Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών, στο Bekker, I. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae De rebus Turcicis (Bonn 1834), σελ. 293, 3-294, 12:
ἐντεῦθεν ἐπιλεξάμενος ὁ τῶν Ῥωμαίων ἀρχιερεὺς ἄνδρε δύο τῶν Ἑλλήνων εὐδοκιμωτάτω ᾠκειώσατο οἱ, ἀνακτώμενος τὰ μάλιστα ἀξίως τε τῆς παρ' ἑαυτῷ τιμῆς τῆς μεγίστης, καρδινάλεις τε ἀπέδειξεν, οἵα τῆς θρησκείας ἡγεμόνε. τούτους γὰρ δὴ ἒς τὴν παρ' ἑαυτῷ ἐγγυτάτῳ χώραν ἱδρυμένους, ἀμφὶ τοὺς τριάκοντα, ἑταίρους τε αὐτῷ ἐπάγεται καὶ συμβούλους, παρεχόμενός τε πρόσοδον ἱκανὴν καὶ χώραν ἀφ' ἧς ἂν αὐτοῖς προσίοι χρήματα, τῷ μὲν πλέῳ τῷ δ' ἐλάττῳ, ἀξιῶν ὡς ἔχει τε ἑκάστῳ καὶ χώρας. ἒς τούτους δὴ ἀπολεξάμενος ἄνδρας δύο τῶν Ἑλλήνων, Βησσαρίωνα τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, Νικαίας ἀρχιερέα, καὶ Ἰσίδωρον τὸν Σαρματίας ἀρχιερέα, ὑπουργῷ τε ἔσχεν αὐτῷ καὶ συνεργῷ ἒς τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας διάλυσιν τῆς διαφορᾶς. περὶ μὲν οὖν Βησσαρίωνος τοσόνδε ἐπιστάμενος μνήμην ποιήσομαι, ὡς ξυνέσει τε τῇ ἀπὸ φύσεως, πολλῶν δὴ τῶν ἒς τοῦτο εὐδοκιμούντων Ἑλλήνων, μακρῷ γενόμενος, καὶ κρίνειν τε ἐφ' ὅ τι ἂν γένοιτο κράτιστος δοκῶν γενέσθαι, τὰ δὲ ἒς σοφίαν τὴν Ἑλλήνων τε καὶ Ῥωμαίων οὐδενὸς δεύτερος. τοῦτον δὴ ἀγασθέντα τὸν Ῥώμης ἀρχιερέα Νικόλεῳ τὸν μετὰ ταῦτα ἐπιτρέψαι τῆς Βονωνίας πόλιν εὐδαίμονα ἐπιτροπεύειν αὐτῷ· ἐν ταύτῃ τε, τῆς πόλεως ἐν στάσει ὡς τὰ πολλὰ γενομένης καὶ τῶν στασιωτὼν ἐπὶ διαφορὰν σφίσιν ἀφικνουμένων, δαιμόνιον τίνα τῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἐπιφανῆναι. ἐστὶ δ' ἡ πόλις αὔτη ἐν ταῖς κατὰ τὴν Ἰταλίαν πόλεσιν εὐδαίμων τε καὶ πλούτῳ καὶ τῆς ἄλλης εὐδαιμονίας οὐ πολλῷ τῶν πρώτων λειπομένη πόλεων, κεκόσμηται δὲ καὶ εἰς τὴν τῶν λόγων ἄσκησιν, ἒς τὰ πρῶτα ἀνήκουσα Ἰταλίας. τὸν δὲ Ἰσίδωρον ἐλλόγιμόν τε ὄντα καὶ φιλόπατριν, ἁλόντα τε ὕστερον ἐν Βυζαντίῳ ὑπὸ βαρβάρων, ἐπαμύνοντα τῇ πατρίδι. τούτῳ δὲ ὡς ἀξιώσει τε παρὰ τοῖς Ἕλλησι δοκοῦντε προέχειν καὶ συμπράξειν αὐτῷ τὰ πρὸς τοὺς Ἕλληνας, ἐπιλεξάμενος ὁ τότε Εὐγένιος ἀρχιερεὺς ξυνέβη ἒς ταυτὸ τοῖς Ἕλλησι·
[Τότε ο πάπας της Ρώμης επέλεξε δύο Έλληνες από τους πλέον διακεκριμένους και τους προσεταιρίστηκε. Μάλιστα, απένειμε σε αυτούς το μεγαλύτερο αξίωμα μετά το δικό του, ονομάζοντάς τους καρδινάλιους, με άλλα λόγια αρχιερείς. Τους καρδινάλιους αυτούς, οι οποίοι αριθμούν περί τους 30 και βρίσκονται εγκατεστημένοι στα περίχωρα του παπικού κράτους, τους χρησιμοποιεί ως συνεργάτες και συμβούλους, παρέχοντάς τους πολλά εισοδήματα και κτήματα από τα οποία εισπράττουν χρήματα, άλλος πολλά, άλλος λίγα, ανάλογα με το βαθμό και τις εκτάσεις που κατέχει ο καθένας. Στους αρχιερείς αυτούς ο πάπας ενέταξε δύο από τους Έλληνες, το Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, μητροπολίτη Νικαίας, και το μητροπολίτη Ρωσίας Ισίδωρο, έχοντάς τους βοηθούς και συνεργάτες στην προσπάθειά του να εξομαλύνει τις διαφορές με τους Έλληνες. Για το Βησσαρίωνα θα αναφέρω μόνον αυτό το οποίο γνωρίζω, ότι διακρινόταν σε μεγάλο βαθμό για τη σύνεσή του, την οποία είχε εκ φύσεως, όπως πολλοί από τους Έλληνες. Επίσης, έδινε την εντύπωση ότι ήταν ο ικανότερος να κρίνει τι έπρεπε να γίνει, ενώ δεν υπήρχε πιο μορφωμένος από