Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βησσαρίων Καρδινάλιος

Συγγραφή : Μακρυπούλιας Χρήστος (22/2/2007)

Για παραπομπή: Μακρυπούλιας Χρήστος, «Βησσαρίων Καρδινάλιος», 2007,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10635>

Βησσαρίων Καρδινάλιος (7/3/2007 v.1) Bessarion Cardinal (7/3/2007 v.1) 
 

1. Γέννηση – οικογένεια

Ο Βησσαρίων γεννήθηκε περί το 14001 στην Τραπεζούντα του Πόντου. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Βασίλειος.2 Οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε για την οικογένειά του είναι ότι οι γονείς του ανήκαν στην κατώτερη τάξη και είχαν άλλα 14 τέκνα.

2. Εκπαίδευση – ανατροφή

Ο Βησσαρίων πιθανότατα διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του Τραπεζούντα, ίσως από τον προστάτη του, τον μητροπολίτη Τραπεζούντος Δοσίθεο. Σε νεαρή ηλικία (περί το 1415) μετέβη για ανώτερες σπουδές στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήλθε ως τρόφιμος σε μοναστήρι. Εκεί, υπό την επίβλεψη του Δοσιθέου, ο Βησσαρίων έλαβε επιμελημένη μόρφωση από τον επιφανή λόγιο της εποχής Γεώργιο Χρυσοκόκκη. Κατά τη διάρκεια της μαθητείας του κοντά στον τελευταίο, γνωρίστηκε με τον Ιταλό ανθρωπιστή λόγιο Φραγκίσκο Φίλελφο (Francesco Filelfo). Το 1423 έγινε δόκιμος και, λίγους μήνες αργότερα, το 1424, μοναχός, λαμβάνοντας το μοναστικό όνομα Βησσαρίων. Κατόπιν, με προτροπή του Δοσιθέου, μαθήτευσε κοντά στον λόγιο Ιωάννη Χορτασμένο, μητροπολίτη Σηλυβρίας, ο οποίος του δίδαξε μαθηματικά, ρητορική και αριστοτελική φιλοσοφία. Το 1426 χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1431, όταν ο Δοσίθεος χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μονεμβασίας, ο Βησσαρίων, ο οποίος πλέον είχε γίνει ιερομόναχος, ακολούθησε τον προστάτη του στην Πελοπόννησο. Εκεί σπούδασε στο Μυστρά, όπου διδάχθηκε αστρονομία, μαθηματικά και πλατωνική φιλοσοφία από τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό, γνωστό και ως Πλήθωνα.

3. Δράση

3.1. Ο Βησσαρίων στο Βυζάντιο

Ήδη από τα νεανικά του χρόνια, παράλληλα με τις σπουδές του, ο Βησσαρίων κινούνταν στους κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Περί το 1427 έλαβε μέρος σε μία διπλωματική αποστολή στην Τραπεζούντα, όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425-1448) προσπαθούσε να συνάψει γάμο με την κόρη του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας. Στις αρχές του 1436 ο Ιωάννης Η΄, εντυπωσιασμένος από την πολυμάθεια του Βησσαρίωνος, τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και τον διόρισε ηγούμενο και διδάσκαλο στη μονή του Αγίου Βασιλείου. Το ίδιο έτος έλαβε μέρος σε διπλωματική αποστολή προς τον Ιωάννη Δ΄, αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, με σκοπό τη σύναψη συμμαχίας εναντίον των Τουρκομάνων. Πέρα από τα διδακτικά του καθήκοντα, ο Βησσαρίων ανέλαβε και χρέη συμβούλου του αυτοκράτορα, όντας πεπεισμένος ότι μόνο η προσέγγιση με τη Δύση θα μπορούσε να ενισχύσει το Βυζάντιο τις δύσκολες στιγμές που περνούσε. Το 1437, λίγο πριν από την αναχώρηση της διπλωματικής αποστολής που θα λάμβανε μέρος σε κοινή σύνοδο μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, έγινε μητροπολίτης Νικαίας.

