The Byzantine monk Petrus Siculus (9th C.) accounts the activity of Symeon-Titos:
Καὶ δὴ ἐν ὅλοις ἔτεσιν εἴκοσι καὶ ἑπτὰ διατρίψας ἐκεῖσε, πολλοὺς τῶν ἐγχωρίων πλανήσας, ἀξίαν τῆς ἑαυτοῦ διδασκαλίας τὴν καταστροφὴν τοῦ βίου ἐδέξατο. Ὁ γὰρ βασιλεύς, οὐκ οἶδ’ ὅπως μαθὼν τὰ κατ’ αὐτόν, ἀποστέλλει βασιλικόν τινα, Συμεῶνα καλούμενον, παραγγείλας αὐτῷ λιθοβολῆσαι τὸν τῆς κακίας ἐργάτην, τοὺς δὲ μαθητὰς αὐτοῦ ὡς ἐξ ἀγνοίας ἀπατηθέντας ἐν ἐκκλησίαις θεοῦ πρὸς ἐπιστροφὴν παραδοθῆναι καὶ διόρθωσιν, εἰ καὶ ἀδιόρθωτοι ἔμειναν· ὅπερ καὶ γέγονεν. Ἐλθὼν γὰρ ὁ Συμεών, καὶ παραλαβὼν μεθ’ ἑαυτοῦ τινα τῶν ἐκεῖσε ἀρχόντων τοὔνομα Τρύφωνα, καὶ γενόμενος ἐπὶ τοῦ τόπου, συλλαμβάνει τοὺς πάντας καὶ, ἐνέγκας αὐτοὺς κατὰ τὸ νότιον μέρος τοῦ κάστρου Κολωνείας, ἵστησι τὸν δείλαιον, καὶ τοὺς αὐτοῦ μαθητὰς κατέναντι αὐτοῦ, οἷς καὶ παρεκελεύσατο λιθοβολῆσαι αὐτόν. Οἱ δὲ τοὺς λίθους λαμβάνοντες, καὶ ὡς πρὸς τὰς ἑαυτῶν ζώνας τὰς χεῖρας προσκλίνοντες, ὀπισθοφανῶς τῆς χειρὸς τοὺς λίθους ἠκόντιζον, φειδόμενοι τοῦ οἰκείου διδασκάλου, ὡς ἅτε δὴ ἐκ θεοῦ ἀποσταλέντος αὐτοῖς. Οὗτος οὖν ὁ Σαλοάνους πρὸ χρόνων τινῶν Ἰοῦστόν τινα καλούμενον εἰς υἱοθεσίαν λαβών, καὶ τὴν μανιχαϊκὴν διδάξας αἵρεσιν, ἀξίαν τῆς ἀνατροφῆς καὶ διδασκαλίας τὸ τηνικάδε παρ’ αὐτοῦ τὴν ἀμοιβὴν ἐδέξατο. Ἐπιταχθεὶς γὰρ παρὰ τοῦ βασιλικοῦ ὁ Ἰοῦστος καὶ δραξάμενος λίθον, ὡς νέον Γολιὰθ τοῦτον πατάξας ἀπέκτεινεν· καὶ ἦλθεν ἐπ’ αὐτῷ ἡ δαυϊτικὴ φωνὴ ἡ λέγουσα· «Λάκκον ὤρυξεν καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν», καὶ «ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ.» Ὁ δὲ τόπος ἐκεῖνος διὰ τοὺς συναχθέντας ἐπ’ αὐτῷ λίθους Σωρὸς ἐκλήθη μέχρι τῆς σήμερον. Κατὰ δὲ τὴν τοῦ βασιλέως κέλευσιν ὁ Συμεὼν τοὺς μαθητὰς Κωνσταντίνου ἐν ἐκκλησίαις θεοῦ πρὸς ἐπιστροφὴν παραδέδωκεν. Ἀλλ’ ἔμειναν ἀνεπίστροφοι, μᾶλλον ἑλόμενοι συναποθνῄσκειν τῇ ἑαυτῶν κακίᾳ ἢ διὰ μετανοίας τὸν θεὸν ἐξιλεώσασθαι καὶ σωτηρίας αἰωνίου ἐπιτυχεῖν. Οὓς ἀνακρίνας ὁ Συμεὼν καὶ ἀμύητος ὢν θεϊκῆς παιδεύσεως, μᾶλλον δὲ κοῦφος ταῖς φρεσὶν ὑπάρχων, τὴν ὀλεθρίαν ταύτην ἔμαθεν αἵρεσιν. Καὶ ἀνακάμψας πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τριετῆ χρόνον ἐπιμείνας ἐν Κωνσταντινουπόλει, οἴκοι μένων, τελείως ἐνεργηθεὶς ὑπὸ τοῦ διαβόλου, καταλιπὼν ἅπαντα, λαθραῖως ἀπέδρα, καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν λεχθεῖσαν Κίβοσσαν τοὺς μαθητὰς ἐπισυναγάγει Κωνσταντίνου καὶ γίνεται τῆς κακίας διάδοχος· εὐδοξίαν τε ὡς καὶ οἱ πρὸ τούτου ἑαυτῷ πραγματευόμενος, Τίτον ἑαυτὸν ἐπονομάζει. Ἐγὼ δὲ τοῦτον οὐ Τίτον λέξω· οὐ γὰρ ἦν μιμητὴς Τίτου τοῦ ἐν Κρήτῃ ὑπὸ Παύλου τοῦ ἀποστόλου χειροτονηθέντος ἐπισκόπου, ἀλλὰ Κῆτος· μιμητὴς γὰρ γέγονε τοῦ θαλασσίου κήτους τοῦ τοῖς ὕδασιν ἐμφωλεύοντος. Περὶ γὰρ τοῦ θαλασσίου κήτους φασί τινες ὅτι τὸ θαλάσσιον κῆτος ἀσπιδοχελώνη λέγεται· ἔστι δὲ τῷ μεγέθει νήσῳ ἐοικὸς καὶ φωνὴν ἔχει βαρεῖαν· ὅθεν ἀγνοοῦντες οἱ ναῦται ἐπ’ αὐτῷ τὰς ἀγκύρας τιθέασι, καὶ πηγύντες πασσάλους τὰ πλοῖα δεσμεύουσιν· ἐπὰν δὲ ἀνάψωσιν ἐπ’ αὐτῷ κάμινον, θερμανθὲν τὸ ζῷον, ἀθρόως καταδυέν, πάντας εἰς βυθὸν ἀποπνίγει. Οὕτως οὖν καὶ οὗτος, τοὺς ἀγνοήσαντας αὐτοῦ τῆς κακίας τὸ μέγεθος, καὶ τὴν βαρεῖαν φωνὴν μὴ ἐκκλίναντας, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπακούσαντας, ἐπ’ αὐτῷ τε τῆς ἐλπίδος τὴν ἄγκυραν θεμένους, πάντας διὰ πυρὸς εἰς βυθὸν Ἅιδου κατήγαγεν· διὰ πυρὸς γὰρ λέλυται σὺν τοῖς μετ’ αὐτοῦ πλανηθεῖσιν καὶ πρὸς πῦρ ἐξεδήμησεν ἄσβεστον. Τριετῆ γὰρ ἐκεῖσε τελέσας χρόνον καὶ πολλούς ἀπατήσας, ὕστερον συζητήσεως γενομένης καὶ λόγων πολλῶν κινουμένων μεταξύ Ἰούστου τοῦ προμνημονευθέντος, τοῦ τῇ λίθου βολῇ τὸν Κωνσταντίνον πατάξαντος, καὶ Συμεῶνος τοῦ καὶ Κήτους, περὶ τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ τοῦ ἐν τῇ πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολῇ κειμένου τοῦ φάσκοντος· «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τά τε ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται· καὶ αὐτός ἐστι πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν». Εἶτα διενισταμένου τοῦ Ἰούστου καὶ λέγοντος· «Ἄρα μήπως ἀπατῶμεν τοὺς λαοὺς καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων ἀσυνέτως ἀπόλλομεν, ἕτερα διδάσκοντες παρὰ τὰ ἀποστολικὰ ῥήματα, ὧν ψυχῶν τὸ κρῖμα ἐπὶ τῆς φοβερᾶς δίκης ἡμεῖς ἀποτίσομεν;» ὁ Συμεὼν οὐκ ἐπείθετο, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπέμενεν διαστρέφων, ὡς ἔθος ἦν αὐτῷ, ὧδε κἀκεῖσε τοῦ λόγου τὴν ἑρμηνείαν ἄγων. Καὶ γενομένης φιλονεικίας μεγάλης μεταξύ Ἰούστου και τοῦ Συμεῶνος, ὁ Ἰοῦστος ἀνέρχεται πρὸς τὸν ἐπίσκοπον Κολωνείας, καὶ τὴν δύναμιν τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ μαθεῖν βουλόμενος, ἀνήγγειλεν αὐτῷ πάντα περί τε ἑαυτοῦ καὶ τῶν λοιπῶν τῶν συνόντων αὐτῷ καὶ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος μηδὲν μελλήσας ἀνήγαγε περὶ τούτων τῷ βασιλεῖ Ἰουστινιανῷ, τῷ μετὰ Ἡράκλειον βασιλεύσαντι. Μαθὼν δὲ ὁ βασιλεύς ἐκέλευσε πάντας ὑφὲν ἀνακριθῆναι, καὶ τοὺς ἐμμείναντας τῇ πλάνῃ πυρὶ παραδοθῆναι· ὅπερ καὶ γέγονεν. Πλησίον γὰρ τῆς Σωροῦ πυρὰν μεγάλην ἀνάψαντες ἄρδην κατέφλεξαν ἅπαντας.