αυτόν στη σοφία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων. Αυτόν τον αγάπησε πολύ ο Νικόλαος, ο επόμενος πάπας, και τον έστειλε ως επίτροπο στην Μπολόνια, πόλη γεμάτη ευδαιμονία. Στην πόλη αυτή, η οποία ταλανιζόταν από μεγάλη πολιτική αναταραχή και οι οπαδοί των διάφορων πολιτικών παρατάξεων είχαν έλθει σε σύγκρουση μεταξύ τους, είχε κάνει την εμφάνισή του ένας δαιμόνιος άνδρας ανάμεσα στους πολίτες. Η πόλη αυτή είναι μία από τις πόλεις της Ιταλίας που διακρίνονται για την ευδαιμονία τους και ελάχιστα υστερεί σε πλούτο και ευτυχία από τις μεγαλύτερες πόλεις, ενώ ένα από τα στολίδια της είναι και η πνευματική της κίνηση, η οποία την κάνει μία από τις πρώτες της Ιταλίας. Ο δε Ισίδωρος ήταν πολύ καλλιεργημένος και πατριώτης, μάλιστα αργότερα αιχμαλωτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους βαρβάρους, καθώς πολεμούσε για την πατρίδα. Αυτούς τους δύο άνδρες επέλεξε ο τότε πάπας Ευγένιος, επειδή φαίνονταν ότι διακρίνονται ανάμεσα στους Έλληνες στην αξία και ότι θα συνέπρατταν με αυτόν στο θέμα της ένωσης, και έφτασε σε συμφωνία με τους Έλληνες…]
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών, στο Bekker, I. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae De rebus Turcicis (Bonn 1834), σελ. 430, 1-5:
μετὰ δὲ ἐδόκει τοὺς Γερμανοὺς τοῖς Παίοσι διαλλάξαι, καὶ ἐπιπέμποντες ἄνδρα τῶν παρὰ σφίσιν ἐλλογίμων τὰ πρῶτα φερόμενον, Βησσαρίωνα καρδινάλιον τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, ἐπρεσβεύοντο παρ' ἀμφοτέρους, ὥστε διαλλάξαι τούτους ἀλλήλοις καὶ τάς διαφορὰς καταλύειν.
[Κατόπιν ελήφθη η απόφαση να συμβιβάσουν τους Ούγγρους με τους Γερμανούς. Απέστειλαν λοιπόν τον άνδρα που είχε τη φήμη ότι είναι ο κορυφαίος ανάμεσα στους λογίους τους, τον καρδινάλιο Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, σε διπλωματική αποστολή με σκοπό να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ τους και να εξομαλύνει τις μεταξύ τους διαφορές.] Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Αποδείξεις Ιστοριών, στο Bekker, I. (επιμ.), Laonici Chalcocondylae De rebus Turcicis (Bonn 1834), σελ. 431, 11-19:
Καὶ Εὐσεβίῳ μὲν τῷ ἀρχιερεῖ ἒς τόδε ἐτελεύτα ἡ παρασκευή· μετὰ δὲ Πίος ὁ ἀρχιερεὺς ὡς ἐπὶ τὴν ἡγεμονίαν ἀφίκετο, τὴν ἐν Μαντύη δίαιταν ἐποιήσατο ἅτε δὴ κατάστασίν τε καὶ σύλλογον περὶ τῶν καθηκόντων αὐτῷ πραγμάτων ἒς τὸν ἐπὶ βασιλέα Μεχμέτη πόλεμον. Βησσαρίων μὲν δὴ ἐπὶ Παίονας ἀφικόμενος καὶ ἒς Γερμανοὺς τά τε ἄλλα διελέχθη, καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους διαφορὰν καταλύειν πειρώμενος, οὐχ οἷός τε ἐγένετο ἒς ταυτὸ ἄμφω ξυναγαγὼν διαλλάξαι. ἀλλὰ ἄπρακτος μὲν ἀπεχώρει…
[Έως εδώ ήταν η προετοιμασία που είχε κάνει ο πάπας Ευσέβιος. Κατόπιν, ο πάπας Πίος, όταν ανέβηκε στον αρχιερατικό θρόνο, συγκάλεσε το συνέδριο στη Μάντουα, με σκοπό να συναφθεί συμμαχία και να συμφωνήσουν όλοι στον πόλεμο εναντίον του σουλτάνου Μεχμέτ. Ο Βησσαρίων, από την άλλη, φτάνοντας στην Ουγγαρία και τη Γερμανία, ανέφερε τα συμβάντα στη Μάντουα και προσπάθησε να συμβιβάσει τις μεταξύ των δύο εθνών διαφορές. Δεν κατάφερε να επιτύχει συμβιβασμό μεταξύ Ούγγρων και Γερμανών, εντάσσοντάς τους παράλληλα στη συμμαχία, αλλά αναχώρησε άπρακτος.]