Στη σύνοδο που συνεκλήθη στη Φεράρα της Ιταλίας και αργότερα συνεχίστηκε στη Φλωρεντία (1437-1439), ο Βησσαρίων αρχικά υποστήριζε τις απόψεις των ανθενωτικών. Σταδιακά, όμως, οι απόψεις του μεταστράφηκαν υπέρ της ένωσης των δύο Εκκλησιών, με αποτέλεσμα να έλθει σε σύγκρουση με πολλούς από τους ορθόδοξους ιεράρχες που συμμετείχαν στη βυζαντινή αντιπροσωπεία. Παρά ταύτα, κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα για την πολιτική ορθότητα της ένωσης και, στις 6 Ιουλίου 1439, ανέγνωσε επίσημα την ελληνική μετάφραση του πρακτικού της συνόδου με το οποίο το Βυζάντιο αποδεχόταν την ένωση της Ανατολικής με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Τον Οκτώβριο του 1439, μαζί με τμήμα της βυζαντινής αντιπροσωπείας, απέπλευσε από τη Βενετία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη.

Η στάση του υπέρ της ένωσης των δύο Εκκλησιών είχε αποτέλεσμα να κερδίσει τη συμπάθεια του πάπα Ευγένιου Δ΄. Ως ανταμοιβή για τη στάση του αυτή, στις 18 Δεκεμβρίου 1439, ενώ ο Βησσαρίων βρισκόταν ακόμη καθ’ οδόν για το Βυζάντιο, εξελέγη στη Ρώμη καρδινάλιος της Καθολικής Εκκλησίας, με έδρα το ναό των Αγίων Αποστόλων της Ρώμης.

3.2. Ο Βησσαρίων στην Ιταλία

Σε αντίθεση με τις τιμές που του πρόσφερε η Παπική Εκκλησία, η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε στην Κωνσταντινούπολη ήταν άκρως αρνητική. Ο λαός του Βυζαντίου είχε απορρίψει την ένωση και είχε στραφεί εναντίον όσων την είχαν υπογράψει. Η παράταξη των ανθενωτικών, με επικεφαλής τον Μάρκο Ευγενικό, μητροπολίτη Εφέσου, ο οποίος είχε έλθει σε σύγκρουση με το Βησσαρίωνα ήδη από τη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, κατηγόρησε τον μητροπολίτη Νικαίας ότι ήταν προδότης της ορθόδοξης πίστης. Ο Βησσαρίων βρέθηκε σε δύσκολη θέση και, βλέποντας ότι το κλίμα που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη ήταν έντονα φορτισμένο και μη θέλοντας να έλθει σε αντιπαράθεση, στα τέλη του 1440, εγκατέλειψε οριστικά το Βυζάντιο για να εγκατασταθεί στην Ιταλία. Στις 10 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους παρέλαβε στη Φλωρεντία τα διάσημα του νέου αξιώματός του.

Η δράση του καρδινάλιου Βησσαρίωνος στους κόλπους της Παπικής Εκκλησίας περιστράφηκε κυρίως γύρω από τις ελληνόρρυθμες μονές της Ιταλίας, για τις οποίες ήδη από το 1446 είχε διατυπώσει νέους κανόνες λειτουργίας. Το μεταρρυθμιστικό του έργο αναγνωρίστηκε από τον πάπα Πίο Β΄ το 1460, όταν διορίστηκε επισκέπτης-επιθεωρητής των ελληνόρρυθμων μονών της Ιταλίας, ενώ κατά καιρούς αναλάμβανε τη διοίκηση ορισμένων από αυτές.

