰς τοσοῦτον δὲ τούτοις ἡ ἔρις ἐπηύξητο καὶ ἀλλήλοις ἀντεστρατήγουν, ἄχρις ἂν εἰς δέκα μόλις ἔληγεν χιλιάδας ἡ τούτων ἰσχὺς ἐκ πεντήκοντά που καὶ μικρόν τι πρός. ἐπεὶ γοῦν οὗτος τῶν ἐχθρῶν ὑπερίσχυσεν, ἔγνω αὖθις θρασύτητι καταστρατηγούμενος κατὰ τὴν ῾Ρωμαίων ὅπλα κινεῖν, τῷ Καρβέᾳ ἑνούμενος. ἀντεστρατεύετο δὲ αὐτοῖς Πετρωνᾶς, τὴν τοῦ δομεστίκου τότε ἀρχὴν διοικῶν· λόγῳ μὲν γὰρ Βάρδα ταύτην διέπειν ἐδέδοτο, ἀλλ’ ἐπεὶ σχολάζειν οὗτος ἠναγκάζετο ὡς ἐπίτροπος, τὸν ἀδελφὸν ἠξίου, στρατηγὸν ὄντα τῶν Θρᾳκησίων, πράγματι ταύτην διέπειν καὶ διοικεῖν.
[Έτσι, λοιπόν, λαμπρή και ξακουστή ήταν η κατάσταση στα δυτικά μέρη της αυτοκρατορίας. Η δε αυτοκράτειρα ήταν ευχαριστημένη με την κατάσταση στη Δύση και, θέλοντας κατά κάποιον τρόπο να σημειώσει μεγαλύτερες επιτυχίες, αποπειράθηκε να προσηλυτίσει στην ορθοδοξία τους Παυλικιανούς που ζούσαν στα ανατολικά μέρη, όπως ήθελε, ή να τους εξολοθρεύσει τελείως και να τους αφανίσει. Αυτή η πράξη της προκάλεσε στο κράτος μας μεγάλες συμφορές. Η αυτοκράτειρα έστειλε ορισμένους αξιωματούχους (ήταν ο Αργυρός, ο Δουξ και ο Σουδάλης), οι οποίοι άλλους κρέμασαν σε ξύλα, άλλους τους εκτέλεσαν με ξίφος και άλλους τους έριξαν στη θάλασσα. Οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους ήταν έως 100.000 και οι περιουσίες τους πέρασαν στην κυριότητα του αυτοκρατορικού ταμείου. Υπήρχε, λοιπόν, στην υπηρεσία του στρατηγού των Ανατολικών (αυτός λεγόταν Θεόδοτος Μελισσηνός) ένας άνδρας ονόματι Καρβέας, ο οποίος είχε το αξίωμα του πρωτομανδάτορος και ανήκε στην αίρεση των Παυλικιανών. Αυτός, όταν έμαθε ότι ο πατέρας του είχε σταυρωθεί, θεωρώντας την πράξη αυτή υπέρτατη συμφορά, τακτοποίησε τις υποθέσεις του και κατέφυγε με άλλους 5.000 ομοπίστους του στον Άμερ, τον τότε άρχοντα της Μελιτηνής. Από εκεί μετέβησαν στον χαλίφη της Βαγδάτης, ο οποίος τους υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές και αντάλλαξαν αμοιβαίες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους. Ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα εισέβαλαν στην επικράτεια των Βυζαντινών και, επειδή λόγω των επιτυχιών τους αυξήθηκε ο αριθμός τους, άρχισαν να χτίζουν και πόλεις, τη λεγόμενη Αργαούν και την Αμάρα. Αλλά και πάλι, επειδή κατέφευγαν προς αυτούς πολλοί που είχαν την ίδια αιρετική πίστη με εκείνους, μπόρεσαν να κτίσουν άλλη μία πόλη, την οποίαν ονόμασαν Τεφρική. Έχοντας ως ορμητήρια τις πόλεις αυτές και συνεργαζόμενοι πολλοί, ο Άμερ της Μελιτηνής, τον οποίον οι περισσότεροι από παραφθορά αποκαλούν Άμβρο, και