|
|
|
|
|
|
1. Η ενδυμασία – Γενικά και τυπολογικά
1.1. Εισαγωγή
Στον Πόντο υπήρχε ενδυματολογική πολυφωνία. Σήμερα αντιπροσωπευτική γυναικεία ποντιακή ενδυμασία θεωρούνται τα ζουπούνας,1 ενώ ανδρική η ζίπκα. Η κατασκευή μιας «ποντιακής φορεσιάς» εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια συγκρότησης μιας εθνοτοπικής ποντιακής ταυτότητας μετά την Ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Το ένδυμα εκφράζει την ανάγκη για υπερτοπική ποντιακότητα, ειδικά στους πρόσφυγες τρίτης και τέταρτης γενιάς. Η σημερινή ποντιακή φορεσιά των χορευτικών ομίλων είναι κατά κύριο λόγο έργο συλλόγων που με βάση μαρτυρίες, εικονογραφικό υλικό και ελάχιστα διασωθέντα ενδύματα οδηγήθηκαν συμπιληματικά σε «μία» φορεσιά Πόντου, λησμονώντας τα ενδυματολογικά ιδιώματα της Τραπεζούντας, της Λιβεράς, του Ακ Νταγ κτλ.
1.2. Η ανδρική ενδυμασία
Πουκάμισο: λευκό, βαμβακερό ή λινό, μακρυμάνικο ένδυμα, μέχρι τη μέση, ανοιχτό μπροστά (καμίσ’).
Βράκα: λευκό, βαμβακερό ή λινό, φαρδύ ένδυμα μέχρι τον αστράγαλο (ίστονη, ίστονιν). Με μια λέξη τα δύο εσώρουχα λέγονταν καμισόβρακα.
Γελέκ, τζαμντάν: Αμάνικο ένδυμα, βαμβακερό ή τσόχινο, μέχρι τη μέση, σταυρωτό ή σχιστό μπροστά.
Ζιπούνα ή ζουπούνα, καπακλίν, ισλούκ: Ένδυμα μέχρι τη μέση, με μανίκια, μάλλινο, βαμβακερό ή μεταξωτό, κούμπωνε απλά ή σταυρωτά.
Σαλβάρ, καραβάνα, ποτούρ, τσαγτσίρ, ισρούπασι: Εξωτερική βράκα μέχρι τους αστραγάλους, από ευρωπαϊκή τσόχα ή ντόπιο σάλι, με πολλές πτυχές μπροστά και πίσω, χωρίς ουρά.2
Ζωνάρ’, ατζάμσαλιν, τζιζιλίν, ταραπολόζ’: Ζώνη μήκους 3-4 μ. και πλάτους 0,50 μ.3 Συχνά υπήρχε και στενή δερμάτινη ζώνη που κούμπωνε με πόρπη μπροστά (καίσ’).4
Επενδύτης κοντός μανικωτός (κοτσίκ’ στην Αργυρούπολη, σαλταμάρκα και αμπάς στη Λιβερά, τσόχα, γαζεκίν στην Αδυσσό).
Επενδύτης ποδήρης, με ή χωρίς γούνα στα τελειώματα, φοδραρισμένος, με περισσότερο ή λιγότερο φαρδιά μανίκια (γούνα,5τζιουμπέ, ντελμέ,6καφτάν για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις). Στη Λιβερά υπήρχαν και το δυτικό παλτό αλλά και το τουρκικό γιαγμουρλούκ (αδιάβροχη κάπα). Επίσης μαρτυρούνται και φαρδείς μανικωτοί επενδύτες που θύμιζαν κάπα: μασλάγ, μπινίς, χουρκά, μουσαμπά (αδιάβροχο ύφασμα).
Για εξωτερικές εργασίες φορούσαν παπούτσια χαμηλά και πρακτικά από εγχώριο δέρμα (τσαρούχα, τζαγγία, τσάπουλας, λαμψία, γεμενία). Στο σπίτι είχαν παντόφλες (μέστα), ή μάλλινα ορτάρα (τσουράπια) και ντοζλούκια, που τα έπλεκαν οι ίδιες οι γυναίκες. Για τις επίσημες περιστάσεις υπήρχαν τα κουντούρας, τα ποτίνα και τα δυτικότροπα λουστρίνια. Για να προστατεύουν τα υποδήματα φορούσαν από πάνω τα καλόσα από σκληρό δέρμα.