[Στην Κίβοσσα παρέμεινε επί 27 έτη, παραπλανώντας πολλούς ντόπιους, αλλά ο θάνατός του ήταν άξιος της διδασκαλίας του. Όταν ο αυτοκράτορας έμαθε, δεν ξέρω πώς, τα σχετικά με τον Κωνσταντίνο, έστειλε έναν αυτοκρατορικό πράκτορα ονόματι Συμεών με την εντολή να λιθοβολήσει τον πρωτεργάτη της αίρεσης και τους μαθητές του, οι οποίοι είχαν εξαπατηθεί από άγνοια, να τους παραδώσει στις εκκλησίες του Θεού για να επιστρέψουν στην ορθόδοξη πίστη, αν και τελικά δεν διορθώθηκαν. Αυτό και έγινε. Φτάνοντας ο Συμεών στην Κίβοσσα, πήρε μαζί του έναν από τους τοπικούς αξιωματούχους, τον Τρύφωνα, συνέλαβε όλους τους αιρετικούς και, αφού τους συγκέντρωσε στο νότιο μέρος του κάστρου της Κολώνειας, έστησε τον δύστυχο Κωνσταντίνο απέναντι από τους μαθητές του και τους διέταξε να τον λιθοβολήσουν. Αυτοί, όμως, παίρνοντας τις πέτρες στα χέρια τους, έστρεφαν τα χέρια προς τα κάτω και έκαναν πως πετούν την πέτρα, ενώ την έριχναν προς τα πίσω, λυπούμενοι τον δάσκαλό τους που τον πίστευαν σταλμένο από τον Θεό. Αυτός λοιπόν ο «Σαλεμένος Νους» είχε υιοθετήσει πριν από κάποια χρόνια κάποιον Ιούστο και του είχε διδάξει την πίστη των Μανιχαίων· ο Ιούστος, όμως, του ξεπλήρωσε τώρα την ανατροφή και τη διδασκαλία όπως ακριβώς το άξιζε, διότι, όταν τον διέταξε ο Συμεών, πήρε πέτρα και κτύπησε τον Κωνσταντίνο σαν να ήταν νέος Γολιάθ. Και ακούστηκε η φωνή του Δαβίδ να λέει: «Άνοιξε λάκκο και τον ανέσκαψε» και «το κακό του θα επιστρέψει στο κεφάλι του». Το δε μέρος εκείνο μέχρι σήμερα ονομάζεται Σωρός, λόγω των λίθων που συσσωρεύτηκαν εκεί. Σύμφωνα δε με την εντολή του αυτοκράτορα, ο Συμεών παρέδωσε τους μαθητές του Κωνσταντίνου στις εκκλησίες του Θεού για να μετανοήσουν. Αυτοί όμως έμειναν αμετανόητοι, προτιμώντας περισσότερο να πεθάνουν λόγω της κακίας τους, παρά να εξιλεωθούν στα μάτια του Θεού και να πετύχουν την αιώνια σωτηρία με τη μετάνοια. Ο Συμεών τούς ανέκρινε και, όντας ανεκπαίδευτος στα θεολογικά ζητήματα και μάλλον ελαφρόμυαλος, διδάχθηκε την καταστροφική αίρεσή τους. Επέστρεψε στον αυτοκράτορα και, αφού έμεινε στην Κωνσταντινούπολη για τρία χρόνια κλεισμένος στο σπίτι του, τον κατέλαβε ο διάβολος και εγκατέλειψε τα πάντα και απέδρασε κρυφά και, φτάνοντας στην Κίβοσσα, συγκέντρωσε τους μαθητές του Κωνσταντίνου και τον διαδέχθηκε στην κακία· θέλοντας δε να αποκτήσει καλό όνομα, όπως έκαναν και οι πριν από αυτόν, ονόμασε τον εαυτό του Τίτο. Εγώ, όμως, δεν θα τον αποκαλέσω Τίτο, διότι δεν ήταν μιμητής του Τίτου που είχε χειροτονήσει επίσκοπο Κρήτης ο Απόστολος Παύλος, αλλά Κήτος, διότι μιμήθηκε το θαλάσσιο κήτος που παραμονεύει στη θάλασσα. Για το θαλάσσιο αυτό κήτος λένε ορισμένοι ότι