ο Αλί της Ταρσού και αυτός ο ίδιος ο φοβερός Καρβέας, δεν έπαυαν να λεηλατούν με αυθάδεια τα βυζαντινά εδάφη. Αλλά ο μεν Αλί εστάλη ως διοικητής σε κάποια περιοχή της Αρμενίας και εκεί γρήγορα έχασε τη ζωή του και κατέστρεψε το στράτευμά του. Ο δε Άμερ ενεπλάκη σε εμφύλια διαμάχη λόγω φιλονικίας με τον συνάρχοντά του τον Σκληρό (έτσι ονομαζόταν), υφιστάμενος μεγάλες απώλειες και πιστεύοντας ότι μόνο εναντίον αυτών και όχι εναντίον άλλων έπρεπε να πολεμήσει. Η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ τους και η διαμάχη τους έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε τελικά η δύναμή τους μειώθηκε σε 10.000 άνδρες, ενώ πριν ήταν 50.000 και λίγο παραπάνω. Όταν λοιπόν ο Άμερ υπερίσχυσε του αντιπάλου του, αποφάσισε, παρακινημένος από το θράσος του, να εκστρατεύσει εναντίον των Βυζαντινών, έχοντας ενωθεί με τον Καρβέα. Εναντίον τους εξεστράτευσε ο Πετρωνάς, ο οποίος τότε ασκούσε τα καθήκοντα του δομέστικου των σχολών. Θεωρητικά η αρχή αυτή ανήκε στον Βάρδα, αλλά επειδή αυτός δεν ευκαιρούσε, καθώς ασκούσε την επιτροπεία του ανήλικου αυτοκράτορα, ζήτησε από τον αδελφό του, ο οποίος ήταν στρατηγός των Θρακησίων, να αναλάβει την πραγματική διοίκηση.]
Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία, ed. Bekker, I., Theophanes Continuatus (Bonn 1838), σελ. 165.11-167.10.
Ο Καρβέας συμμετέχει στην άμυνα των Σαμοσάτων εναντίον των Βυζαντινών (859):
Ὁ δὲ Βάρδας ἦν ὅλος τὰ τῆς βασιλείας ἐπιτροπεύων καὶ διοικῶν, καὶ τῶν λοιπῶν διαφερόντως ὡς συγγενὴς τοῦ βασιλέως ἀγαπώμενος· ἔνθεν καὶ τὴν κουροπαλάτου, οἷον ἆθλον ἐπὶ τῇ ἀδελφῇ, τιμὴν ἀναδέχεται, καὶ κατὰ τῶν Ἰσμαηλιτῶν καὶ τοῦ Ἄμερ, ὥσπερ εἴρηται, ἀντιστρατεύονται μετὰ τοῦ Μιχαήλ, ἄρτι τελοῦντος αὐτοῦ εἰς ἄνδρας ἐξ ἀγενείων, δυνάμει πάσῃ τε καὶ χειρί. ὡς δ’ οὖν τῆς τῶν ἐναντίων ἐπέβησαν γῆς, κατὰ πόλιν Σαμόσατα λεγομένην, δυνάμει τε βρίθουσαν καὶ ἰσχύϊ, ἄγονται, καὶ ταύτην ἐπεχείρουν πολιορκεῖν. ἀλλ’ ἐλελήθεισαν οὐ κατὰ Θεοδώρας αἴροντες χεῖραν, κατὰ δὲ πολυτρόπων ἀνδρῶν. ὡς μὲν γὰρ ἦν τρίτη τῆς ἐφεδρείας τούτοις ἡμέρα, ἡ πρώτη δὲ καὶ κυρία τῶν ἡμερῶν, ἔμελλον δὲ τὴν ἀναίμακτον μυσταγωγίαν ἐκπληροῦν ὡς ἂν τῶν ἁγίων μυστηρίων μετάσχοιεν, ἐξαίφνης, εἴτ’ ἀφυλάκτως τελοῦντες αὐτά, εἴτε καὶ καταφρονητικῶς ἔχοντες πρὸς τὴν πόλιν δι’ ἀπειρίαν ὡς μὴ πρὸς βασιλέα ῾Ρωμαίων ἆραι τολμῶντος χεῖρα τινός, κατὰ τὴν ὥραν ἐν ᾗ τῶν θείων ἔμελλον μετασχεῖν μυστηρίων, πάντοθεν μεθ’ ὅπλων ἐκπεπηδηκότες τῆς πόλεως, οὐκ ἦν ἰδεῖν τὸν ὅστις ῾Ρωμαίων οὐκ ἐχρῆτο φυγῇ. ἔνθα καὶ ὁ Μιχαὴλ μόλις που τὸν ἵππον ἀναβὰς φεύγων καθωρᾶτο, ἀλλ’ οὐ προπολεμῶν· οὕτω που μόγις ἐκσέσωστο, σκηνὰς αὐτὰς καὶ τὴν ὅση τούτοις θεραπεία προσῆν ἐκεῖ καταλελοιπώς. ἔνθα καὶ τὸν προμνημονευθέντα φασὶν ἀριστεῦσαι Καρβέαν τὸν τὴν Τεφρικὴν οἰκοδομησάμενον, καὶ πολὺν οὐ μόνον τοῦ χυδαίου φθόρον λαοῦ κατεργάσαθαι, ἀλλὰ καὶ τῶν μεγάλων δὴ στρατηγῶν ζωγρείᾳ λαβεῖν τόν τε τζαγγότουβον τὸν Ἀβεσαλὼμ καὶ Σηὼν τὸν παλατῖνον, καὶ ἑτέρους ὑποστρατήγους καὶ τουρμάρχας ἄχρι τῶν ἑκατόν. ἐτηροῦντο οὖν οἱ δηλωθέντες στρατηγοὶ μετὰ τὴν τοῦ πολέμου παραδρομὴν ἐν τῇ φυλακῇ· καὶ δὴ χρήματα ἱκανὰ τῷ Καρβέᾳ ἐδίδοσαν, οἴκοθεν μεταπεμψάμενοι, τὴν αὐτῶν ἀπολύτρωσιν ἐξαιτούμενοι. ὡς δ’ ἔλαβεν ἐπὶ χεῖρας ὁ Καρβέας, ἠρώτα τὸν Σηὼν εὐθὺς εἰ πρὸς ἀφροδίσια ἔχοι ἐρωτικῶς καὶ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα κίνησιν ἔχει τὴν ἐμπαθῆ· ὡς δ’ ἀπηγόρευσεν ὁ Σηὼν καὶ πάσχειν τι τοιοῦτον ἀπέφησεν, ἠρώτα πάλιν τὰ ὅμοια τὸν Ἀβεσαλώμ. ὁ δὲ τὴν αὐτοῦ φωράσας κακίαν καὶ μοχθηρίαν, εἴτε καὶ ἄλλως ἀληθῶς, τοῦτό τε πάσχειν καὶ κίνησιν ὑπομένειν εἰπών, τούτῳ μὲν «λυτροῦσαι» ἔφη «τῶν δεσμῶν», καὶ ἅμα ἀπέλυεν, τῷ δὲ Σηὼν «οὐ βούλεταί σε τὸ θεῖον λυθῆναι δη τῆς φρουρᾶς», καὶ ἅμα ἐδίδου τούτῳ τὰ λύτρα τὰ δοθέντα αὐτῷ ὑπὲρ αὐτοῦ, καὶ τῇ φρουρᾷ ἐγκατέκλειεν ἄχρις οὗ τὴν ψυχὴν ἀπεστάλαξεν.
[Ο δε Βάρδας είχε δοθεί ολοκληρωτικά στην αντιβασιλεία και τη διοίκηση του κράτους και ήταν ο πλέον αγαπητός από τους αντιβασιλείς, καθώς ήταν και συγγενής του αυτοκράτορα. Λόγω αυτού του αποδόθηκε και το αξίωμα του κουροπαλάτη, κάτι σαν έπαθλο για την αδελφή του. Επιπλέον, όπως ήδη ειπώθηκε, εξεστράτευσε με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις εναντίων των Αράβων και του Άμερ, μαζί με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος πρόσφατα είχε ενηλικιωθεί. Μόλις εισέβαλαν, λοιπόν, στην εχθρική επικράτεια, έφτασαν σε μiα πόλη που λεγόταν Σαμόσατα, γεμάτη δύναμη και ισχύ, και επιχείρησαν να την πολιορκήσουν. Είχαν, όμως, ξεχάσει ότι δεν πολεμούσαν εναντίον της Θεοδώρας, αλλά εναντίον πολυμήχανων ανδρών. Είχε, λοιπόν, φθάσει η τρίτη ημέρα της πολιορκίας, η οποία ήταν Κυριακή, και επρόκειτο να τελέσουν τη Θεία Κοινωνία προκειμένου να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων. Ξαφνικά, είτε επειδή η λειτουργία γινόταν χωρίς να έχουν τοποθετηθεί σκοποί, είτε επειδή οι Βυζαντινοί, λόγω έλλειψης εμπειρίας, δεν υπολόγιζαν τους άνδρες της πόλης, μη πιστεύοντας ότι κάποιος θα τολμήσει να κινηθεί εναντίον του Βυζαντινού αυτοκράτορα, την ώρα που επρόκειτο να