Χάρη στην ποικίλη δράση του και τις ικανότητές του, η εξέλιξη του Βησσαρίωνος στην ιεραρχία ήταν ραγδαία. Το 1449 χειροτονήθηκε επίσκοπος Τούσκλων, ενώ το 1455, μετά το θάνατο του Νικολάου Ε΄, ήταν αξιόλογος υποψήφιος για τον παπικό θρόνο· η αντίδραση ορισμένων Λατίνων ιεραρχών για την καταγωγή του, καθώς και οι πολιτικές μηχανορραφίες της γαλλικής αυλής απέτρεψαν την εκλογή του. Παρά ταύτα, σε αναγνώριση του σπουδαίου έργου του, το Μάιο του 1463 ο Βησσαρίων αναγορεύτηκε από τον Πίο Β΄ καθολικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (τιτουλάριος).3 Ήδη από το προηγούμενο έτος είχε πείσει τον πάπα, στο πλαίσιο του ενδιαφέροντός του για τις ελληνόφωνες περιοχές, αλλά και για την ενίσχυση των προσπαθειών προς ένωση των Εκκλησιών, να θεσμοθετήσει από τα έσοδα του Πατριαρχείου ένα κληροδότημα υπέρ ορισμένων φιλενωτικών ελληνόφωνων ιερέων της Κρήτης.4

3.3. Διπλωματική δραστηριότητα

Πέρα από το εκκλησιαστικό του έργο, ο Βησσαρίων διακρίθηκε για την αδιάκοπη δραστηριότητά του στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο. Ήδη από το 1442-1444 προσπαθούσε να πείσει τον Πάπα να κηρύξει σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών. Το 1449, ως παπικός απεσταλμένος, κατάφερε να συμφιλιώσει τις ισχυρότερες δυνάμεις της Βόρειας Ιταλίας, τη Βενετία και το Μιλάνο, ενώ από το 1450 έως το 1455 διετέλεσε παπικός απεσταλμένος στην Μπολόνια (protector ordinis minorum), όπου συνέβαλε στην ειρήνευση μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων και έδειξε ενδιαφέρον για την ανασύσταση του πανεπιστημίου της πόλης.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο Βησσαρίων πολλαπλασίασε τις προσπάθειές του να συνασπίσει τις δυτικές δυνάμεις σε μία σταυροφορία εναντίον των Οθωμανών για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παράλληλα, ο ίδιος φρόντισε για την απελευθέρωση πολλών αιχμαλώτων, καταβάλλοντας λύτρα. Το 1459 έλαβε ενεργό μέρος στο συνέδριο που είχε συγκαλέσει ο πάπας στη Μάντουα για τη δημιουργία συμμαχίας ανάμεσα στα ιταλικά κράτη και τις ευρωπαϊκές μοναρχίες. Αρνούμενος να πτοηθεί από την αποτυχία του συνεδρίου, το χειμώνα του 1459-1460 ο Βησσαρίων ταξίδεψε ως παπικός απεσταλμένος σε περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης. Τον Φεβρουάριο του 1460 επισκέφθηκε τη Νυρεμβέργη, ενώ το επόμενο έτος βρισκόταν στη Βιέννη. Αν και έβαλε τέλος στις διενέξεις μεταξύ των Γερμανών ηγεμόνων στην Αυστρία και την Ουγγαρία, δεν κατάφερε να συλλέξει στρατεύματα για τη σταυροφορία που σχεδίαζε. Επέστρεψε στη Ρώμη τον Ιανουάριο του 1462.

Περισσότερο επιτυχημένη ήταν η διπλωματική αποστολή του Βησσαρίωνος στη Βενετία, όπου έφτασε στις 22 Ιουλίου 1463. Λίγες ημέρες αργότερα, το ενετικό κράτος κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών, και ο Βησσαρίων, έχοντας εξοπλίσει ένα πολεμικό πλοίο με δικά του έξοδα, ακολούθησε τον ενετικό στόλο έως την Αγκόνα. Δυστυχώς, η άφιξη του στόλου συνέπεσε με το θάνατο του πάπα Πίου Β΄ (15 Αυγούστου 1464) και η απόπειρα του Βησσαρίωνος να οργανώσει εκστρατεία για την απελευθέρωση των ελληνικών περιοχών δεν καρποφόρησε.