ονομάζεται ασπιδοχελώνη· είναι στο μέγεθος παρόμοιο με νησί και έχει βαριά φωνή· αυτό παραπλανά τους ναύτες και ρίχνουν άγκυρα πάνω του και, μπήγοντας πασσάλους, δένουν τα πλοία. Όταν, όμως, ανάψουν καμίνι πάνω του, τότε το ζώο ζεσταίνεται και καταδύεται ταχύτατα και τους παρασύρει όλους στο βυθό και πνίγονται. Έτσι λοιπόν και αυτός, όλους όσοι δε γνώριζαν το μέγεθος της κακίας του και δεν απομακρύνθηκαν από τη βαριά φωνή του, αλλά μάλλον υπάκουσαν σε αυτήν και έριξαν πάνω του την άγκυρα της ελπίδας τους, τους βούλιαξε στο βυθό του Άδη με τη φωτιά· διότι από φωτιά έχασε τη ζωή του μαζί με όσους απατήθηκαν από αυτόν και αποδήμησε στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ. Στην Κίβοσσα παρέμεινε για τρία χρόνια και εξαπάτησε πολλούς. Ύστερα όμως, κατά τη διάρκεια συζήτησης, ήρθαν στα λόγια ο προαναφερθείς Ιούστος, αυτός που χτύπησε τον Κωνσταντίνο με την πέτρα, και ο Συμεών το Κήτος σχετικά με ένα αποστολικό χωρίο στην προς Κολοσσαείς επιστολή που έλεγε: «Ότι χάρη σε Αυτόν χτίστηκαν τα πάντα, όσα είναι στον ουρανό και τη γη, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε αρχές είτε εξουσίες· τα πάντα χτίστηκαν μέσω Αυτού και γι’ Αυτόν· και Αυτός είναι πριν απ’ όλα και τα πάντα συνίστανται σε Αυτόν». Έπειτα, ενώ ο Ιούστος σηκώθηκε και έλεγε «Μήπως λοιπόν παραπλανούμε τον κόσμο και ασύνετα προκαλούμε την απώλεια των ψυχών των ανθρώπων διδάσκοντας πράγματα διαφορετικά από αυτά που λέει ο Απόστολος και τις αμαρτίες των ψυχών αυτών θα τις πληρώσουμε εμείς όταν έλθει η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας;», ο Συμεών δεν πειθόταν, αλλά μάλλον επέμενε να διαστρέφει, όπως το συνήθιζε, την έννοια του κειμένου. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκρουστούν ο Ιούστος με τον Συμεών και ο πρώτος να προσφύγει στον επίσκοπο Κολωνείας, θέλοντας να μάθει τη δύναμη του ρητού του Αποστόλου· παράλληλα του αποκάλυψε τα πάντα για τον εαυτό του και τους άλλους που συμμετείχαν στη διδασκαλία. Ο επίσκοπος χωρίς καθυστέρηση τα ανέφερε όλα στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ο οποίος βασίλευσε μετά τον Ηράκλειο. Μαθαίνοντάς το ο αυτοκράτορας, διέταξε να ανακριθούν ομαδικά και όσοι επέμεναν στην αίρεσή τους να καούν. Αυτό ακριβώς και έγινε: αμέσως άναψαν μεγάλη πυρά κοντά στη Σωρό και τους έκαψαν όλους.]
«Pierre de Sicilie, Histoire», in Astruc, Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), pp. 43.25-47.16.
Peter Hegoumenos (possibly Petrus Siculus under another name) mentions Symeon-Titos:
Μετὰ δὲ Κωνσταντῖνον τὸν καὶ Σιλουανόν, δεύτερον ἔσχον διδάσκαλον, Συμεῶνα καλούμενον, μετονομάσαντα δὲ ἑαυτὸν Τίτον.