τελεστεί η Θεία Κοινωνία πήδηξαν έξω από την πόλη πάνοπλοι από παντού και δεν υπήρξε κανένας Βυζαντινός που δεν ετράπη σε φυγή. Τότε και τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον είδαν μόλις να προλαβαίνει να καβαλήσει το άλογό του και να φεύγει, χωρίς όμως να μάχεται. Με τον τρόπο αυτό μόλις που κατάφερε να διασωθεί, αλλά άφησε πίσω του τη σκηνή του και όλες τις αποσκευές του. Στη μάχη αυτή λέγεται ότι διακρίθηκε περισσότερο απ' όλους ο προαναφερθείς Καρβέας, ο κτίστης της Τεφρικής, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε πολλούς απλούς στρατιώτες, αλλά και από τους υψηλόβαθμους στρατηγούς αιχμαλώτισε τον Αβεσαλώμ με τις ψηλές μπότες, τον παλατίνο Σηών και έως εκατό από τους άλλους υποστρατήγους και τουρμάρχες. Οι παραπάνω στρατηγοί, μετά το τέρμα των επιχειρήσεων, κλείστηκαν στη φυλακή και έδωσαν στον Καρβέα μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία έστειλαν και τους έφεραν, ζητώντας την απελευθέρωσή τους. Όταν, όμως, ο Καρβέας πήρε στα χέρια του τα χρήματα αυτά, αμέσως ρώτησε τον Σηών πώς πάει από ερωτικές σχέσεις και αν το σώμα του πάσχει από σαρκικά πάθη. Όταν ο Σηών απάντησε αρνητικά και αρνήθηκε ότι έχει ερωτικά πάθη, ο Καρβέας έκανε στον Αβεσαλώμ τις ίδιες ερωτήσεις. Ο τελευταίος, κατανοώντας την κακία και τη μοχθηρία του Καρβέα, ή μπορεί και να έλεγε αλήθεια, απάντησε ότι όντως υποφέρει από σαρκικά πάθη και ερωτικές ορμές. Σ' αυτόν ο Καρβέας είπε «απελευθερώνεσαι από τα δεσμά σου» και αμέσως τον ελευθέρωσε, ενώ στον Σηών είπε «ο Θεός δεν θέλει να αποφυλακισθείς». Ταυτοχρόνως, του έδωσε πίσω τα χρήματα τα οποία είχαν δοθεί ως λύτρα γι’ αυτόν και τον έκλεισε στη φυλακή έως ότου ξεψύχησε.]
Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία, ed. Bekker, I., Theophanes Continuatus (Bonn 1838), σελ. 176.1-177.17.
Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρεται στο ρόλο του Καρβέα στην απόκρουση βυζαντινής επίθεσης εναντίον των Σαμοσάτων:
Ἔκρινε γοῦν ἅμα τῷ βασιλεῖ κατὰ τῶν Ἰσμαηλιτῶν ἐκστρατεῦσαι καὶ τοῦ τῆς Μελιτηνῆς ἀμηρεύοντος Ἄμερ, ἄρτι εἰς ἄνδρας τελοῦντι ἐξ ἀγενείων, ὡς δ’ οὖν τῆς τῶν ἐναντίων ἐπέβησαν γῆς καὶ κατὰ τὰ Σαμόσατα ἐγένοντο (πόλις δὲ τὰ Σαμόσατα τῶν παρευφρατιδίων, δυνάμει τε βρίθουσα καὶ ἰσχύϊ), ταύτην ἐπεχείρουν πολιορκεῖν. ἐμποιησαμένων δὲ τῶν Σαρακηνῶν δειλίαν καὶ συγκεκλεικότων ἔνδον ἑαυτοὺς καὶ μηδενὸς ἐκπηδώντος τοῦ τείχους τάχα διὰ δειλίαν τῆς βασιλικῆς δυνάμεως, ἀμελῶς καὶ ἀφυλάκτως οἱ ῾Ρωμαῖοι διῆγον. κατὰ δὲ τὴν τρίτην τῆς ἐφεδρείας