Δούκας, Ιστορία, στο Bekker, I. (επιμ.), Ducae Michaelis nepotis Historia Byzantina (Bonn 1834), σελ. 213, 11-22:
ἀπάραντες οὖν ἐκ Βενετίας διὰ ξηρᾶς ἔλθασιν ἐν Φεραρίᾳ. κἀκεῖ ἀρξάμενοι τὰ τῆς συνόδου, κατέλαβε θανατηφόρος ἐν Φεραρίᾳ νόσος· κακεῖθεν ἀπάραντες ἦλθον ἐν Φλωρεντίᾳ. ἐν δὲ τῇ Φλωρεντίᾳ ἐπληρώθη ἡ σύνοδος. ἦν δὲ ἔξαρχος τοῦ μέρους τῶν Γραικὼν ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων ὁ Ἐφέσου Μᾶρκος, ἀπὸ δὲ τοῦ μέρους τῶν Ἰταλῶν ὁ καδδηνάλιος τοῦ τιμίου σταυροῦ Ἰουλιανός, μέγας ἐν τῇ ἔξω σοφίᾳ καὶ ἐν τοῖς δόγμασι τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως. ὁ Ἐφέσου Μᾶρκος ἐν Ἑλληνικοῖς μαθήμασιν καὶ ὁρίοις τῶν ἁγίων συνόδων κανὼν καὶ στάθμη ἀπαρέκβατος. ὁ Βησσαρίων Νικαίας καὶ ὁ Ῥωσίας Ἰσίδωρος. οὗτοι δὲ ἦσαν οἱ λογιώτεροι τῶν ἀρχιερέων…
[Αναχωρώντας λοιπόν από τη Βενετία, έφτασαν μέσω ξηράς στη Φεράρα. Εκεί άρχισαν οι εργασίες της συνόδου, αλλά έπεσε θανατηφόρος επιδημία στη Φεράρα. Φεύγοντας και από εκεί, ήλθαν στη Φλωρεντία, όπου ολοκληρώθηκε η σύνοδος. Επικεφαλής του ανώτερου κλήρου εκ μέρους των Ορθοδόξων ήταν ο Μάρκος, μητροπολίτης Εφέσου, ενώ των Καθολικών ήταν ο Ιουλιανός, καρδινάλιος του Τιμίου Σταυρού και κορυφαίος στις γνώσεις γύρω από την κλασική φιλοσοφία και τα χριστιανικά δόγματα. Ο Μάρκος από την άλλη ήταν υπόδειγμα μόρφωσης στην αρχαία ελληνική γραμματεία και τους κανόνες των οικουμενικών συνόδων. Παρίσταντο επίσης ο Βησσαρίων, μητροπολίτης Νικαίας, και ο αρχιεπίσκοπος Ρωσίας Ισίδωρος. Αυτοί οι δύο ήσαν από τους ανώτερους κληρικούς οι πιο μορφωμένοι…]
Βησσαρίων, Επιστολαί, στο Mohler, L. (επιμ.), Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann 3: Aus Bessarions Gelehrtenkreis (Paderborn 1942), σελ. 479, 10-30:
ἐμοὶ δ' ἔτι τῶν τε θύραθεν τῶν τε καθ' ἡμᾶς διδασκάλων ἐλλείπει οὐκ ὀλίγα συγγράμματα. ἱσταμένης μὲν οὖν τῆς κοινῆς Ἑλλήνων καὶ μόνης ἑστίας οὐκ ἐφρόντιζον, πάντα εἰδὼς ἐκεῖ ἀποκείμενα. πεσούσης δέ, φεῦ, μεγάλη τις ἐγένετο ἐπιθυμία τῆς πάντων αὐτῶν κτήσεως, οὐκ ἐμοῦ γε ἕνεκα, ὅς γε τῆς ἰδίας ἕνεκα ὠφελείας ἀρκοῦντα κέκτημαι, ἀλλ' ὣς ἄν, εἰ πού νῦν τέ τινες λειφθεῖεν Ἕλληνες, εἰ τέ τι εἰς ἔπειτα βέλτιον πράξαιεν –πολλὰ δ' ἐν τῷ μακρῷ χρόνῳ γένοιτ' ἂν –, ἔχοιεν ὅπῃ τὴν αὐτῶν φωνὴν ἅπασαν, τήν γε νῦν οὖσαν, ἕν τινι ὅμου ἀποκειμένην ἀσφαλεῖ τόπῳ εὕροιεν καὶ εὑρόντες πολλαπλασιάσαιεν καὶ μὴ πρὸς οἷς πολλοῖς τε καὶ καλοῖς τῶν θείων ἐκείνων ἀνδρῶν πάλαι ἀπολωλέκαμεν ὑπομνήμασι καὶ τὰ ὀλίγα ταῦτα νῦν ἀπολέσαντες ἄφωνοι τὸ πάμπαν μένοιεν καὶ βαρβάρων τε καὶ ἀνδραπόδων οὐδὲν διαφέροιεν. τὴν τούτων τοίνυν πέμπω σοι καταγραφήν. πέμπω δὲ τὴν αὐτὴν καὶ τῷ Ἀθηνῶν Θεοφάνει. δέομαι δέ σου, ἵνα ἐμήν τε χάριν τοῦ τε ὃν ἔχω σκοποῦ, οὗ καί σοι μέλειν εἰκός, πᾶσαν ποιήσῃ πρόνοιαν εὑρεῖν τε καὶ ὠνήσασθαι πάντα. ἔκ τε γὰρ Ἀνδριανουπόλεως ἔκ τε Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης τε καὶ Αἴνου καὶ τῶν ἄλλων χωρῶν τε καὶ πόλεων τῶν παρακειμένων ὑμῖν αὐτῆς τε τῆς πάλαι ποτὲ ἡμετέρας πόλεως, ἧς καὶ κτήματα ἦσαν, ἔτι τε Καλλιουπόλεως πάντα ἀναζητήσας εὑρήσεις. ὅθεν δὲ ἕξεις τὰ πρὸς τοῦτο ἀναγκαία ἀναλώματα Ἱερώνυμος ὁ Βαλαρέζος φροντιεῖ. ὅπως δὲ εἴ τι τούτων ὁ Ἀθηνῶν ὠνήσεται, μὴ τὰ αὐτὰ καὶ αὐτός, ἀλλ' ἄλλα ὠνήσῃ. ἀρκεῖ γὰρ ἡμῖν ἓν ἐξ ἑκάστου.
[Μου λείπουν ακόμη πολλά συγγράματα, τόσο της αρχαίας γραμματείας όσο και χριστιανικά. Βλέπεις, όσο έστεκε όρθια η κοινή και μοναδική εστία των Ελλήνων (ενν. η Κωνσταντινούπολη), δε φρόντιζα για τη συλλογή χειρογράφων, αφού γνώριζα ότι εκεί υπήρχαν όλα. Όμως, αφότου –αλίμονο!– έπεσε η Πόλη, μου δημιουργήθηκε μεγάλη επιθυμία να αποκτήσω όλα αυτά τα έργα, όχι για τον εαυτό μου, καθώς εγώ κατέχω αρκετά για δική μου χρήση, αλλά για τους Έλληνες που έχουν απομείνει τώρα και για όσους έχουν καλύτερη τύχη στο μέλλον, αφού πολλά μπορούν να συμβούν στο απώτερο μέλλον. Έτσι, οι Έλληνες θα είναι σε θέση να βρουν ακέραια και φυλαγμένα σε ασφαλές μέρος όλα τα μνημεία της γλώσσας τους που έχουν σωθεί έως σήμερα και, αφού τα βρουν, θα μπορέσουν να τα πολλαπλασιάσουν. Διαφορετικά, αν χάσουν και τα λίγα αυτά ενθύμια των εξαιρετικών εκείνων και θεϊκών ανδρών τα οποία έχουν απομείνει από τις εκτεταμένες απώλειες του παρελθόντος, θα καταλήξουν εντελώς άφωνοι, μη διαφέροντας σε τίποτα από βαρβάρους και δούλους. Σου στέλνω, λοιπόν, τον κατάλογο αυτών των έργων. Τον ίδιο κατάλογο αποστέλλω και στο Θεοφάνη, μητροπολίτη Αθηνών. Σε παρακαλώ, για χάρη μου και για χάρη του σκοπού μου, ο οποίος πρέπει να είναι και δικός σου, να κάνεις τα πάντα για να τα εντοπίσεις και να τα αγοράσεις όλα. Θα τα αναζητήσεις και θα τα βρεις στην Αδριανούπολη, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Αίνο και στις άλλες περιοχές και πόλεις που γειτονεύουν με εσάς και την πάλαι ποτέ δική μας Πόλη, στην οποία ανήκαν όλες αυτές, και επιπλέον στην Καλλίπολη. Όσο για το πού θα βρείς τα αναγκαία κονδύλια, θα φροντίσει γι’ αυτό ο Ιερώνυμος Βαλαρέζος. Επειδή κάποια από αυτά τα χειρόγραφα θα τα αγοράσει ο μητροπολίτης Αθηνών, μην αγοράσεις και συ τα ίδια, αλλά διαφορετικά. Μας αρκεί ένα αντίγραφο από κάθε έργο.] Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, στο Maisano, R. (επιμ.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990), σελ. 176, 1-4:
Αὐτὰ δὲ ὀλίγον καιρὸν διαβιβάσαντα εἰς τὸν Ἀγκῶνα, πέμψας ὁ πάπας ἐπιμελεία καὶ σπουδὴ καὶ βοηθεία τοῦ αἰδεσιμωτάτου καρδιναλίου καὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βησσαρίωνος, ἀπῆλθον εἰς τὴν Ῥώμην.
