|
|
|
|
|
|
1. Τοποθεσία
Το Αγιασολούκ βρίσκεται κοντά στις εκβολές του ποταμού Καΐστρου (Küçük Menderes), στα ΝΑ της Σμύρνης σε απόσταση 56 χλμ., ΒΑ του Κουσάντασι σε απόσταση 15 χλμ. και στα ΒΔ του Αϊδινίου σε απόσταση 43 χλμ. Βρίσκεται κοντά στην αρχαία πόλη της Εφέσου και αποτελεί ουσιαστικά την συνέχεια του βυζαντινού οικισμού του Θεολόγου, ο οποίος αναπτύχθηκε γύρω από τον τειχισμένο ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή, όταν το λιμάνι της Εφέσου άρχισε να παρακμάζει λόγω των προσχώσεων του ποταμού.
2. Διοικητική υπαγωγή
Το Αγιασολούκ είχε κατακτηθεί από τους μουσουλμάνους Τούρκους ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα. Από το 1425, μετά την οριστική ενσωμάτωσή του στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ιδρύθηκε ο καζάς Αγιασολούκ, ο οποίος ανήκε στο Αϊδινίου. Έδρα του καζά ήταν η ομώνυμη πόλη. Στις αρχές της εποχής του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή έως το 1523, το Αγιασολούκ παραμένει καζάς που ανήκε στο του Αϊδινίου και στο εγιαλέτι Anadolu.1Αργότερα, το 1573, δεν ανήκε στο ίδιο σαντζάκι.2 Το 1671, στην εποχή της επίσκεψης του Εβλιά Τσελεμπή ήταν ασήμαντος καζάς που ανήκε στο σαντζάκι του Αϊδινίου.3 Tο 1831 παραμένει καζάς του σαντζακίου Αϊδινίου, καθεστώς που διατηρείται έως το 1876. Μετά το 1876 ο καζάς του Αγιασολούκ υποβαθμίζεται διοικητικά και γίνεται με έδρα πάντα το Αγιασολούκ, ο οποίος υπάγεται στον καζά του Κουσάντασι και στο σαντζάκι Σμύρνης.4 Στα τέλη του 19ου αιώνα, και ως τις 22 Μαΐου 1919, ο οικισμός του Αγιασολούκ ανήκε διοικητικά κατά σειρά στο του Αγιασολούκ, το του Κουσάντασι, το του Αϊδινίου και το βιλαέτι της Σμύρνης.
3. Ιστορία
Η ονομασία του οικισμού προερχόταν από την παραφθορά της λέξης Άγιος Θεολόγος. Ο οικισμός αυτός ονομάστηκε έτσι λόγω της παλιάς εκκλησίας του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου που βρισκόταν εκεί. Το Αγιασολούκ καταλήφθηκε για πρώτη φορά από τους Οθωμανούς το 1390. Το 1402 επιστράφηκε από τον Ταμερλάνο στους Aydınoğullar.5 Το 1425, εποχή του Μουράτ Β', τελικά το Αγιασολούκ καταλήφθηκε εκ νέου από τους Οθωμανούς και εντάχθηκε οριστικά στα εδάφη τους. Η ακμή της πόλης, η οποία ήταν οικονομικό κέντρο της περιοχής, συνεχίζεται κατά το 15ο αιώνα. Ακόμα και το 1470 το νομισματοκοπείο του Αγιασολούκ ήταν από τα σημαντικότερα της Αυτοκρατορίας. Από το 16ο αιώνα ξεκινά η παρακμή του Αγιασολούκ, η οποία το 17ο αιώνα ολοκληρώνεται. Αν και δεν έχουν εξακριβωθεί με βεβαιότητα οι αιτίες της παρακμής αυτής της περιόδου, είναι δυνατό να γίνουν κάποιες υποθέσεις σχετικά με αυτό το γεγονός. Ως γνωστόν ήταν πόλη-λιμάνι και οι οικονομικές της δραστηριότητες βασίζονταν στο εμπόριο. Εξαιτίας προσχώσεων στην περιοχή του λιμανιού, έφραξε το λιμάνι, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι εμπορικές συναλλαγές από τη θάλασσα. Αυτές οι εμπορικές δραστηριότητες μεταφέρθηκαν στα λιμάνια της Σμύρνης και του Κουσάντασι. Το 17ο αιώνα, εξαιτίας των προσχώσεων η περιοχή μετατράπηκε σε βάλτο, με αποτέλεσμα να εξαπλωθεί επιδημία ελονοσίας, η οποία έγινε ενδημική και οδήγησε στην εγκατάλειψη της πόλης και στη μείωση του πληθυσμού της. Εξάλλου η εγκατάσταση νομάδων στην περιοχή από τα τέλη του 16ου αιώνα και η εγκατάλειψη των καλλιεργειών οδήγησαν με τη σειρά τους στην παρακμή της πόλης. Το 17ο αιώνα η πόλη ήταν ήδη κατεστραμμένη και σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Σύμφωνα με τον Εβλιά Τσελεμπή, το 1671 η πόλη είχε μετατραπεί σε χωριό.
Το 18ο αιώνα ένα ακόμα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού εγκαταλείπει το Αγιασολούκ. Το 1764 το φρούριο ήταν ήδη κατεστραμμένο και ο καδής διέμενε στο χωριό. Η κατάσταση παρακμής συνεχίζεται ως το 19ο αιώνα, οπότε στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης το χωριό ερημώθηκε λόγω της λεηλασίας των Σαμιωτών.6 Με την ίδρυση της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης-Ντενιζλί και τη δημιουργία σιδηροδρομικού σταθμού, το χωριό μετατράπηκε σε μεταφορικό κέντρο της περιοχής.7 Ως αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής το Αγιασολούκ έγινε το εμπορικό κέντρο των χωριών της γύρω περιοχής. Το 1914 το Αγιασολούκ μετονομάστηκε σε Σελτσούκ. Στις 22 Μαΐου 1919 το χωριό καταλήφθηκε από τα ελληνικά στρατεύματα. Τον Αύγουστο του 1922 οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι του Αγιασολούκ εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και κατέφυγαν στη Σάμο και στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό.
4. Δημογραφία
Το 15ο αιώνα, μετά την κατάκτηση του Αγιασολούκ από τους Οθωμανούς, κατοικούσαν εκεί χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί έμεναν κοντά στο υδραγωγείο και οι μουσουλμάνοι ζούσαν στο φρούριο και στα κάτω τμήματα της πόλης.8 Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων αυτή την εποχή. Το 1461 ο αριθμός των κατοίκων ανερχόταν περίπου σε 18.000 και ο πληθυσμός αυξανόταν συνεχώς μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, οπότε, με το ξεκίνημα της παρακμής της πόλης λόγω των προσχώσεων στο λιμάνι, αρχίζει σταδιακά να μειώνεται ο πληθυσμός του Αγιασολούκ. Στα 1575 το φαινόμενο της μείωσης φαίνεται καθαρά από τα φορολογικά κατάστιχα του καζά Αγιασολούκ.9 Το 1671 ο Εβλιά Τσελεμπή επισκέφτηκε το Αγιασολούκ, εποχή κατά την οποία η πόλη ήδη είχε μετατραπεί σε χωριό. Για το χωριό Αγιασολούκ αναφέρει ότι υπήρχαν 100 νοικοκυριά, 20 καταστήματα, ένα τζαμί, ένα βρόμικο μικρό χαμάμ και ένα καραβανσαράι. Τους κατοίκους τούς περιγράφει ως φτωχούς και τεμπέληδες. Κανένας από αυτούς δεν ήταν εύπορος, ενώ υπήρχαν και πολλοί ζητιάνοι. Αναφέρει όμως ότι το φρούριο, έδρα του καδή, το οποίο βρισκόταν σε καλή κατάσταση, είχε χτιστεί σε ένα βράχο. Είχε 40 πύργους και 2 σιδερένιες πύλες στα Ν του Αγιασολούκ. Στο φρούριο ήταν εγκατεστημένοι 40 στρατιώτες, 20 νοικοκυριά, υπήρχε ένα τζαμί και όλοι οι δρόμοι του ήταν στρωμένοι με πέτρες. Επίσης ο Εβλιά Τσελεμπή αναφέρει το μεγαλείο του Αγιασολούκ πριν από τη μετατροπή του σε χωριό, στο κείμενό του όμως υπάρχουν αρκετές υπερβολές.10 Στα 1744 υπήρχαν 40 με 50 νοικοκυριά. Στα μέσα του 18ου αιώνα φαίνεται ότι ο ορθόδοξος χριστιανός πληθυσμός εξαφανίστηκε. Πιθανώς μετακινήθηκε σε καινούριους και άλλους πιο υγιεινούς οικισμούς στα ανατολικά, όπως ο Κιρκιντζές. Όμως το 1764 στο Αγιασολούκ κατοικούσαν λίγοι φτωχοί χριστιανοί ορθόδοξοι αγρότες στο αρχαίο τμήμα, το οποίο ήταν εγκαταλελειμμένο από το 17ο αιώνα. Οι κάτοικοι του Αγιασολούκ ζούσαν σε μικρά και βρόμικα καλύβια από ξύλο με πήλινους τοίχους, οι στέγες των οποίων ήταν καλυμμένες με κλαδιά και χώματα.11 Το 1765 οι Τούρκοι νομάδες Caberεγκαταστάθηκαν στο Αγιασολούκ.12 Το 1775 ο Chandler αναφέρει το Αγιασολούκ ως μουσουλμανικό χωριό, όπου ζούσαν λίγοι Τούρκοι.13 Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν 15 με 20 νοικοκυριά. Στη διάρκεια της περιόδου 1821-1824 το χωριό ερημώθηκε λόγω λεηλασίας των Σαμιωτών, και το 1863 κατοικούσαν εκεί λίγοι κάτοικοι.14