[Μετά τον Κωνσταντίνο-Σιλουανό απέκτησαν δεύτερο διδάσκαλο, τον λεγόμενο Συμεών, που ονόμασε τον εαυτό του Τίτο.]
«Pierre l'Higoumène, Précis sur les Pauliciens», in Astruc, Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), p. 82.1-2.
Symeon-Titos counted among the teachers of the Paulicians:
Μάνεντα τοίνυν καὶ Παῦλον καὶ Ἰωάννην, καὶ ἄλλους οὓς ἐάν τις εἴπῃ αὐτοῖς, προθύμως ἀναθεματίζουσιν. Κωνσταντῖνον δὲ τὸν Σιλουανὸν ἐπικληθέντα, καὶ Συμεὼν τὸν καὶ Τίτον, καὶ Γεγνέσιον τὸν καὶ Τιμόθεον, καὶ Ἰωσὴφ τὸν καὶ Ἐπαφρόδιτον, καὶ Βαάνην τὸν ρυπαρόν, καὶ Σέργιον τὸν καὶ Τυχικόν, ὡς διδασκάλους αὐτῶν οὐδαμῶς ἀναθεματίζουσιν, ἀλλ’ ἔχουσιν αὐτοὺς ὥσπερ ἀποστόλους Χριστοῦ.
[Τον Μάνη, λοιπόν, και τον Παύλο και τον Ιωάννη και όποιους άλλους αναφέρει κάποιος στους Παυλικιανούς αυτοί τους αναθεματίζουν με προθυμία. Όμως τον Κωνσταντίνο που ονομάστηκε Σιλουανός και τον Συμεών-Τίτο και τον Γεγνέσιο-Τιμόθεο και τον Ιωσήφ-Επαφρόδιτο και τον Βαάνη τον Ρυπαρό και τον Σέργιο-Τυχικό δεν τους αναθεματίζουν διότι είναι διδάσκαλοί τους και τους έχουν όπως ακριβώς τους Αποστόλους του Χριστού.]
«Pierre l'Higoumène, Précis sur les Pauliciens», in Astruc, Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), p. 83.1-5.
Patriarch Photios (9th C.) accounts the events regarding Symeon-Titos:
Ἀλλ’ εἴκοσι μὲν καὶ ἑπτὰ διατρίψας ἔτη ὅλα ἐν οἷς εἴρηται τόποις τὸ λαοπλανὲς ἐκεῖνο καὶ κακομήχανον τέρας, πολλούς τε τῶν ἐγχωρίων τῆς αὐτῆς μετασχεῖν παρασκευάσας λύμης, καὶ κατάφωρος ἐφ’ οἷς ἐθεομάχει γεγονὼς καὶ λίθων βολαῖς τὴν δίκην ὑποσχὼν ἔδυ εἰς Ἅιδου. Κωνσταντῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς τὰ κατ’ αὐτὸν ἀναπεπυσμένος στέλλει τινὰ τοὔνομα Συμεῶνα τὸν μὲν λαοπλάνον ὑπαγαγεῖν τῇ δίκῃ, ὅσοι δὲ τῆς ἐκείνου πλάνης μετέσχον, εἶτα ταύτης ἀφίστανται καὶ τὴν τῶν μετανοούντων χώραν ὁλοψύχως ἀναπληροῦσιν, τούτους ἄρα πρὸς μάθησιν τῶν ὀρθῶν δογμάτων καὶ κατάγνωσιν ἐπὶ πλέον τῆς ἀποστασίας ταῖς τοῦ θεοῦ προσκαρτερεῖν παραδοῦναι ἐκκλησίαις. Καταλαβὼν δὲ ὁ ἀπεσταλμένος τὴν χώραν ἐν ᾗ τὸ τῆς πλάνης ἠνέῳκτο ἐργαστήριον, καὶ συμπαραλαβών τινα τῶν ἐκεῖσε ἐπαρχόντων, Τρύφων ἦν τῷ ἀνδρὶ ὄνομα, συλλαμβάνει μὲν τοὺς ἠπατημένους, συλλαμβάνει δὲ καὶ τὸν τῆς ἀπωλείας διδάσκαλον, καὶ τοὺς μὲν πρὸς μετάνοιαν ὁλοψύχως ὁρῶντας, ἢ δοκοῦντας ὁρᾶν, τῶν τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν τοῖς ἐφόροις ἐνεχείριζεν, τοὺς δ’ ἔτι πνέοντας τὴν ἀποστασίαν ὑφ’ ἓν ποιησάμενος καὶ εἰπὼν ἃ τοῖς τοιούτοις ἀκούειν ἥρμοζεν, σκοπὸν μὲν αὐτοῖς προτίθησι τὸν καθηγεμόνα τῆς πλάνης, αὐτοὺς δὲ βάλλειν προστάσσει