[Αυτά δε (ενν. τα τέκνα του Θωμά Παλαιολόγου), αφού πέρασαν μικρό χρονικό διάστημα στην Αγκόνα, έστειλε ο πάπας και τα έφερε στη Ρώμη, με τη φροντίδα και τις ενέργειες και την ενίσχυση του αιδεσιμότατου καρδινάλιου και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βησσαρίωνος.]
Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, στο Maisano, R. (επιμ.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990), σελ. 190, 12-19:
Περὶ δὲ τὸ φθινόπωρον τοῦ πα-ου ἔτους, ἐπαναστρέφοντος ἀπὸ τὸν ῥήγα τῆς Φράντζας καὶ τὸν δοῦκα τῆς Μπεργώνιας, ὁ καρδινάλις κυρ Βησσαρίων (ἀπεστάλη γὰρ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν πρὸς τὸ εἰρηνεῦσαι αὐτούς) καθ' ὁδὸν τῇ ιε-η νοεμβρίου ἀπέθανε. καὶ φέροντες αὐτὸν εἰς τὴν Ῥώμην μετὰ τιμῆς ὅτι πλείστης ἔθαψαν αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔνθα δὴ καὶ προκατέμενε καὶ τὸν τάφον αὐτοῦ προητοίμασε πλησίον τοῦ τάφου τῆς ἁγίας ὀσιομάρτυρος Εὐγενίας.
[Περίπου το φθινόπωρο του έτους 1472, επιστρέφοντας ο καρδινάλιος Βησσαρίων από το βασιλιά της Γαλλίας και το δούκα της Βουργουνδίας (διότι είχε αποσταλεί από την Παπική Εκκλησία για να τους συμβιβάσει), πέθανε καθ’ οδόν στις 15 Νοεμβρίου. Αφού τον μετέφεραν στη Ρώμη, τον έθαψαν με πολλές τιμές στο ναό των Αγίων Αποστόλων, του οποίου ήταν προκαθήμενος και όπου είχε προετοιμάσει τον τάφο του, κοντά σε εκείνον της οσιομάρτυρος Αγίας Ευγενίας.]
Γρηγόριος Τραπεζούντιος, Επιστολαί, στο Migne, J.-P. (επιμ.), Patrologia Graeca 161 (Paris 1906), 740, col. B-D:
Βουλὴν τοίνυν λελόγισται θαυμασίαν καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξίαν, βιβλιοθήκην ποιῆσαι βιβλίοις παντοίοις ξυμβεβλημένην Ἑλληνικοῖς? ὁ δὴ καὶ ἐξήνυσε τύχῃ ἀγαθῇ, ἐν τῇ τῶν πόλεων λαμπροτάτη τῆς Ἰταλίας ἐξαρτύσας αὐτήν, παρ' ἣν μᾶλλον θαυμάζουσιν Ἕλληνες μεθόριον οἷον οὖσαν Ἰταλίας καὶ Ἀσιάτιδος, μυρίους ὑποστὰς πόνους καὶ δαπάνην οὐδ' ἐστὶν εἰπεῖν ὁπόσην χρημάτων. Καὶ νῦν ἔξεστι τοῖς αἱρουμένοις καὶ δυναμένοις ἐντυγχάνειν αὐτοῖς τῆς ἐκεῖθεν ὠφελείας ἐπαπολαύειν, καὶ μετὰ ῥᾳστώνης τρυφᾶν καὶ ἀνειμένως τὸν βίον διεξιέναι, τῆς ἀκηράτου θοίνης ἐκείνης ἐπαπολαύουσιν. ἄσυλον θησαυρὸν ὄντα, κειμήλια ἱερά, παράδεισον λογικὸν ἄνθεσι κομῶντα παντοίας σοφίας, τρυφὴν χαρίτων, πηγὴν λαμυράν, φῶς ἐπέραστον, τήν τε κεκτημένην τὸν τοιοῦτον θησαυρὸν πόλιν κοσμοῦντα τῷ ὄντι καὶ πρὸ αὐτῆς τὸν αἴτιον τοῦ τοσούτου καὶ τοιούτου καλοῦ. Καὶ τώρα ἐφ' ᾧ τὸν ἄνδρα ἔγωγε μέγιστα ἐν θαύματι ποιεῖσθαι οὐδέποτε παύσομαι, καὶ χαρίτας αὐτῷ διαρρήδην ὁμολογεῖν τοσούτου καὶ τοιούτου καλοῦ γεγονότι προξένῳ. ὧν γένοιτο πότε καὶ παιδαγωγοὶ ἄξιοι, σοφίας ἑαλωκότες ἱμέρῳ, ἧς γε οὐθ' ἧκεν οὐθ' ἥξει ποτὲ θεόθεν ἐς ἀνθρώπους θειότερον χρῆμα.