Μετά την έναρξη της λειτουργίας της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης-Ντενιζλί αυξήθηκε εκ νέου ο πληθυσμός του χωριού. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα η αύξηση του πληθυσμού επιταχύνεται λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος που παρατηρήθηκε από τα νησιά του Αιγαίου, κυρίως από τη Σάμο.15 Στα τέλη του 19ου αιώνα ο συνολικός αριθμός των κατοίκων του, μουσουλμάνων και χριστιανών ορθόδοξων, ανερχόταν σε 2.793. Σύμφωνα με το Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κ.έντρου Μικρασιατικών Σπουδών, υπήρχαν περίπου 200 χριστιανικά νοικοκυριά και 50 μουσουλμανικά, σε άλλο φάκελο όμως αναφέρεται διαφορετικός αριθμός των νοικοκυριών, 150 χριστιανικά και 20 μουσουλμανικά.16 Οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού κατάγονταν από διάφορα μέρη. Μόνο από τον Κιρκιντζέ κατάγονταν 50 οικογένειες, που έμεναν εκεί για να είναι κοντά στα κτήματά τους. Οι περισσότεροι από αυτούς το χειμώνα μετακόμιζαν στον Κιρκιντζέ και το καλοκαίρι παρέμεναν στο Αγιασολούκ για να δουλέψουν στα χωράφια τους. Τη χειμερινή περίοδο παρέμεναν στο Αγιασολούκ από κάθε οικογένεια ένα ή δύο άτομα για να φροντίζουν τα κτήματά τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι κατάγονταν από την Κρήτη, τη Σάμο, τη Ρούμελη, τα Σώκια και το Κουσάντασι. Στην ίδια πηγή αναφέρεται ότι οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν περίπου 500 χριστιανοί και 100 μουσουλμάνοι. Μετά το 1912 έφτασαν στο Αγιασολούκ μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Μακεδονία, περίπου 30 οικογένειες, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και Τουρκοκρητικοί που ήδη είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μετά το διωγμό τους από την Κρήτη. Οι πρόσφυγες έχτισαν στο φρούριο, έξω από το χωριό, ένα μικρό συνοικισμό τον οποίο ονόμαζαν Γιουρούκικα.17 Οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν καλές μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1914 και μετά άλλαξαν οι καταστάσεις εις βάρος των χριστιανών. Απαγορεύτηκε η διδασκαλία της ελληνικής ιστορίας. Οι χριστιανοί κάτοικοι φοβούνταν να δουλέψουν στα χωράφια τους. Αλλά παρ’ όλα αυτά δεν εμποδίστηκε η τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των χριστιανών. Το 1921, μετά την κατάληψη του χωριού από τα ελληνικά στρατεύματα, κατοικούσαν στο Αγιασολούκ 580 Έλληνες, 10 Τούρκοι και 10 Αρμένιοι.18 Για την ίδια εποχή ο Κοντογιάννης περιορίζει σε 350 άτομα τον αριθμό των Ελλήνων κατοίκων.19 Στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αγιασολούκ οι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά και τουρκικά.