τοῖς λίθοις. Ἀλλ’ οἱ μὲν ἄλλοι ὀκνηρότερόν πως ἥπτοντο τοῦ ἔργου, Ἰοῦστος δέ τις ὄνομα, υἱὸς κατὰ θέσιν πεποιημένος τῷ Κωνσταντίνῳ, παρ’ ᾧ καὶ τὴν μανιχαϊκὴν αἵρεσιν ἐμαθητεύθη, ὃς ἐπιγνούς, ὡς ἔοικεν, εἰς οἷον αὐτὸν βάραθρον ὁ διδάσκαλος ἐμβεβλήκει, χειροπλήθη λίθον λαβὼν καὶ πληγὴν καιρίαν τῷ κακῷ διδασκάλῳ ἐντεινάμενος, τοῦ ζῆν τὸν ἄθλιον ἀθλίως ἀπήλασεν· μεθ’ ὃν καὶ τὸ λοιπὸν πλῆθος συνεπιθέμενοι τῷ ἔργῳ σωρὸν λίθων τὸ πτῶμα εἰργάσαντο, ὡς καὶ μέχρι νῦν ἐκεῖθεν Σωρὸν ἐπίκλησιν τὸν χῶρον λαχεῖν. Οἱ μέντοι ταῖς τοῦ θεοῦ παρατεθέντες ἐκκλησίαις τόγε πλεῖστον αὐτῶν ἀντὶ τῆς ἐπιστροφῆς τὸ ἀδιόρθωτον ἐπεδείξαντο, καὶ ὅγε ταλαίπωρος Συμεών, ἀμαθής τε ὢν σωτηρίου διδάγματος καὶ ἄλλως τὰς φρένας κοῦφος καὶ εὐπαράγωγος, λογοθετῶν καὶ ἀναπυνθανόμενος τὰ κατὰ τοὺς ἀποστάτας, ἀντὶ τοῦ μεταβαλεῖν τινας πρὸς τὸ τῆς εὐσεβείας φρόνημα, αὐτὸς εἰς τὴν ἐκείνων ὀλέθριον θρησκείαν μετέβαλεν. Πράξας δ’ οὖν ἅπερ εἴρηται καὶ ἀναδραμὼν πρὸς τὸν ἀπεσταλκότα βασιλέα, καὶ κρύπτων ἔνδον πάντα ῥαγῆναι ἤδη καὶ πρὸς τὰ ἔξω ἐβιάζετο, ἀπαίρει λάθρᾳ τῆς βασιλίδος καὶ εἰς τὴν προειρημένην Κίβωσσαν παραγεγονὼς ἀθροίζει μὲν τοὺς ὁμιλητὰς Κωνσταντίνου, ὃν αὐτὸς ἐκ προστάγματος ἀνεῖλεν, διδάσκαλον δὲ καὶ διάδοχον αὐτὸς ἑαυτὸν τῆς ἀποστασίας προκαθίζει· κατὰ μίμησιν δὲ τῶν πρὸ αὐτοῦ τῆς ἀποστασίας ἐξάρχων καὶ τὴν κλῆσιν εἰς Τίτον μετέθετο. Τρεῖς δέ γ’ ἐνιαυτοὺς ἐν τῇ τοιαύτῃ διατελέσας πλάνῃ καὶ πολλοὺς ἀπὸ τῆς εὐσεβείας συλαγωγήσας, ἐπεὶ τὰ τοιαῦτα πράττων ἑάλω, τὸν διὰ πυρὸς ἀπέτισεν ὄλεθρον, αὐτός τε καὶ τῶν παρ’ αὐτοῦ μυσταγωγηθέντων ὅσους εἷλεν τὸ ἀμεταμέλητον. Ὁ γάρ τοι προειρημένος Ἰοῦστος, οὗ χειρὸς ἔργον ὁ τοῦ ἀποστάτου κατέστη θάνατος, μετὰ πολλὰς ἄλλας, οἷα εἰκός, ὁμιλίας τε καὶ συζητήσεις τὸ ἀποστολικὸν προβαλλόμενος λόγιον τὸ φάσκον· «Ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα, τὰ ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι· τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἐκτίσθη, καὶ αὐτός ἐστιν πρὸ πάντων καὶ τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν», τοῦτο δὴ προβεβλημένος τὸ ῥητὸν ἀντανίστατο τῷ Συμεῶνι φάσκων ὡς ἄρα μήποτε αὐτοί τε ἠπατημένοι εἶεν καὶ τοὺς ἑπομένους συναπατῶσιν, οὐ τὸν ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς θεὸν ἀληθῶς καὶ πατέρα τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιγράφοντες, ἀλλὰ παρὰ τοῦτον ἕτερόν τινα, ὃν τὰ ἀποστολικὰ οὐκ ἐπίσταται λόγια. Ἐκ ταύτης δὲ τῆς κινήσεως ἔριδος αὐτοῖς καὶ μάχης ἀσπόνδου συστάσης, πρόσεισιν ὁ Ἰοῦστος τῷ Κολωνείας ἐπισκόπῳ, ὡς ἂν τὴν διάνοιαν τοῦ ἀποστολικοῦ ῥητοῦ καταλάβοι σαφέστερον, καὶ ἀνακαλύπτει πάντα ὅσα αὐτῷ τε καὶ τοῖς συνοῦσιν διεπράττετο, ὁ δὲ ἀναφέρει ταῦτα τῷ βασιλεῖ, Ἰουστινιανὸς δὲ ἦν, ὁ μετὰ Ἡράκλειον τὴν βασιλείαν διαδεξάμενος· καὶ ὃς ἐρεύνῃ καὶ κρίσει δικαίᾳ τὰ κατ’ αὐτοὺς ὑποβληθῆναι κελεύσας, τούς τε ἀμεταμελήτως ἔχοντας καὶ τοὺς μετάνοιαν πάλαι μὲν ἐπαγγειλαμένους, ὁμοίως δὲ τὴν ἑαυτῶν ἀποστασίαν περιέποντας, τὸν διὰ πυρὸς ὑποστῆναι προσέταξεν θάνατον. Καὶ τὸ μὲν ἄλλο πλῆθος ἅμα Συμεῶνι τῷ καὶ Τίτῳ, οὕτω τοῦ ζῆν πικρῶς ἐστερήθησαν,…
[Αλλά, έχοντας παραμείνει σε εκείνο το μέρος επί 27 έτη το λαοπλάνο εκείνο και απατηλό τέρας, και έχοντας πείσει πολλούς ντόπιους να συμμετάσχουν στη βρομιά του, συνελήφθη για την αιρετική του πίστη και τιμωρήθηκε με λιθοβολισμό και βούλιαξε στον Άδη. Διότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έμαθε τη δράση του και έστειλε εκεί κάποιον ονόματι Συμεών για να δικάσει τον λαοπλάνο και να παραδώσει στις εκκλησίες του Θεού, για να διδαχθούν την ορθόδοξη πίστη και να συνειδητοποιήσουν την αίρεσή τους, όσους είχαν λάβει μέρος στην πλάνη του Κωνσταντίνου και έπειτα απομακρύνθηκαν και δήλωσαν ότι μετανοούν. Ο απεσταλμένος έφτασε στην περιοχή όπου είχε ανοίξει το εργαστήριο της απάτης και, παίρνοντας μαζί του έναν από τους ντόπιους άρχοντες ονόματι Τρύφωνα, συλλαμβάνει τους αιρετικούς και τον διδάσκαλο της απωλείας, και τους μεν, όσοι ολόψυχα ήθελαν να μετανοήσουν ή φαινόταν να ήθελαν, παραδίδει στους επιτρόπους των εκκλησιών, όσους όμως παρέμεναν πιστοί στην αίρεση τους συγκέντρωσε και, λέγοντάς τους όσα ταιριάζει να ακούνε τέτοιοι άνθρωποι, έστησε απέναντί τους ως στόχο τον αρχηγό της αίρεσης και τους διέταξε να τον λιθοβολήσουν. Αλλά οι μεν άλλοι το έκαναν με κάποια οκνηρία, ο Ιούστος όμως, θετός γιος του Κωνσταντίνου και μυημένος από αυτόν στην αίρεση των Μανιχαίων, γνωρίζοντας, όπως φάνηκε, σε ποιον γκρεμό τον είχε ρίξει ο δάσκαλός του, παίρνει στα χέρια του μια μεγάλη πέτρα και με αυτήν πλήγωσε καίρια τον ταλαίπωρο και του στέρησε τη ζωή. Κατόπιν και όλοι οι υπόλοιποι ακολούθησαν το παράδειγμά του και κάλυψαν το πτώμα με ένα σωρό από πέτρες, γι' αυτό και έως σήμερα το μέρος εκείνο ονομάζεται Σωρός. Το μεγαλύτερο μέρος όσων παραδόθηκαν στις εκκλησίες του Θεού επέλεξαν να παραμείνουν αδιόρθωτοι αντί να μετανοήσουν, ο δε ταλαίπωρος Συμεών, όντας αμαθής στα θεολογικά ζητήματα και παράλληλα ελαφρόμυαλος και ευεπηρέαστος, ανακρίνοντας και ρωτώντας τους αιρετικούς τα σχετικά με την πίστη τους, αντί να πάρει κάποιους με το μέρος της ορθοδοξίας, προσηλυτίστηκε ο ίδιος στην καταστροφική