Ταυτόχρονα με τη δράση του στην Ιταλία, ο Βησσαρίων διατηρούσε επαφές με το Βυζάντιο, ενώ δεν είχε ξεχάσει τους παλαιούς του προστάτες, τους Παλαιολόγους. Ήδη από το 1443-1444 αλληλογραφούσε για πολιτικά ζητήματα με τον Βυζαντινό διοικητή της Πελοποννήσου και μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο, ενώ το 1465 ανέλαβε την κηδεμονία των ανήλικων τέκνων του Θωμά Παλαιολόγου, αδελφού του Κωνσταντίνου. Αργότερα, με δική του πρωτοβουλία, η Ζωή Παλαιολογίνα, κόρη του Θωμά, παντρεύτηκε τον Ιβάν Γ΄, ηγεμόνα της Ρωσίας.

3.4. Πνευματικό έργο

Εξίσου σημαντικό με το πολιτικό, αν όχι σημαντικότερο, ήταν και το πνευματικό έργο του Βησσαρίωνος στην Ιταλία. Γύρω από τον καρδινάλιο σχηματίστηκε ένας κύκλος λογίων (που οι σύγχρονοί του αποκαλούσαν «Ακαδημία», παρομοιάζοντάς την με την αντίστοιχη του Πλάτωνα), ο οποίος ανανεωνόταν συχνά με την άφιξη νέων προσφύγων από τα βυζαντινά εδάφη, οι οποίοι στο πρόσωπο του Βησσαρίωνος βρήκαν έναν προστάτη και καθοδηγητή. Η οικία του Βησσαρίωνος στη Ρώμη αποτέλεσε κέντρο σπουδαίας φιλολογικής και πνευματικής δραστηριότητας, όπου εργάστηκαν Έλληνες (Θεόδωρος Γαζής, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Μιχαήλ Αποστόλης, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Ανδρόνικος Κάλλιστος) και Ιταλοί λόγιοι (Lorenzo Valla, Poggio Bracciolini, Niccolò Perroto, Flavio Biondo). Παράλληλα, ο Βησσαρίων ίδρυσε στη μονή San Salvatore της Ρώμης ένα διδακτήριο της ελληνικής γλώσσας, ενώ φρόντισε για τη μετάφραση πολλών έργων της κλασικής αρχαιότητας στα λατινικά· ορισμένα από αυτά τα μετέφρασε ο ίδιος, όπως τα έργα Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, Α΄ Ολυνθιακός του Δημοσθένη κ.ά.

Η συμβολή του Βησσαρίωνος στη διάσωση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Μετά το 1453 συνέλαβε την ιδέα της απόκτησης όσο το δυνατόν περισσότερων ελληνικών χειρογράφων από τις οθωμανοκρατούμενες και ενετοκρατούμενες περιοχές. Έχοντας επιτόπιο συνεργάτη κυρίως τον Μιχαήλ Αποστόλη, αγόρασε ή αντέγραψε πλήθος βιβλίων, πολλά από τα οποία ήταν μοναδικά. Η συλλογή του, για την οποία είχε δαπανήσει τεράστια χρηματικά ποσά, έφτασε τελικά να αριθμεί 746 χειρόγραφα, 482 από τα οποία ήταν ελληνικά. Το 1468 κληροδότησε τη βιβλιοθήκη του στο ενετικό κράτος, με την ελπίδα ότι εκεί θα ήταν περισσότερο προσβάσιμη στους κατοίκους των πρώην βυζαντινών εδαφών που κατέφευγαν στη Δύση. Η συλλογή χειρογράφων του Βησσαρίωνος αποτέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα περίφημης Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας.5