[Έβαλε λοιπόν στο μυαλό του (ενν. ο Βησσαρίων) μια θαυμάσια και πολύ αξιόλογη σκέψη, να δημιουργήσει βιβλιοθήκη που να περιλαμβάνει όλων των ειδών τα αρχαία ελληνικά συγγράματα. Αυτό, χάρη στην καλή τύχη και υφιστάμενος πολλούς κόπους και έξοδα, το έφερε εις πέρας, κληροδοτώντας τη στη λαμπρότερη πόλη της Ιταλίας, την οποία και θαυμάζουν στο έπακρο οι Έλληνες, σαν να είναι ακριβώς στο σύνορο μεταξύ Ιταλίας και Ασίας. Και τώρα όσοι το επιλέξουν και μπορούν να τα μελετήσουν έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν την ωφέλεια από αυτά και με άνεση και πολυτέλεια να περνούν τη ζωή τους, όλοι όσοι απολαμβάνουν το αμόλυντο εκείνο δείπνο. Πρόκειται για ασύλητο θησαυρό, ιερά κειμήλια, λογοτεχνικό παράδεισο στολισμένο με κάθε είδους σοφία, τρυφή χαρίτων, βροντερή πηγή, αξιαγάπητο φως, ενώ η συλλογή αυτή αποτελεί κόσμημα και για την πόλη στην οποία ανήκει και, πρωτίστως, για εκείνον που είναι υπεύθυνος για ένα τόσο μεγάλο και τέτοιο καλό. Για την πράξη του αυτή εγώ τουλάχιστον δεν θα πάψω ποτέ να θαυμάζω τον άνδρα αυτόν και να παραδέχομαι ανοιχτά ότι του χρωστώ ευγνωμοσύνη για το τόσο μεγάλο και τέτοιου είδους καλό που προξένησε. Μακάρι από αυτά να γεννηθούν κάποτε και άξιοι παιδαγωγοί, κυριευμένοι από επιθυμία να γνωρίσουν τη σοφία αυτή, από την οποία θεϊκότερο δώρο ούτε εστάλη ποτέ ούτε θα σταλεί στο μέλλον από τον Θεό στους ανθρώπους.]
Μιχαήλ Αποστόλης, «Επιτάφιος θρήνος», στο Migne, J.-P. (επιμ.), Patrologia Graeca 161 (Paris 1906), cxxxii-cxxxiv:
Τούτῳ μὲν δὴ πατρὶς ἐτύγχανε οὖσα ἡ μετὰ τὴν βασιλίδα βασιλὶς τῶν πόλεων Τραπεζοῦς, πόλις ἀρχαιοτάτη καὶ Ἑλληνὶς […]. Πατέρες δέ, οὐ τῶν εὖ γεγονότων καὶ περιφανῶν τὰ ἒς τύχην, ἀλλ' ἑαυτοῖς τὸν βίον ποιουμένων χειρωναξία […] Παραγγείλαντα δὲ εἰς παίδων καὶ κόμμα φαινόμενον ἀγαθὸν προσελάβετο μὲν παρὰ τῶν πατέρων αὐτὸν ὁ τῶν ἱεροφαντῶν μέγιστος Τραπεζοῦντος Δοσίθεος πάνυ τοι πολλαῖς λιταῖς καὶ δεήσεσι λόγοις τε αὐτὸν ἐκπαιδεύειν καὶ ἅμα θέσθαι υἱὸν τοῦ κατὰ φύσιν ἐπικυδέστερον. ἐπεὶ δ' αὐτῷ κατὰ νοῦν ἐπήει παλινδρομήσειν ἐς τὸ Βυζάντιον, ξυνεπηγάγετο καὶ τὸν παῖδα τῆς ἀρετῆς τὸ κάλλος ἐπιφερόμενον, μετ' οὐ πολὺ δ' ἄγων ἐνεχείρισε διδασκάλῳ, τὸν μὲν βίον ἀδιαβλήτῳ, τὸν δὲ τρόπον ἀνεπιλήπτῳ, τὴν δ' ἐμπειρίαν δεξιωτάτῳ, εὖ μάλα εἰδώς, ὅτι τὰ μὲν ἄλλα τῶν ἐν ἀνθρώποις καλῶν φύσει τέ ἐστιν ἀβέβαια καὶ ὀλιγοχρόνια, παιδεία δὲ μόνη τῶν ἐν ἡμῖν ἀθάνατόν τε καὶ ἀναφαίρετον. Οὐ δ' οὖν ἐπόθει μάλα τυχῶν, θᾶττον ἣ πᾶσί γε κατ' ἐλπίδα, μελέτη τε καὶ γνώσει