θρησκεία τους. Φέρνοντας, λοιπόν, σε πέρας όσα είπαμε και επιστρέφοντας στον αυτοκράτορα που τον είχε στείλει, έκρυβε μέσα του το θηρίο και το περιέθαλπε για τρία χρόνια. Κατόπιν, όταν το θηρίο τού είχε καταφάει τα σωθικά και ήθελε να εκραγεί και να βγει προς τα έξω, ο Συμεών έφυγε κρυφά από τη Βασιλεύουσα και έφτασε στην προαναφερθείσα Κίβωσσα, όπου συγκέντρωσε τους μαθητές του Κωνσταντίνου, τον οποίον αυτός είχε εκτελέσει κατόπιν εντολής, και τοποθέτησε τον εαυτό του στη θέση του διδασκάλου και του διαδόχου στην αίρεση· μιμούμενος δε τους πριν από αυτόν αρχηγούς της αίρεσης, άλλαξε το όνομά του σε Τίτος. Στην πλάνη αυτή παρέμεινε για τρία χρόνια και πολλούς απέσπασε από την ορθή πίστη, όταν όμως συνελήφθη να τα κάνει αυτά τιμωρήθηκε με θάνατο στην πυρά και αυτός και από τους μαθητές του όσοι δε μεταμελήθηκαν. Ο λόγος ήταν ότι ο Ιούστος, από τα χέρια του οποίου πέθανε ο Κωνσταντίνος-Σιλουανός, μετά από πολλές άλλες, όπως φαίνεται, ομιλίες και συζητήσεις, προέβαλε το αποστολικό χωρίο που λέει: «Ότι χάρη σ' Αυτόν χτίστηκαν τα πάντα, και όσα είναι στον ουρανό και όσα είναι στη γη, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε αρχές είτε εξουσίες· τα πάντα χτίστηκαν μέσω Αυτού και γι' Αυτόν· και Αυτός είναι πριν απ' όλα και τα πάντα συνίστανται σε Αυτόν», και προβάλλοντας το χωρίο αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τον Συμεών, απορώντας μήπως αυτοί οι ίδιοι είχαν εξαπατηθεί και απατούσαν και όσους τους ακολουθούσαν με το να μην θεωρούν τον ποιητή ουρανού και γης αληθινό θεό και πατέρα του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, αλλά κάποιον άλλο διαφορετικό από αυτόν, κάποιον που δε γνωρίζει τα λεγόμενα του Αποστόλου. Από την πράξη αυτή ξεκίνησε διαμάχη και σφοδρή σύγκρουση ανάμεσά τους. Εξαιτίας της ο Ιούστος κατέφυγε στον επίσκοπο Κολωνείας για να του εξηγήσει σαφέστερα το νόημα της αποστολικής ρήσης και του αποκάλυψε όλα όσα έπραττε ο ίδιος και οι σύντροφοί του. Ο επίσκοπος τα ανέφερε αυτά στον αυτοκράτορα (ήταν ο Ιουστινιανός, που διαδέχθηκε στη βασιλεία τον Ηράκλειο) και αυτός έδωσε εντολή να υποβληθούν σε έρευνα και δίκαιη δίκη και όσοι δε μεταμελούσαν ή είχαν δηλώσει ότι μετανοούν αλλά παρέμειναν αιρετικοί διέταξε να πεθάνουν στην πυρά. Μεγάλο μέρος των αιρετικών βρήκε τέτοιο φρικτό θάνατο μαζί με τον Συμεών, τον λεγόμενο Τίτο,…]
«Photius, Récit de la réapparition des Manichéens», in Astruc, Ch. et al. (eds), “Les sources grecques pour l'histoire des Pauliciens d'Asie Mineure”, Travaux et Mémoires 4 (1970), pp. 143.4-145.20.