Το ίδιο έτος (1468) ο Βησσαρίων συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία του πρώτου τυπογραφείου στη Ρώμη. Ένα από τα πρώτα έργα που τυπώθηκαν εκεί το επόμενο έτος ήταν και το σύγγραμμά του In columniatorem Platonis (Κατά των επικριτών του Πλάτωνος), στο οποίο στρεφόταν κατά των αριστοτελικών απόψεων του Γεωργίου Τραπεζούντιου και προσπαθούσε να εντάξει την πλατωνική φιλοσοφία στην υπηρεσία της χριστιανικής πίστης και του δόγματός της, κατά το παράδειγμα του Θωμά Ακινάτη σε σχέση με την αριστοτελική φιλοσοφία. Το έργο αυτό, που διαιρέθηκε σε τέσσερα βιβλία, αποτέλεσε τη σημαντικότερη συμβολή του στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στα μέσα του 15ου αιώνα μεταξύ πλατωνικών και αριστοτελικών φιλοσόφων και στην οποία προσπαθούσε να τηρήσει μετριοπαθή θέση. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνεται και μία σύνοψη των Φυσικών του Αριστοτέλη σε έξι βιβλία. Εκτός από τα φιλοσοφικά του κείμενα, σώζονται πολλές επιστολές, λόγοι και άλλα ρητορικά κείμενα του Βησσαρίωνος, όπως ο εναρκτήριος λόγος στη Φεράρα, η Oratio dogmatica de unione, η Epistula encyclica ad Graecos (Εγκύκλιος επιστολή προς τους Έλληνες) κ.ά.6

4. Θάνατος

Μετά την κατάκτηση της ενετοκρατούμενης Εύβοιας από τους Οθωμανούς (1470), ο νέος πάπας Σίξτος Δ΄ προσπάθησε και πάλι να ενώσει τις δυτικές δυνάμεις εναντίον της οθωμανικής απειλής. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, τα Χριστούγεννα του 1471 απέστειλε έξι καρδινάλιους σε διπλωματικές αποστολές στις διάφορες ευρωπαϊκές αυλές. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Βησσαρίων, ο οποίος το 1468 είχε χειροτονηθεί επίσκοπος Σαβίνης και το καλοκαίρι του 1471 είχε ηττηθεί ακόμη μία φορά στη σύνοδο για την ανάδειξη νέου πάπα. Ο Βησσαρίων στάλθηκε στη Γαλλία, όπου προσπάθησε να πείσει τον Γάλλο μονάρχη, τον δούκα της Βουργουνδίας και τον βασιλιά της Αγγλίας να συμμετάσχουν στο συνασπισμό. Οι προσπάθειές του δεν στέφθηκαν με επιτυχία και ο καρδινάλιος έλαβε το δρόμο της επιστροφής το φθινόπωρο του 1472. Ταλαιπωρημένος από τις κακουχίες του ταξιδιού και την προχωρημένη του ηλικία, ο Βησσαρίων πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του ίδιου έτους στη Ραβένα της Βόρειας Ιταλίας.7 Το σώμα του μεταφέρθηκε στη Ρώμη, όπου και ετάφη με τιμές στον περίβολο της μονής των Μινοριτών πλησίον του ναού των Αγίων Αποστόλων, ενώ επικήδειους του εκφώνησαν μεταξύ άλλων ο Μιχαήλ Αποστόλης και ο Ν. Capranica.

5. Αποτίμηση και κρίσεις

Αν εξαιρέσουμε τις ελάχιστες αρνητικές κρίσεις που είχαν διατυπωθεί από τους ανθενωτικούς αντιπάλους του Βησσαρίωνος μετά τη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, οι απόψεις των συγχρόνων του για το πρόσωπό του ήταν κάτι παραπάνω από θετικές. Ο Βησσαρίων απολάμβανε το θαυμασμό και το σεβασμό των λογίων της εποχής, Βυζαντινών και Ιταλών, για την ευρυμάθεια και τις γνώσεις του, ενώ όλοι αναγνώριζαν την προσπάθειά του για τη διάσωση των έργων της Αρχαιότητας και τη μετάδοσή τους στη Δύση. Ενδεικτικός της αντίληψης που είχαν οι σύγχρονοί του Ιταλοί λόγιοι για την προσωπικότητά του είναι ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε από τον Lorenzo Valla: «ελληνικότερος των Λατίνων, λατινικότερος των Ελλήνων».

Παρόμοιες είναι και οι αντιλήψεις των σύγχρονων μελετητών, οι οποίοι εξαίρουν το έργο του Βησσαρίωνος, κυρίως στον τομέα της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στην Ιταλία και τη μετάφραση και αντιγραφή πολλών αρχαίων ελληνικών κειμένων. Η άποψη που επικρατεί σήμερα είναι ότι ο Βησσαρίων ήταν ένας από τους κυριότερους παράγοντες της πνευματικής αναγέννησης της Ιταλίας το 15ο αιώνα και συνέβαλε τα μέγιστα στη διάσωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και τη μετάδοσή του στη Δύση.

1. Ο Vast H., Le Cardinal Bessarion (Paris 1878), σελ. 2, τοποθετεί χρονικά τη γέννηση του Βησσαρίωνος στις 2 Ιανουαρίου 1403, βασισμένος σε ένα σχόλιο που βρίσκεται στον επικήδειο που εκφώνησε ο Capranica, το οποίο όμως πιθανώς είναι μεταγενέστερο και αναξιόπιστο. Ο Monfasani, J., “Platina, Capranica, and Perotti: Bessarion’s Latin Eulogists and His Date of Birth”, στο Medioli Masotti, P. (επιμ.), Bartolomeo Sacchi Il Platina (Piadena 1421 - Roma 1481): Atti del convegno internazionale di studi per il V centenario (Cremona, 14-15 novembre 1981) (Padua 1986), σελ. 112-124, διαφωνεί με την ανάλυση του Vast και προτείνει ως έτος γέννησης του Βησσαρίωνος το 1408.

2. Η Alice-Mary Talbot, στο The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York - Oxford 1991), σελ. 285, βλ. λ. “Bessarion”, θεωρεί ότι το βαπτιστικό όνομα του Βησσαρίωνος ήταν Ιωάννης. Αυτήν την άποψη την υποστηρίζουν και πολλοί άλλοι ερευνητές, βασιζόμενοι σε μία λανθασμένη ανάγνωση, από ένα μελετητή του 18ου αιώνα, ενός παρασελίδιου σχολίου του Βησσαρίωνος. Ο Loenertz, J.R., "Pour le biographie du Cardinal Bessarion", Orientalia Christiana Periodica 10 (1944), σελ. 116-149, ήταν ο πρώτος που εξέτασε το σχόλιο και διόρθωσε το λάθος, παραθέτοντας και στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι το βαπτιστικό του Βησσαρίωνος ήταν Βασίλειος. Ας σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη βυζαντινή πρακτική, όταν κάποιος γινόταν μοναχός, το μοναστικό του όνομα είχε το ίδιο αρχικό γράμμα με το κοσμικό του όνομα. 

3. Ο Βησσαρίων διαδέχθηκε στον αξίωμα του Λατίνου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον αποθανόντα καρδινάλιο Ισίδωρο, πρώην μητροπολίτη Κιέβου και γνωστό για τη φιλενωτική του στάση στη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας.

4. Τσιρπανλής, Ζ.Ν., Το κληροδότημα του καρδιναλίου Βησσαρίωνος για τους φιλενωτικούς της Βενετοκρατούμενης Κρήτης (1439-17ος αι.) (Θεσσαλονίκη 1967).

5. Labowsky, C., Bessarion’s Library and the Biblioteca Marciana (Rome 1979).

6. Συνοπτική παρουσίαση της εργογραφίας του Βησσαρίωνα βλ. στο Buchwald, W. – Howlweg, A. – Prinz, O., Tusculum – Λεξικόν Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα Α΄, (Αθήνα 1993), σελ. 101. Τα περισσότερα έργα του έχουν δημοσιευτεί στο Migne, J.-P. (επιμ.), Patrologia Graeca 161 (Paris 1906). Για πληρέστερη εικόνα των έργων και των δημοσιεύσεων βλ. Καραγιαννόπουλος, Ι., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη 1987), σελ. 433.

7. Ο Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, στο Maisano, R. (επιμ.), Georgii Sphrantzae Chronicon (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 29, Roma 1990), 190, 12-16, τοποθετεί λανθασμένα το θάνατο του Βησσαρίωνος στις 15 Νοεμβρίου.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>