καὶ εὐφυΐα συναγήοχε μὲν τὴν πρώτην τέχνην καὶ ἀναγκαίαν ταῖς μετ' αὐτήν, συναγήοχε δὲ ποιητικὴν […]. Ῥητορικὴν δέ γε τὴν πυρὸς μένος πνέουσαν, εἰ καὶ ἱλαρὸς αὐτὸς καὶ ἠθικὸς ἐτύγχανεν ὧν, πολὺ τῶν ἄλλων διέφερεν ἕν τε βουλαῖς ἕν τε δίκαις κἀν ἐπιδείξεσιν. Ἐπεὶ δ' αὐτῷ ταῦτα εἶχε καλῶς καὶ ᾗπερ ἐβούλετο, λογικῆς τε ἤδη καὶ ἠθικῆς ἐπεθύμησε καὶ τοὺς περὶ φύσεως μετιέναι λόγους καὶ ἰδεῶν, καὶ τῆς ἐφέσεως ἐπηυμοίρησεν οὐ πάνυ τοι πολλῷ καὶ διὰ μακροῦ. Ἔτι τε αὖ καὶ τῶν μαθηματικῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν ἐν οὐ πολλῷ τίνι χρόνῳ, Πλήθωνα ἔχων καθηγεμόνα, τὰ κάλλιστα ξυναγήοχε. Τὰ δ' ἄλλα, ὡς περιττὰ τοῖς εὐσεβοῦσι καὶ ἄχρηστα, τοῖς βουλομένοις παρῆκεν ἐπιζητείν. Οὕτω δὴ οὖν περὶ ταῦτα ἔχοντος τοῦ ἀνδρὸς καὶ δίχα μερίζοντος ἑαυτὸν τῇ μὲν πρὸς λόγους, ὧν ἄνευ τυφλὸς ὁ βίος, τῇ δὲ πρὸς ἄσκησιν πολιτείας θεοπρεποῦς, ᾖκεν ἐκεῖνος ἐκεῖνος φθάσας ὁ χρόνος, ὁ τοιν γενοὶν ἐκατέροιν ἐπέραστος, ὃς τὰ διερρωγότα γένῃ συνῆψε καὶ τὴν παλαιὰν ἔχθραν ἐκείνην διέλυσεν. Ἐπηγάγετο δὲ τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὁμόνοιαν, τῶν ἐν βίῳ τὰ κάλλιστά γε καὶ ξυμφορώτατα. [..] Τότε δὴ οὖν εἰς ἄνδρα παραγγείλαντα τὸν γενναῖον, ἀρχιερέα γενέσθαι τῆς πολυμνήτου Νικαίας, καὶ παρεκάλεσαν καὶ ἠνάγκασαν. Τὶ τὸ ἐντεῦθεν ἀπῆρκεν ἒς Ἰταλίαν συνάμα τῷ γαληνοτάτω ἡμῶν βασιλεῖ καὶ τῷ τότε τάς ἠνίας τῆς Ἐκκλησίας ἰθύνοντι, καὶ ξυμπάση τῇ γερουσίᾳ τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας; Οἱ δὲ φθασάντων ἠβούλοντο παρ' ἐκατέροιν ἑκάτεροι τοιν γενοίν, τοὺς ἀρίστους ἑαυτῶν ξυνηγόρους ἑλόμενοι καὶ τοῦτον ἕνα τούτων προείλοντο. [..] Ὢ πόσοι σὲ τότε διὰ θαύματος ἦγον! πόσοι διὰ σὲ τὸ γένος ἐμακάρισαν τὸ ἡμέτερον! πόσοι τὸν εὐτεκνότατόν σου πατέρα καὶ εὐδαιμόνισαν καὶ ἐπῄνεσαν! πόσοι Δοσιθέω τῷ θειοτάτω τῆς περὶ σὲ κηδεμονίας ἕνεκεν ἠξύαντο τὰ βελτίω! διὰ τοι ταῦτα καὶ ἔτι πλείω γε τούτων καὶ τῷ του καρδηνάλεος σὲ Ῥωμαῖοι τετιμήκεσαν ἀξιώματι, καὶ ἔτι γε τῷ του πατριάρχου τῆς μικρῷ πρόσθεν, οἴμοι! βασιλευούσης τῶν πόλεων. Πρὸς δὲ γ' ἐπὶ τούτοις καὶ ἄξιος ἐκρίθης τῆς ἄκρας καὶ θείας τῶν ‘Ῥωμαίων ἱεραρχίας, καὶ μέντοι καὶ γένοιο ἄν, εἰ μὴ τοῦ γένους ἡμῶν ἡ κακοπραγία ἐκώλυσε? μᾶλλον δ' ὅ του Θεοῦ πανδερκέστατος ὀφθαλμὸς ἄλλα ταμιευόμενος, ὧν γνῶσις ἀνθρώπων αἰσθέσθαι οὐ δύναται. Τοιοῦτον δὲ ὄντα καὶ τηλικοῦτον ἐκ τοῦδε τοῦ φθαρτοῦ βίου καὶ ἐπίκηρον ἒς ἀκήρατον καὶ ἄφθαρτον μετέστησεν ὁ Θεὸς τῇ φύσει παραχωρήσαντα, ὡς οὐκ ἀξίων ὄντων ἡμῶν, τοσούτου κάλλους ἀπολαύειν μέχρι πολλοῦ.