Κάλυπταν το κεφάλι με κετσέ, σκληρό θολωτό κεφαλοκάλυμμα από τσόχα, που το περιτύλιγαν και το στερέωναν με μαντίλι ή ύφασμα: τσίτ’ ή σερβέττα, σιλβέτα (το μαύρο ύφασμα στη Λιβερά). Παλιότερα, φορούσαν το επίπεδο τσόχινο καλπάκ’.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στα αστικά κέντρα καθιερώθηκε, από την ηλικία των 6-8 ετών, το βαθυκόκκινο ή μαύρο φέσι, με μαύρη φούντα στο πίσω μέρος. Το περιτύλιγαν με ύφασμα, ενώ ο γαμπρός το περιτύλιγε με μεταξωτή ζώνη όπου στερέωνε μικρό μαντίλι, την τσινέα. Για να απορροφά τον ιδρώτα κάτω από τον κετσέ και το φέσι φορούσαν το τερλίκ’ με το κουκούλ’, πολύ μικρή φούντα στην κορφή.
Η θεωρούμενη ως η κατεξοχήν ανδρική ποντιακή ενδυμασία είναι η λαζική ζίπκα. Έπαιρνε το όνομά της από τη μαύρη, μάλλινη, στενή από τα γόνατα και κάτω βράκα. Συνοδευόταν από κοντό επενδύτη (κοντέσ’), από όπου διευθετούσαν σειρές αλυσίδων, ασημένια αλυσίδα (κιοστέκ), χαμαϊλί και εγκόλπιο, ενώ στο στήθος σταύρωναν φισεκλίκια. Στη μέση είχαν το σιλαχλήκ, όπου στερέωναν την καπνοσακούλα (κοβούσ’, γαβλούχ). Έφεραν μακριά μαχαίρα σε θήκη (καρακουλάκ) και πιστόλα (νταμπάντζαν) και κρεμούσαν τη θήκη για την πυρίτιδα (ματαράν).
Για κεφαλόδεσμο είχαν την κουκούλα ή πασλύκ, από μαύρο σάλι ή τσόχα, με δύο μακριές κροσσωτές ταινίες αμφοτέρωθεν, που τυλίγονταν στο μέτωπο και δένονταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Οι άντρες, ακόμα και οι μη ζιπκαλήδες, έφεραν στοιχειώδη οπλισμό. Επιπλέον, φορούσαν ρολόι (ώρα, σαγάτ) και δαχτυλίδια.
1.3. Η γυναικεία ενδυμασία
Τυπολογικά εντάσσεται στις "φορεσιές με το καβάδι".7 Συστατικά της στοιχεία ήταν:
Καμίσ’: Μακρύ και φαρδύ, λευκό βαμβακερό, λινό ή μεταξωτό ένδυμα.
Το στήθος το συγκρατούσαν με λωρίδα λευκού βαμβακερού που έδενε στην πλάτη πάνω από το πουκάμισο και κάτω από τη ζουπούνα ή σπάνια κατάσαρκα (στηθοπάνν’, επανωκάμισον, γιαχαλούχ).
Βρακίν, αντζοφόρ’, λώμμαστην Αδυσσό: Λινή ή βαμβακερή, μακριά ως τους αστραγάλους, πολύπτυχη βράκα, με δαντέλα ή κέντημα στις άκρες των μπατζακιών.
Σαλβάρ’, σαρβάλ’, σαλβαρόπον: Βράκα μακριά, βαμβακερή ή μάλλινη.
Ζιπούνα ή ζουπούνα, εντερή: Ένδυμα μακρύ, βαμβακερό, μάλλινο,8 με κόψιμο παρόμοιο με της βυζαντινής δαλματικής.9 Ανοιχτή στο στήθος (ελλειψοειδώς στη Λιβερά), κούμπωνε στη μέση. Τα δύο μπροστινά φύλλα σταύρωναν και άνοιγαν ψηλά στο πλάι, αφήνοντας να φαίνεται το σαλβάρι.10 Στο πάνω μέρος της ζουπούνας κεντούσαν με γαϊτάνια σχηματοποιημένο πτηνό, την τρυγόν’.
Σπαλέρ’, σπαρέλ’: Ύφασμα φοδραρισμένο με άσπρο πανί, με γαϊτάνι στα τελειώματα, κάλυπτε το στήθος μέχρι τη μέση και δενόταν πίσω από το λαιμό.
Πάνω από τη ζιπούνα φορούσαν κοντό, ανοιχτό επενδύτη, από τσόχα ή βελούδο, με τερζήδικη διακόσμηση (κοντέσ’, κατιφέ, χατιφέ, χατιφά, σαλταμάρκα στη Λιβερά, σάλταστο Ακ Νταγ, κοντογούν’, καπότα, πόλκα).
Μετά το γάμο και την απόκτηση παιδιών οι γυναίκες κάλυπταν το μπροστινό μέρος της ζιπούνας με τετράγωνη ποδιά βαμβακερή, μάλλινη ή τσόχινη (πισταμπάλ’ στη Χαλδία, εμποδέα στο Ακ Νταγ, φοτά στη Λιβερά).11
Στη μέση φορούσαν ζωνάρι μήκους 3 μ. και πλάτους 0,50 μ. από ντόπιο χοντρό σάλι ή από εισαγόμενα υφάσματα (ετζέμσάλ’ από την Περσία, λαχώρ’ζωνάρ’ από τη Λαχόρη, ταραπολόζ’ από την Τρίπολη της Λιβύης). Στη Λιβερά οι γυναίκες ύφαιναν μακριά και στενή ταινία (κλεμία), με την οποία στερέωναν το φοτά.12
Για το χειμώνα υπήρχαν ποδήρεις επενδύτες, με γούνα στο εσωτερικό και τα τελειώματα (ντελμέ, λιμπαντέ). Οι ηλικιωμένες φορούσαν το τσόχινο ακρογούνι, με γούνινη εσωτερική επένδυση.13
Στα πόδια φορούσαν χειροποίητα πλεκτά ορτάρα και κάλτζαι, ενώ στα χέρια χορότα, γάντια πλεχτά άσπρα ή χρωματιστά. Τελευταία εμφανίστηκαν δυτικοφερμένα δερμάτινα γάντια. Συνηθισμένα παπούτσια για τις χωρικές ήταν τα ποστάλα με χαμηλό τακούνι, από ντόπιο δέρμα, ενώ στα αστικά κέντρα φορούσαν τζαγγία, παπούτζα και κουντούρας. Κόκκινο χρώμα είχαν τα νυφιάτικα παπούτσια που χάριζε ο γαμπρός στη νύφη.
Οι κοπέλες κάλυπταν τα μαλλιά με λευκό λεπτό μαντίλι, το ντουλπάνι, ή με άσπρη ή κίτρινη μαντίλα, το γιαζμά. Από τα 16 τους οι γυναίκες στον Πόντο μπορούσαν να φορέσουν την τάπλα. Καλυμμένη εξωτερικά με κέντημα συρμακέσικο (κουρσίν), αποτελούνταν εσωτερικά από λεπτό μεταλλικό στρογγυλό έλασμα, που δημιουργούσε επίπεδο δίσκο στο άνω μέρος της κεφαλής, ενώ στην περιφέρεια έφερε στενό γύρισμα 3-3,5 δακτύλων. Οι νέες μπορούσαν να φορούν τάπλα με επίρραπτο έλασμα, χρυσό ή ασημένιο ανάγλυφα διακοσμημένο (τεπελίκι, ταπαλίκ), ενώ κάποτε διακοσμούνταν από ομόκεντρες σειρές με φλουριά. Γύρω καλυπτόταν με ύφασμα, συνήθως κόκκινου χρώματος (τσίτ’, κουβράχ στο Ακ Νταγ).14 Το μέτωπο το κοσμούσε σειρά από φλουριά. Με κορδέλες επίρραπτες στα πλάγια της τάπλας στερεωνόταν ο κεφαλόδεσμος στο κεφάλι και δενόταν στον αυχένα, πίσω από την πλεξούδα, λίγο λοξά και χαμηλωμένα στο μέτωπο.15
Τα μαλλιά κυρίως χτενίζονται σε μια ή δυο πλεξούδες. Οι νεότερες συνήθιζαν τα ζουλούφα:16 έστριβαν τούφες μαλλιών και, περνώντας τα πίσω από τα αυτιά, τα ένωναν με την πλεξούδα τους. Στη Λιβερά συνήθιζαν να έχουν τέσσερις πλεξούδες,17 που τις κάλυπταν με τριγωνικά διπλωμένο τετράγωνο μαντίλι (λετζέκ) και τις έστριβαν στις άκρες περνώντας τες πάνω από το μέτωπο. Φορούσαν και δεύτερο λετζέκ, που το σταύρωναν κάτω από το σαγόνι. Στις αρχές του 20ού αιώνα απέμεινε ένα μαντίλι να καλύπτει εν μέρει τα μαλλιά.18
Οι ηλικιωμένες γυναίκες φορούσαν την κουκούλ’, κεφαλόδεσμο από χαμηλό φέσι καλυμμένο με μαντίλια (τσίτια).