ἡμέραν (ἡ κυρία δὲ ἦν καὶ πρώτη τῶν ἡμερῶν) τῆς ἀναιμάκτου θυσίας ἐπιτελουμένης, ἐν ᾗ τῶν θείων μετασχεῖν ἔμελλον μυστηρίων, τὰς πύλας οἱ Σαρακηνοί διαπετάσαντες καὶ μεθ’ ὅπλων ἐκπεπηδηκότες πάντοθεν ἐπιτίθενται τοῖς ῾Ρωμαίοις. οἱ δὲ τῷ ἀδοκήτῳ καταπλαγέντες τῆς ἐπιθέσεως εὐθύς πρὸς φυγὴν ὥρμησαν. ἔνθα καὶ Μιχαὴλ ὁ βασιλεὺς μόλις που τὸν ἵππον ἀναβὰς ἐργωδῶς διεσώθη, τῆς ἀποσκευῆς πάσης τοῦ βασιλέως καὶ τῶν στρατιωτῶν ληφθείσης παρὰ τῶν πολεμίων, τοῦ τῶν Μανιχαίων ἐξηγουμένου Καρβέα μᾶλλον τῶν ἄλλων ἀριστεύσαντος καὶ καταβαλόντος οὐ μόνον πολλοὺς τῶν ἀφανῶν τῆς στρατιᾶς, ἀλλὰ καὶ ζωγρίᾳ λαβόντος οὐκ ὀλίγους τῶν ἐπιφανῶν στρατηγῶν καὶ τουρμάρχας τῶν ἑκατὸν οὐκ ἐλάττους, ὧν οἱ μὲν ἄλλοι λύτρα δόντες ἀπελύθησαν, μόνος δὲ Σηὼν ὁ στρατηγὸς τῇ φυλακῇ ἐναπέψυξε.
[Έκρινε, λοιπόν, φρόνιμο να συνεκστρατεύσει με τον αυτοκράτορα, ο οποίος πρόσφατα είχε ενηλικιωθεί, εναντίον των Αράβων και του Αμρ, εμίρη της Μελιτηνής. Μόλις εισέβαλαν, λοιπόν, στην εχθρική επικράτεια και έφτασαν στα Σαμόσατα (τα Σαμόσατα ήταν μία από τις πόλεις που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, γεμάτη δύναμη και ισχύ), επιχείρησαν να τα πολιορκήσουν. Οι Βυζαντινοί ενεργούσαν με αμέλεια και χωρίς να παίρνουν προφυλάξεις, διότι οι Άραβες προσποιήθηκαν ότι δειλιάζουν, κλείστηκαν στην πόλη και κανείς δεν έβγαινε από τα τείχη, φοβούμενοι δήθεν την αυτοκρατορική δύναμη. Όμως, την τρίτη ημέρα της πολιορκίας (ημέρα Κυριακή) και ενώ ετελείτο η Θεία Κοινωνία και όλοι ετοιμάζονταν να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων, οι Άραβες άνοιξαν διάπλατα τις πύλες και πήδηξαν έξω πάνοπλοι και επιτέθηκαν στους Βυζαντινούς απ' όλες τις μεριές. Οι δε Βυζαντινοί, έχοντας αιφνιδιαστεί από το απροσδόκητο της επίθεσης, τράπηκαν αμέσως σε φυγή. Τότε και ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ μόλις που πρόλαβε να καβαλήσει το άλογό του και να αποδράσει με πολύ κόπο, ενώ όλη η αυτοκρατορική αποσκευή και οι αποσκευές των στρατιωτών έπεσαν στα χέρια των εχθρών. Στη μάχη διακρίθηκε περισσότερο απ' όλους ο Καρβέας, ο αρχηγός των Μανιχαίων, ο οποίος όχι μόνο σκότωσε πολλούς απλούς στρατιώτες, αλλά και αιχμαλώτισε πολλούς επιφανείς στρατηγούς και τουρμάρχες, όχι λιγότερους από εκατό. Από αυτούς οι μεν άλλοι έδωσαν λύτρα και αφέθηκαν ελεύθεροι και μόνον ο στρατηγός Σηών ξεψύχησε στη φυλακή.]
Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, ed. Thurn, I., Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum (Berlin – New York 1973), σελ. 98.82-99.7.