[Πατρίδα του ήταν η Τραπεζούντα, που μετά τη Βασιλεύουσα ήταν η βασίλισσα μεταξύ των πόλεων, πόλη πανάρχαια και ελληνική […] Οι γονείς του δεν ήταν διακεκριμένοι και από γνωστή οικογένεια, αλλά δούλευαν με τα χέρια τους για να βγάζουν τα προς το ζην. […] Όταν ήταν ακόμη παιδί και φαινόταν ότι είχε προοπτικές, τον ανέλαβε από τους γονείς του ο κορυφαίος μητροπολίτης Τραπεζούντος Δοσίθεος, για να τον εκπαιδεύσει με πολλές προσευχές και δεήσεις και συμβουλές και, παράλληλα, να τον έχει πνευματικό του τέκνο. Όταν αυτός αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, πήρε μαζί του και το νεαρό Βησσαρίωνα, ο οποίος έφερνε μαζί του την ομορφιά της αρετής. Λίγο αργότερα ο Δοσίθεος τον παρέδωσε σε δάσκαλο, του οποίου η ζωή ήταν αδιάβλητη και οι τρόποι του δεν είχαν τίποτα το επιλήψιμο, ενώ ήταν πολύ ικανός λόγω εμπειρίας. Αυτό το έκανε ο Δοσίθεος επειδή γνώριζε καλά ότι τα άλλα ανθρώπινα αγαθά είναι από τη φύση τους αβέβαια και δεν διαρκούν πολύ, ενώ η παιδεία είναι η μόνη που παραμένει αθάνατη και δεν μπορεί κανείς να μας την πάρει. Αυτό λοιπόν που ποθούσε, αυτό έγινε, και μάλιστα συντομότερα απ’ όσο πίστευε. Με τη μελέτη και τις γνώσεις και την ευφυΐα κατάφερε να μάθει τα βασικά που ήταν απαραίτητα για τις μετέπειτα σπουδές του. Κατόπιν ασχολήθηκε με την ποιητική τέχνη […]. Στη δε ρητορική, που με το μένος της βγάζει φωτιά, αν και ήταν ευχάριστος και ηθικός, όμως διακρίθηκε για τη ρητορική του δεινότητα τόσο στα συμβούλια όσο και στα δικαστήρια και τις ρητορικές επιδείξεις. Όταν λοιπόν σε αυτά έφτασε στο επίπεδο που επιθυμούσε, θέλησε να σπουδάσει και τη λογική και ηθική φιλοσοφία, καθώς και τη φυσική. Είχε την τύχη σύντομα και για μεγάλο χρονικό διάστημα να εκπληρώσει την επιθυμία του. Επιπλέον, έχοντας δάσκαλο τον Πλήθωνα, γρήγορα αφομοίωσε τα σπουδαιότερα διδάγματα των μαθηματικών. Τις υπόλοιπες επιστήμες, θεωρώντας τις περιττές και άχρηστες για κάποιον που ήταν ευσεβής χριστιανός, άφησε να τις αναζητούν όσοι θέλουν. Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα για το Βησσαρίωνα και είχε μοιράσει τον εαυτό του στα δύο, ασχολούμενος από τη μία με τα γράμματα, χωρίς τα οποία η ζωή είναι τυφλή, και από την άλλη έχοντας αφοσιωθεί στο μοναστικό βίο, έφτασε η χρονική εκείνη στιγμή, η τόσο προσφιλής και στα δύο έθνη (ενν. την Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία), που έφερε πάλι την ένωση των δύο χωρισμένων εθνών και διέλυσε την παλαιά έχθρα, φέρνοντας την ειρήνη και την ομόνοια, που είναι τα καλύτερα και χρησιμότερα αγαθά στη ζωή. […] Τότε λοιπόν, έχοντας ο εξαίσιος αυτός άνδρας φτάσει σε κατάλληλη ηλικία, τον παρακάλσεαν και τον ανάγκασαν να γίνει μητροπολίτης της Νίκαιας, πόλης που την υμνούν όλοι. Τότε πλέον τίποτα δεν τον εμπόδιζε να ταξιδεύσει στην Ιταλία μαζί με το μεγαλειότατο αυτοκράτορά μας και τον τότε πατριάρχη και όλον τον ανώτερο κλήρο της Ανατολικής Εκκλησίας. Όταν έφτασαν οι αντιπροσωπείες, θέλησαν να έλθουν σε επαφή και επέλεξαν ως αντιπροσώπους τους καλύτερους από τις δύο παρατάξεις. Ένας από αυτούς ήταν και ο Βησσαρίων. […] Πόσοι τότε σε θαύμασαν! Πόσοι μακάριζαν το έθνος μας χάρη σε σένα! Πόσοι ευχήθηκαν ευτυχία και επαίνεσαν τον πατέρα σου που απέκτησε τέτοιο γιο! Πόσοι ευχήθηκαν τα καλύτερα στον ιερό Δοσίθεο για τον τρόπο που σε ανέθρεψε! Για τους λόγους αυτούς και για άλλους πολλούς ακόμη σε τίμησαν και οι άνθρωποι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας με το αξίωμα του καρδιναλίου και αργότερα με εκείνο του πατριάρχη της έως πριν λίγο –αλίμονο!– Βασιλεύουσας. Επιπλέον, κρίθηκες άξιος να αναλάβεις το ύπατο αξίωμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και θα τα κατάφερνες, αν δε σε εμπόδιζε η κακοπραγία του έθνους μας. Μάλλον ο Θεός που τα βλέπει όλα καθαρά είχε άλλα σχέδια, τα οποία δεν μπορεί να συλλάβει η ανθρώπινη γνώση. Έναν τέτοιον και τόσο μεγάλον άνδρα απάλλαξε από τη ζωή ο Θεός και τον μετέτρεψε από φθαρτό σε άφθαρτο, σύμφωνα με τη φύση, σαν να μην ήμασταν άξιοι να απολαμβάνουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα μια τέτοια ομορφιά.]