Η νύφη κατά τη στέψη σκέπαζε όχι μόνο το κεφάλι αλλά και όλο το εμπρός και πίσω μέρος του σώματός της με λεπτό ύφασμα λευκό ή κόκκινο (λετζέκ, πουλλούν, βαλά, κάγια, καμαρωτέρ’ στα Σούρμενα, καμάρα στη Λιβερά, τουβάκι σε Σινώπη και Κοτύωρα, τουλ’ στα μεταλλεία και στην Πουλαντζάκη). Στην εκκλησία ή και στις επισκέψεις οι ηλικιωμένες κάλυπταν επίσης το κεφάλι με τριγωνικό μαντίλι που έπεφτε με τις άκρες ελεύθερες στο μπροστινό μέρος του σώματος (σαλ’).
Όπως και οι άνδρες με τον οπλισμό, έτσι και οι γυναίκες στις επίσημες περιστάσεις συμπλήρωναν τα ενδύματά τους με κοσμήματα. Εκτός από τα φλουριά στο μέτωπο, συνηθιζόταν το χιλάλ στερεωμένο στο γύρο της τάπλας, σκουλαρίκια, βραχιόλια, δακτυλίδια. Χαρακτηριστικότερα κοσμήματα όμως ήταν η μπογαζκιστήν, αλυσίδα με το μονόγραμμα της φέρουσας, τα τετίκια, επτά ασημένιες αλυσίδες που καθεμία κατέληγε σε φλουρί και στερεώνονταν στις πλεξούδες. Κάποιες φορές έφεραν ’ματοζήνιχο, για προστασία από το κακό μάτι. Αστικά κοσμήματα ήταν η αλυσίδα με καρδίτσα - ή αλλιώς μεταλλιόν - (καρδιόσχημο κόσμημα) και ο σταυρός.
2. Ένδυμα και κοινωνική συγκρότηση
Το ένδυμα δίνει αφορμές να ανιχνεύσουμε μια ολόκληρη εποχή, πληροφορώντας μας για συγκεκριμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, για την οικογενειακή δομή αλλά και για τις διακοινοτικές σχέσεις.
Σε οικοτεχνική βάση κατασκευάζονταν πολλά από τα ενδύματα,19 από την επεξεργασία του υφάσματος μέχρι το ράψιμο.20 Για τις ζουπούνες 21 όμως και τους επενδύτες υπήρχαν Πόντιοι ραφτάδες, που συχνά κατασκεύαζαν και τα ρούχα των μουσουλμάνων.22 Ειδικοί τεχνίτες εκτελούσαν τα τερζήδικα και συρμακέσικα μοτίβα. Επίσης τα κεφαλοκαλύμματα κατασκευάζονταν από τους καλπακτζήδες (από το τουρκ. kalpakçı, κατασκευαστής των γούνινων καπέλων που ήταν γνωστά ως καλπάκια).23
Το ένδυμα συνιστά την ορατή ταυτότητα του φορέα του, υποδηλώνοντας την ταξική, οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Αυτό αντικατοπτρίζεται όχι στη σταθερή, διαταξικά, δομή της ενδυμασίας, μα στην επιλογή πολυτελών και εισαγόμενων υφασμάτων και κοσμημάτων από τους ευπορότερους.24 Έτσι, οι ευκατάστατοι αρχιμεταλλουργοί των μεταλλειοφόρων περιοχών του μεσογειακού Πόντου έφεραν βαρύτιμους επενδύτες και καλπάκι από σαμουρόγουνα με χρυσά εμβλήματα (σφυρί, μοχλό και θρυαλλίδα) στην προμετωπίδα.25
Η γυναίκα στον Πόντο από 15 ετών θεωρείτο ότι ήταν σε ηλικία γάμου και αποκτούσε για τις επίσημες εμφανίσεις της τα ζουπούνας.26 Ο γάμος, από τα προξενέματα και τη μνηστεία μέχρι τη στέψη, ήταν μια διαδικασία γιορτής, με τα ενδύματα και τα μαντίλια να είναι τα κατεξοχήν δώρα μεταξύ συγγενών.27 Η σημασία των ενδυμάτων φαίνεται και από το γεγονός ότι αποτελούσαν σημαντικό στοιχείο της προίκας, η οποία δεν περιλάμβανε ακίνητη περιουσία.28
Μαρτυρία μάς πληροφορεί ότι για κάθε γυναίκα στα τέλη του 19ου αιώνα ο γάμος ήταν το νοητό όριο για να αποκτήσει, να διατηρήσει ή να καταργήσει την παραδοσιακή φορεσιά της, ανάλογα με την επιθυμία πρώτα και πάνω από όλα των πεθερικών της.29 Από αυτό και μόνο καταλαβαίνουμε ότι τα πεθερικά είχαν τον πρώτο λόγο στη ζωή της και η θέση της στην πατριαρχική κοινωνία του Πόντου, με την επιβεβλημένη –πλην ελάχιστων εξαιρέσεων– 30εγκατάσταση στο σπίτι του πατέρα του συζύγου,31 ήταν τουλάχιστον μειονεκτική.