5. Δομή του οικισμού
Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα αλλά υπήρχαν και μερικά διώροφα. Τα σπίτια ήταν χτισμένα από πέτρες και τούβλα και η στέγη των σπιτιών ήταν σκεπασμένη με κεραμίδια. Παλαιότερα στο χωριό δεν υπήρχε νερό και τα παλιά σπίτια είχαν στέρνες. Στις αρχές του 20ού αιώνα, όμως, στο χωριό υπήρχαν πέντε έξι βρύσες και ήταν οι μοναδικές πήγες νερού του χωριού. Οι συνοικίες του χωριού ήταν τρεις –ο Απάνω Μαχαλάς, ο Κάτω Μαχαλάς και η συνοικία του Σταθμού– και ήταν αραιοκατοικημένες. Στον Απάνω Μαχαλά βρισκόταν η εκκλησία του χωριού. Στον Κάτω Μαχαλά υπήρχαν παντοπωλεία, κρεοπωλεία και καφενεία. Στη συνοικία Σταθμού βρισκόταν το κτήριο της χωροφυλακής και η πλατεία του χωριού, όπου υπήρχαν καφενεία, παντοπωλεία, ταβέρνες και το ξενοδοχείο. Γενικά όλα τα δημόσια κτήρια της πόλης, όπως το τζαμί και τα θρησκευτικά σχολεία (medrese), έγιναν μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα. Υπάρχουν επίσης αναφορές για την κατασκευή μιας εκκλησίας από τους ορθόδοξους χριστιανούς της πόλης ανάμεσα στα 1464-66, αν και δεν αναφέρεται το όνομά της.20 Από τα σημαντικά κτήρια της εποχής της ακμής του Αγιασολούκ ήταν το φρούριο και το τζαμί του İsa, το οποίο ήταν το μοναδικό οθωμανικό κτήριο που έκανε μεγάλη εντύπωση στους επισκέπτες του Αγιασολούκ. Για τους χριστιανούς, όχι μόνο του χωριού αλλά και της περιοχής, ο Οίκος της Παναγιάς (Meryem Anna) ήταν ένα από τα σημαντικά θρησκευτικά κτήρια, το οποίο υπάρχει και σήμερα. Ο οίκος βρίσκεται 8 χλμ. ΝΔ της σημερινής πόλης. Σύμφωνα με την παράδοση, τέσσερα ή έξι χρόνια μετά την Ανάληψη του Χριστού η Παναγία ήρθε μαζί με τον Άγιο Ιωάννη στην Έφεσο και μετά το θάνατό της θάφτηκε σε αυτό τον τόπο. Από το 1896 και μέχρι το 1914 αποτέλεσε πόλο έλξης για ομάδες προσκυνητών.21
6. Οικονομία
Από την οθωμανική κατάκτηση, το 15ο αιώνα, μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα το Αγιασολούκ λόγω του λιμανιού παρέμεινε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο μέσω του οποίου γίνονταν εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων στη Μ. Ασία. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα διατηρεί την εμπορική του σημασία, στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα όμως, όχι μόνο δεν κατάφερε να αναπτυχθεί περαιτέρω,22 αλλά έχασε και την προνομιακή του θέση. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα δεν είχε καμία ιδιαίτερη εμπορική αξία και σε αυτή τη θέση παρέμεινε σε όλο το 18ο αιώνα και ως το 19ο. Στις αρχές του 19ου αιώνα δεν αναφέρονται σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες. Υπήρχε μόνο ένα καφενείο, το οποίο έκλεισε το 1824 λόγω της λεηλασίας των Σαμιωτών. Από το 1824 μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα παρουσίαζε την εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου χωριού χωρίς καμία εμπορική αξία.