1. Η σχέση ελαιουργίας και σαπωνοποιίας
Οι εξαγωγές των σαπουνιών έρχονταν τρίτες στο εξαγωγικό εμπόριο του Αϊβαλιού μετά την εξαγωγή του ντόπιου λαδιού και των κατεργασμένων δερμάτων, και επέφεραν αυξημένα κέρδη τόσο στους παραγωγούς όσο και σε όσους ασχολούνταν με την εμπορία του προϊόντος. Η ανάπτυξη της συγκεκριμένης βιομηχανικής παραγωγής συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη της ελαιουργίας στην περιοχή, στο βαθμό που η πρώτη ύλη για την παραγωγή του προϊόντος ήταν το λάδι.1
Ειδικότερα, για την κατασκευή των σαπουνιών χρησιμοποιούνταν τα «απόλαδα» της ελαιουργίας, δηλαδή τα λάδια δεύτερης ποιότητας, καθώς και τα πυρηνέλαια, που παρασκευάζονταν σε ειδικά εργοστάσια της πόλης ύστερα από την κατεργασία των ελαιοπυρήνων. Οι τελευταίοι ήταν τα υπολείμματα του καρπού του ελαιοκάρπου που παρέμεναν στα χειροκίνητα ή ατμοκίνητα υδραυλικά πιεστήρια των ελαιοτριβείων. Αυτά τα υπολείμματα, μετά και την τελική σύνθλιψή τους, κατόρθωναν να τα εκχυλίζουν μέσω της χρήσης χημικών υγρών ή και του ατμού σε κατάλληλα εργοστάσια, παράγοντας έτσι μικρές ποσότητες λαδιού, το πυρηνέλαιο. Η μικρή παραγωγή αυτού του τύπου λαδιού οφειλόταν στο γεγονός ότι η αρχική σύνθλιψη του ελαιοκάρπου στα ελαιοτριβεία της πόλης γινόταν όσο το δυνατό πιο τέλεια ώστε να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή λαδιού που ήταν και το βασικό ζητούμενο. Ωστόσο, στην ευρύτερη περιοχή ο όγκος των ποσοτήτων του ελαιοκάρπου ήταν τόσο μεγάλος ώστε και οι ελάχιστες ποσότητες ελαιοπυρήνων επαρκούσαν για τη σημαντική ανάπτυξη της σαπωνοποιίας. Μάλιστα, και από αυτές τις μικρές ποσότητες ελαιοπυρήνων υπήρχε περίσσευμα το οποίο μέσω της καύσης του σε ειδικά διαμορφωμένα καμίνια χρησίμευε ως φτηνή καύσιμη ύλη.
2. Παραγωγή και εμπορία
Έτσι, από τα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος της σαπωνοποιίας στο Αϊβαλί, ιδίως αφότου άρχισαν να λειτουργούν μεγάλα και σύγχρονα εργοστάσια παραγωγής σαπουνιών. Μέχρι το 1920 είχαν ιδρυθεί 15 μεγάλα εργοστάσια παρασκευής σαπουνιών τα οποία είχαν αυξημένες τεχνικές δυνατότητες παραγωγής, ενώ λειτουργούσαν και άλλα μικρότερα (περίπου 30) των οποίων ο εξοπλισμός ήταν πιο παρωχημένος.2 Από τα πιο γνωστά εργοστάσια της Ανατολής, τέτοιου τύπου ήταν εκείνο του Νικολαΐδη το οποίο παρασκεύαζε λάδια από τον πυρήνα και τα μεταποιούσε σε σαπούνια. Στο συγκεκριμένο εργοστάσιο εργάζονταν 1.000-2.000 εργάτες, ανάλογα με τη ζήτηση του προϊόντος κατά περιόδους. Μάλιστα, η προαναφερόμενη επιχείρηση διέθετε και δύο καράβια τα οποία μετέφεραν τις ποσότητες του προϊόντος κυρίως προς τη Ρωσία και επέστρεφαν φορτωμένα σιτηρά από τη χώρα αυτή.
Η αύξηση της ζήτησης του προϊόντος τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική αγορά, προκάλεσε την επιθυμία σε πολλούς εύπορους κατοίκους του Αϊβαλιού να ιδρύσουν βιομηχανικές μονάδες που θα δραστηριοποιούνταν στο συγκεκριμένο κλάδο. Για το σκοπό αυτό, έστελναν συχνά μέλη των οικογενειών τους ή συνεργάτες τους στη Μασσαλία προκειμένου να μαθητεύσουν και να αποκτήσουν εμπειρία όσον αφορά τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής που εφάρμοζαν τα εκεί εργοστάσια. Οι περισσότεροι από αυτούς μαθήτευαν στα ελληνικά εργοστάσια Ζαφειροπούλου τα οποία έδρευαν στη γαλλική πόλη.
Εκτός από τα σαπούνια από πυρηνέλαιο παρασκευάζονταν και πολυτελή λευκά σαπούνια από καθαρό λάδι, τα οποία ήταν ιδιαιτέρως φημισμένα στο εξωτερικό. Η εξαγωγή τους γινόταν από πολλά λιμάνια, κυρίως όμως από την Κωνσταντινούπολη που είχε αναδειχτεί σε κέντρο διανομής και αποστολής προς όλες τις διεθνείς αγορές. Η σημαντικότερη αγορά αυτών των σαπουνιών ήταν η ρωσική. Επίσης παρασκευάζονταν και αρωματικά λευκά ή χρωματιστά σαπούνια, τα οποία όμως είχαν μεγαλύτερη ζήτηση στην ντόπια αγορά. Τέλος, τα πυρηνοσάπουνα ήταν ευρείας κατανάλωσης λόγω του χαμηλού τους κόστους και προορίζονταν να καλύψουν την εσωτερική ζήτηση, ενώ ήταν περιζήτητα και στη Βουλγαρία. |
1. Τρακάκης, Γ., Η βιομηχανία εν Σμύρνη και εν τη Ελληνική Μ. Ασία (Σμύρνη 1920), σελ. 213-214. 2. Σολδάτος, Χ., Ο οικονομικός βίος των ελλήνων της Δυτικής Μ. Ασίας (Αθήνα 1994), σελ. 192. |