Γενικά, η γυναίκα μετά το γάμο, ως μέλος της διευρυμένης οικογένειας, υπόκειτο σε αυστηρό καταμερισμό εργασίας μέσα και έξω από το σπίτι. Μετά το φύλο, η ηλικία ήταν αυτή που όριζε τις ιεραρχίες: τον πρώτο λόγο είχε η πεθερά και ακολουθούσαν κατά σειρά «παλαιότητας» οι κουνιάδες και οι νυφάδες.32 Σιωπή (το διαβόητο μαχ’), χειροφιλήματα, πλύσιμο των ποδιών των συγγενών του άντρα της καλωσόριζαν τη γυναίκα στη νέα κατάσταση.33 Στην περίοδο της εγκυμοσύνης η γυναίκα απέφευγε να κυκλοφορεί έξω από το σπίτι και, όταν συνέβαινε αυτό, προσπαθούσε με φαρδιά ρούχα ή ολόσωμες καλύπτρες να κρύβει την κοιλιά της από το φόβο της βασκανίας.34 Η γέννηση παιδιών ήταν ένα σημαντικό ορόσημο στη ζωή της γυναίκας: Εγκατέλειπε τη νυφική φορεσιά που έως τότε μπορούσε να χρησιμοποιεί σε επίσημες περιστάσεις, μαντίλια και υφάσματα αποκτούσαν λιγότερο φανταχτερά χρώματα, αλλά την ίδια στιγμή αναβαθμιζόταν ελαφρώς η θέση της μέσα στην οικογένεια και σε κάποιες περιπτώσεις της επιτρεπόταν και να μιλά (!).35 Οι χήρες εμφανίζονταν σπάνια εκτός σπιτιού και μέσα στο σπίτι φορούσαν σκουρόχρωμη απλή ή σταυρωτή ζουπούνα.36
Τα ενδύματα είναι γνωστό ότι φορτίζονταν και με μαγικές ιδιότητες. Έτσι, και στους χριστιανούς του Πόντου απαντούσε η συνήθεια να αναθέτουν κρεμώντας σε δέντρα στους περίβολους εκκλησιών τμήματα από ενδύματα που κάλυπταν ένα μέρος του σώματος το οποίο αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας, ελπίζοντας στην ομοιοπαθητική ίαση.37 Παρόμοια, μουσουλμάνες καλυμμένες με μαντίλια χριστιανών πήγαιναν σε χριστιανικούς ναούς να προσευχηθούν «υπέρ υγείας».