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα εξελίχθηκε σε εμπορικό κόμβο για τα γύρω χωριά λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής. Τα σύκα ήταν από τα σημαντικότερα προϊόντα του Αγιασολούκ. Τα σύκα μετά το μάζεμα απλώνονταν για να ξεραθούν και στη συνέχεια χωρίζονταν σε κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία των σύκων λεγόταν ελεμέ (ξεδιαλεγμένο). Οι έμποροι της Σμύρνης έρχονταν στο χωριό, αγόραζαν μεγάλες ποσότητες σύκων και τις έστελναν σιδηροδρομικώς στη Σμύρνη. Στο Αγιασολούκ λειτουργούσε μονοπώλιο καπνών και η μεγάλη αποθήκη των καπνών βρισκόταν κοντά στο σταθμό του τρένου. Τα άλλα προϊόντα που παρήγαν οι κάτοικοι ήταν γάλα, τυρί, κατσικίσιο μαλλί, σιτάρι, κριθάρι, σουσάμι, ρεβίθια, φασόλια, καλαμπόκι και βαμβάκι, τα οποία έστελναν στο Κουσάντασι. Υπήρχε κτηνοτροφία, αλλά μόνο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των κατοίκων του χωριού. Τα χωράφια του χωριού ήταν συγκεντρωμένα γύρω από τον ποταμό Κάιστρο και τα περισσότερα ανήκαν στους κατοίκους του χωριού Κιρκιντζέ.
Οι χριστιανοί κάτοικοι του Κιρκιντζέ είχαν κτήματα, περιβόλια, χωράφια, αμπέλια και ελαιόδεντρα. Η κύρια ασχολία των μουσουλμάνων κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Εκτελούσαν επίσης μεταφορές με καμήλες. Για εργασία στα χωράφια ή στο μάζεμα των σύκων ερχόταν εργατικό δυναμικό, άνδρες και γυναίκες, από το Κουσάντασι, το Ικόνιο και τη Σάμο και άλλα νησιά. Οι αλυκές ήταν πολύ σημαντικές λόγω του ποταμού Μεντερές. Ενοικιάζονταν μέσω δημοπρασίας στην οποία συμμετείχαν μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Το συμβόλαιο κρατούσε δύο ή τρία χρόνια. Με την αλιεία επαγγελματικά ασχολούνταν Κοζάκοι οι οποίοι έμεναν δίπλα στον ποταμό σε πρόχειρες παράγκες. Στο χωριό δεν υπήρχε κεντρική αγορά μολονότι τα καταστήματα (καφενεία, παντοπωλεία, ταβέρνες) ήταν μαζεμένα γύρω από το σταθμό. Στο δρόμο προς το Κουσάντασι υπήρχαν κάποια καταστήματα και ο τόπος λεγόταν Κάτω Αγορά. Κάθε Παρασκευή έρχονταν μουσουλμάνοι από τα γύρω χωριά και πουλούσαν τα προϊόντα τους και οι κάτοικοι των μικρών μουσουλμανικών χωριών έρχονταν και ψώνιζαν από το Αγιασολούκ. Οι κάτοικοι του Αγιασολούκ αγόραζαν τα είδη πρώτης ανάγκης από τα μπακάλικα του χωριού. Οι σημαντικότερες εμπορικές συναλλαγές του χωριού γίνονταν με το Κουσάντασι και τη Σμύρνη. Οι κάτοικοι πουλούσαν στο Κουσάντασι σύκα, γάλα, μαλλί κατσίκας, ρεβίθια, φασόλια και σουσάμι, και στη Σμύρνη σύκα, το κύριο προϊόν τους, και υφάσματα. Η μεταφορά των προϊόντων προς το Κουσάντασι και τη Σμύρνη γινόταν με τρένο.