3. Ιστορικές συγκυρίες
Ο Πόντος, περιοχή αυτάρκης και αποκομμένη, βρίσκεται την ίδια στιγμή πάνω στο δρόμο του διαμετακομιστικού εμπορίου από Ανατολή, Δύση και Βορρά.38 Η γυναικεία κυρίως ενδυμασία έχει σαφή βυζαντινότροπα χαρακτηριστικά, όπως δηλώνουν και οι ονομασίες κάποιων ενδυμάτων.39
Στο πλαίσιο βέβαια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ενδυμασία στον Πόντο διαμορφώθηκε με συγκεκριμένα δεδομένα και επιταγές τα οποία αφορούσαν τα χρώματα και τις ποιότητες υφασμάτων που επιτρέπονταν στους χριστιανικούς πληθυσμούς. Οι άνδρες επηρεάστηκαν ενδυματολογικά από τους μουσουλμάνους περισσότερο από τις γυναίκες, αφού κυκλοφορούσαν πιο άνετα στο δημόσιο χώρο και έρχονταν σε επαφή με άλλες εθνοθρησκευτικές κοινότητες. Τη στενή σχέση μουσουλμανικής και χριστιανικής ενδυμασίας απηχούν και οι ονομασίες ενδυμάτων και υφασμάτων.40 Αξιοσημείωτο είναι ότι από το 19ο αιώνα τουλάχιστον και μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών οι νεότεροι Πόντιοι υιοθέτησαν το ενδυματολογικό ιδίωμα των λαζικών πληθυσμών, τη ζίπκα, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείται πλέον η αντιπροσωπευτική ενδυμασία των Ποντίων.41
Ήδη όμως από τις αρχές του 19ου αιώνα ο ενδυματολογικός αέρας της Δύσης άρχισε να φυσά και στον Πόντο. Πρώτοι επηρεάστηκαν οι άντρες, κυρίως οι έμποροι και οι βιοτέχνες που ταξίδευαν για επαγγελματικούς λόγους. Η ευρωπαϊκή ενδυμασία σταδιακά αντικατέστησε την παραδοσιακή και ονομαζόταν στανά ή τσατάλα, ενώ τσάταλο αποκαλούσαν αυτόν που τη φορούσε.42 Επιδράσεις είχε η ενδυμασία και από τη Μολδοβλαχία, τον Καύκασο, τη Ρωσία και τη Γεωργία, καθώς όχι μόνο εμπορικοί αλλά και ιστορικοί λόγοι οδηγούσαν εκεί τους Πόντιους.43 Έτσι εξηγείται το παπάκ’, επίπεδο σαν καλπάκι κεφαλοκάλυμμα φοδραρισμένο με πρόβειο δέρμα.44
Ηλικιωμένες και αγρότισσες, συντηρητικότερες ενδυματολογικά και με περιορισμένη κοινωνική δραστηριότητα, διατήρησαν τα ζουπούνας, έστω και απλουστευμένα, μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι γυναίκες των παράλιων αστικών κέντρων μετά το 1860 άρχισαν να νεωτερίζουν. Σε αυτό συντέλεσε τόσο η ανάπτυξη του εμπορίου με την εισαγωγή έτοιμων πια ενδυμάτων, φιγουρινιών κτλ., όσο και η εμφάνιση στα 1900 και η γενίκευση λίγο αργότερα της ραπτομηχανής.45 Η περίπτωση της Λιβεράς, όπου μετά την ανασύσταση της μητρόπολης Ροδοπόλεως το 1902, με σύσταση του ίδιου του μητροπολίτη Γερβάσιου Σαρασίτη, το παραδοσιακό ένδυμα απλοποιήθηκε και εξευρωπαΐστηκε, αποτελεί δυσερμήνευτο unicum.46
Η παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία προσέλαβε γρήγορα συμβολικό-μνημειακό χαρακτήρα: Έτσι ακόμη και οι πιο «μοντέρνες» γυναίκες είχαν υποχρεωτικά μια ζουπούνα και έπρεπε να τη φορέσουν σε σημαντικές στιγμές (γάμους, αρραβώνες) ή έστω να απαθανατιστούν φωτογραφικά με αυτή.47
Μετά το 1923, ελάχιστες και προερχόμενες από χαμηλά κοινωνικά στρώματα ήταν οι γυναίκες πρόσφυγες που εξακολούθησαν να φορούν κομμάτια της παλαιάς φορεσιάς και αυτό μόνο εφόσον εγκαθίσταντο σε αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. |
| | |
1. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 529. 2. Το ισρούπασι, βράκα από λευκό χοντρό ύφασμα, το φορούσαν στη Λιβερά πάνω από την εξωτερική βράκα οι καζαντζήδες (χαλκωματάδες) και οι καλαϊτζήδες (επικασσιτερωτές), για να μη λερώνουν την καραβάνα. Βλ. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 36. 3. Ένδυμα πλούσιο σε συνδηλώσεις: λύνω ζωνάρ’ = αποπατώ, να έχω τη ζουναρί σ’ (= της μοιχείας σου) τα κρίματα. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 16. 4. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 39. 5. Η γούνα χαρακτήριζε την κοινωνική τάξη του ατόμου. Υπήρχαν διάφορα είδη γούνας και κοσμούσαν διαφορετικά σημεία του ενδύματος. Οι αρχιμεταλλουργοί φορούσαν πολυτελή γούνα, ενώ τη χρησιμοποιούσαν και ηλικιωμένες γυναίκες. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 22. 6. Επενδύτης που φορούσε ο γαμπρός στη Χαλδία κατά τη στέψη, ενώ τη χρησιμοποιούσαν με ελαφρώς διαφοροποιημένο κόψιμο και οι ηλικιωμένες γυναίκες. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 23. 7. Αν θέλαμε να κατατάξουμε με βάση τα γνωστά ενδυματολογικά ταξινομικά συστήματα (Παπαντωνίου, Χατζημιχάλη) το γενικό ενδυματολογικό τύπο της φορεσιάς, θα λέγαμε ότι πρόκειται για φορεσιά με καβάδι. Σύμφωνα με το ταξινομικό σύστημα που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί τη δεκαετία του 1980 από ομάδα εμπειρογνωμόνων στο Musée des Arts et des Traditions Populaires, μπορεί να θεωρηθεί σύνολο από ραμμένα ενδύματα που φοριούνται από το κεφάλι και τα περισσότερα στηρίζονται στους ώμους. Βλ. περισσότερα στοιχεία σχετικά με το νέο ταξινομικό σύστημα: Groupe de Travail sur le Vêtement, “La constitution d’un prôtocole d’enquête”, L’Ethnographie, σελ. 92-94, Actes du colloque national CNRS “Vers une anthropologie du vêtement”, Musée de l’Homme (9-11 mars 1983) publiés sous la direction d’ Y. Delaportes (Paris 1984), σελ. 287-289. 8. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα διαφορετικά υφάσματα από τα οποία κατασκευάζονταν ζουπούνες, βλ. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 539-540. 9. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 534. 10. Όπως υπαγόρευαν τα πρότυπα της κομψότητας εκείνης της εποχής, βλ. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 541. 11. Καλπίδου, Λ., «Η παραδοσιακή φορεσιά», Έρεισμα 2 (1995), σελ. 25-27. 12. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 48. 13. Καλπίδου, Λ., «Η παραδοσιακή φορεσιά», Έρεισμα 2 (1995), σελ. 26. 14. Τα χρώματα στο τσίτ’ σχετίζονταν με την ηλικία της γυναίκας: μεταξύ 20 και 25 ήταν κόκκινα ή κλαρωτά και έφεραν πολλές χάνδρες ή ψευτοφλουριά. Από 25 ως 35 τα τσίτια ήταν κίτρινα, ενώ για μεγαλύτερες γυναίκες ήταν μαύρα. Παρόμοια ήταν η χρωματική διαβάθμιση και στα λετζέκια, σταμπωτά βαμβακερά μαντίλια που κατασκευάζονταν στην Τραπεζούντα. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 27-28. 15. Στη Λιβερά η νύφη στερέωνε τον κεφαλόδεσμο περνώντας κάτω από το σαγόνι ως στενή ταινία διπλωμένο ένα λευκό ύφασμα ή τσεβρέ κεντημένο. Βλ. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 50-51. 16. Καλπίδου, Λ., «Η παραδοσιακή φορεσιά», Έρεισμα 2 (1995), σελ. 26. 17. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 43. 18. Παλαιότερα η κάλυψη των μαλλιών ήταν υποχρεωτική και ενδελεχής σε όλο τον Πόντο, και αυτό συνιστά μια έντονη διαφορά σε σχέση με το πώς παρουσιάζεται πλέον η φορεσιά σε εορταστικές επετειακές και χορευτικές κατά κύριο λόγο περιστάσεις, στο πλαίσιο συλλόγων. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 44. 19. Υπάρχουν πληροφορίες ότι οι νέες κοπέλες στην Κερασούντα και την Τρίπολη έφτιαχναν μόνες τους την προίκα τους και αγόραζαν τα χρυσά στολίδια της φορεσιάς τους όπως και υφάσματα ή και ενδύματα από τα χρήματα που κέρδιζαν από την επεξεργασία φουντουκιών. Βλ. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα - Από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αι. (Αθήνα 1991), σελ. 268. 20. Για παράδειγμα, στην Τρίπολη του Πόντου οι γυναίκες καλλιεργούσαν και επεξεργάζονταν το λινάρι, βλ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, Τ., Η Τρίπολη του Πόντου (1976), σελ. 50-51. 21. Φημισμένοι κατασκευαστές ζουπούνας ήταν στην Τραπεζούντα ο Κωνσταντίνος Καγκέλτς και ο Θεόδωρος Πελαγίδης, ενώ στην Κερασούντα ξεχώριζε ο Μηνάης. Βλ. Καλπίδου, Λ.,«Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 534. 22. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 4. 