7. Διοίκηση
Από το 1425 έως το 1876 το Αγιασολούκ το διοικούσε ένας , ο οποίος έμενε στο φρούριο. Μετά την παρακμή της πόλης και στη συνέχεια τη μετατροπή της σε χωριό, η θέση του στην ιεραρχία υποβαθμίστηκε. Το 1671 ο καδής και 40 στρατιώτες διέμεναν στο φρούριο του Αγιασολούκ. Το 1764 το φρούριο ήταν ήδη κατεστραμμένο και ο καδής κατοικούσε στο χωριό. Μετά το 1876 το Αγιασολούκ γίνεται υποδεέστερο του Κουσάντασι, ως ναχιγιές, και παρέμεινε σε αυτή τη θέση διοικητικά ως τις 22 Μαΐου 1919. Σε αυτή την περίοδο στο Αγιασολούκ διοικητικός υπεύθυνος ήταν ο . Τον 20ό αιώνα υπήρχε σταθμός χωροφυλακής με τρεις ή τέσσερις αξιωματικούς και περίπου τριάντα χωροφύλακες. Οι χριστιανοί του χωριού είχαν τη δική τους επιτροπή, την οποία αποκαλούσαν εκκλησιαστική επιτροπή. Από τα τέλη Μαΐου 1919, μετά την κατάκτηση της περιοχής από τα ελληνικά στρατεύματα, εγκαταστάθηκε εκεί ελληνική χωροφυλακή, η οποία παρέμεινε ως τις αρχές Σεπτεμβρίου 1922.
8. Εκκλησία
Στον 20ό αιώνα εκκλησιαστικά το Αγιασολούκ υπαγόταν στη Μητρόπολη Ηλιουπόλεως και Θυατείρων. Η μοναδική εκκλησία του χωριού ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και σε αυτή λειτουργούσε ένας ιερέας. Η εκκλησία βρισκόταν δίπλα στο παλιό φρούριο και είναι άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Το Αγιασολούκ δεν είχε αρχιερατικό επίτροπο και τους κατοίκους τους εξυπηρετούσε ο αρχιερατικός επίτροπος του Κιρκιντζέ. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι κάτοικοι έπαιρναν τις άδειες γάμου από τον Κιρκιντζέ.
Το άλλο θρησκευτικό μνημείο εκτός από τον Οίκο της Παναγίας που αναφέραμε ήταν το αρχαίο Μπουντρούμ (σπήλαιο της Εφέσου), το οποίο βρίσκεται στα Δ του Αγιασολούκ σε απόσταση 2-3 χλμ., όπου σε ένα από τα σπήλαια κοιμήθηκαν οι εφτά παίδες. Στη γιορτή των εφτά παίδων εκεί γινόταν λειτουργία.