23. Επάγγελμα που συχνά μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά, εν είδει κλειστής συντεχνιακής οργάνωσης, όπως δηλώνει άλλωστε και η ύπαρξη του επωνύμου Καλπακτζής στην Αργυρούπολη, την Τραπεζούντα και αλλού. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 8. 24. Για πληροφορίες για τα πολυτελή υφάσματα, τον τόπο προέλευσής τους και τη χρήση τους ανάλογα με τη διαφορετική ηλικία αλλά και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929). 25. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 8. 26. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 542. 27. Οικονομίδης, Δ., «Γαμήλια Έθιμα», Αρχείον Πόντου 1 (1928), σελ. 121-180. 28. Αλεξάκης, Ε., «Οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 234. 29. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 542. 30. Μόνον όταν μια οικογένεια δεν είχε γιο, ο σύζυγος της κόρης εγκαθίστατο στα πεθερικά του και έπαιρνε και το επώνυμο της συζύγου του. Αλεξάκης, Ε., «Οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 229. 31. Οι γιοι με τις οικογένειές τους κατοικούσαν στο σπιτικό του πατέρα. Αρχηγός θεωρείται ο παππούς, ο πατέρας ή ο μεγαλύτερος αδελφός και αυτός διαχειρίζεται και το κοινό ταμείο. Αλεξάκης, Ε., «Οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 232. 32. Αυτή η αυστηρή ιεράρχηση φαίνεται και από τους όρους συγγένειας, όπου η νύφη υποχρεούται να καλεί όλους τους άντρες συγγενείς του άντρα της «αφέντα» και τις γυναίκες «κυρά». Βλ. Αλεξάκης, Ε., «Οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 238. 33. Για τη συνήθεια του μαχ’, τους κανόνες και το τυπικό του βλ. Αλεξάκης, Ε., «Οικογενειακή και συγγενειακή οργάνωση των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 239, Γκρίτση-Μιλλιέξ, Τ., Η Τρίπολη του Πόντου (1976), σελ. 97-98. 34. Άκογλου, Ξ., Λαογραφικά Κοτυώρων (Αθήνα 1939). 35. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 543. 36. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 543. 37. Γκρίτση-Μιλλιέξ, Τ., Η Τρίπολη του Πόντου (1976), σελ. 122-123. 38. Από κείμενα Βυζαντινών χρονογράφων αντλούμε πληροφορίες για εισαγόμενα από τη Βενετία και τη Γένουα υφάσματα, ενώ ειδικά κατά τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας χρησιμοποιούνταν πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα από τις ανατολικές περιοχές. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 5. 39. Το βασικό ένδυμα της γυναικείας παραδοσιακής φορεσιάς του Πόντου, η ζουπούνα, θυμίζει έντονα το κόψιμο της βυζαντινής δαλματικής. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 4· Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 529. 40. Έχει υποστηριχθεί ότι συχνά πρόκειται για ενδύματα αρχικά ελληνικά που τα υιοθέτησαν οι Τούρκοι, τα ονομάτισαν στη γλώσσα τους και οι ελληνικοί πληθυσμοί δέχτηκαν και αυτοί το τουρκικό όνομα, με τη λογική του αντιδανείου. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 4. 41. Από τους Λαζούς η ζίπκα πέρασε στους Πόντιους της περιοχής Κρώμνης, Σάντας, Τραπεζούντας, Αμάσειας, όπως και Όλασσας. Βλ. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 14. 42. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 23-24. 43. Για την ιστορική πορεία του Ποντιακού Ελληνισμού βλ. Κορομηλά, Μ., Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα - Από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αι. (Αθήνα 1991). 44. Οικονομίδης, Δ., «Περί Αμφιέσεως», Αρχείον Πόντου 2 (1929), σελ. 9. 45. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 534. 46. Μυρίδου, Χ., «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 30. 47. Καλπίδου, Λ., «Η ζουπούνα στη γυναικεία φορεσιά των Ελλήνων του Πόντου», Αρχείον Πόντου 38 (1983), σελ. 543. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|