9. Σχολεία
Σύμφωνα με σχετικές πληροφορίες, από το 1883 λειτουργούσαν στο Αγιασολούκ σχολεία αρρένων και θηλέων.23 Το κτήριο στο οποίο στεγάζονταν τα σχολεία του χωριού βρισκόταν κοντά στο διοικητήριο. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, αλλά μόνο σε ένα δωμάτιο του κτηρίου γίνονταν μαθήματα. Στο σχολείο υπήρχε ένας δάσκαλος με περίπου 20 μαθητές.24 Το σχολικό έτος 1921-22 το σχολείο ήταν μεικτό και δίδασκαν μια δασκάλα και ένας δάσκαλος. Στο ίδιο σχολικό έτος φοιτούσαν εκεί 44 μαθήτριες και 49 μαθητές.25 |
| | |
1. Akgündüz, A., Osmanlı kanunnâmeleri ve hukukî tahlilleri, τομ. 1 (İstanbul 1994), σελ. 592. 2. Akgündüz, A., Osmanlı kanunnâmeleri ve hukukî tahlilleri, τομ. 1 (İstanbul 1994), σελ. 73. 3. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi seyahetnamesi: Anadolu, Suriye, Hicaz (1671-72), τομ. 9 (İstanbul 1935), σελ. 137. 4. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 170. 5. Τουρκομανική δυναστεία που ιδρύθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα στη δυτική Μ. Ασία. Ο ιδρυτής της δυναστείας ονομαζόταν Μεχμέτ Μπέης. Το 1425 ή 1426 η περιοχή της δυναστείας αυτής καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanli Tarihi, τομ. 1, Anadolu Selçukluları ve Anadolu Beylikleri hakkında bir mukaddime ile Osmanlı Devleti'nın kuruluşundan İstanbul'un fethine kadar (Anakara 1988), σελ. 65-73. 6. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 176, 179. 7. Βλ. Κοντογιάννη, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 68-69. 8. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 175. 9. Cook, M. A., Population pressure in rural Anatolia 1450-1600, London Oriental Series, τομ. 27 (London, New York, Toronto 1972), σελ. 82. 10. Evliya Çelebi, Evliya Çelebi seyahetnamesi: Anadolu, Suriye, Hicaz (1671-72), τομ. 9 (İstanbul 1935), σελ. 136-138. 11. Βλ. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 175-177. 12. Βλ. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 179. 13. Βλ. Chandler, R., Travel in Asia Minor: or an account of a tour made at the exprense of the society of dilettanti (Dublin 1775), σελ. 114. 14. Βλ. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melbourne 1979), σελ. 179. 15. Βλ. Κοντογιάννη, Π., Η ελληνικότης των νομών Προύσης και Σμύρνης (Αθήνα 1919), σελ. 68-69, 178. 16. Βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, Περιφέρεια Σμύρνης, Επαρχία Ιωνίας, τμήματος Κουσάδασι, Αγιασολούκ, αρ. Ι 40, και Περιφέρεια Σμύρνης, Επαρχία Ιωνίας, Τμήμα Σμύρνης, Κιρκιτζές, αρ. Ι 21. 17. Βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, Περιφέρεια Σμύρνης, Επαρχία Ιωνίας, τμήματος Κουσάδασι, Αγιασολούκ, αρ. Ι 40. 18. Νοταράς, Μ., Εις την Ιωνίαν Αιολίαν και Λυδίαν πριν πενήντα χρόνια (Αθήνα Δεκέμβριος 1972), σελ. 95. 19. Κοντογιάννης, Π. Μ., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήναι 1921), σελ. 320. 20. Βλ. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late antique Byzantine and Turkish city (Cambridge, New York, Sydney, New Rochelle, Melborn 1979), σελ. 171-172. 21. Hazretı Meyrem Ana Evi, Ο οίκος της Παναγίας: οδηγός Δι’ Επίσκεψιν αυτού μεταφρασθείς εκ του Γαλλικού Guide Senior Panaya Kapulu Έφεσος (Κωνσταντινούπολη 1953), σελ. 9-11. 22. Βλ. Faroqhi, S., “The development of the Anatolian urban network during the sixteenth century”, στο Peasants, Dervishes and traders in the Ottoman Empire (London 1989), VIII, σελ. 280, και Faroqhi, S., “Sixteenth century periodic markets in various Anatolian Sancaks: Icel, Hamid, Karahisar-i Sahib, Kutahya, Aydin and Mentese”, στο Peasants, Dervishes and traders in the Ottoman Empire (London 1989), VII, σελ. 62. 23. Βλ. Σολδάτος, Χ., Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922), τομ. Α': Η Γέννηση και η εξέλιξη των σχολείων (Αθήνα 1989), σελ. 199. 24. Βλ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αρχεία Προφορικής Παράδοσης, Περιφέρεια Σμύρνης, Επαρχία Ιωνίας, τμήματος Κουσάδασι, Αγιασολούκ, αρ. Ι 40. 25. Βλ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Μ., «Η εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδος εις την εντός της Ζώνης των Σεβρών Μικρασιατικήν περιοχήν», στο Μικρασιατικά Χρονικά 6 (1955), σελ. 51. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|