καδής, ο
Αξίωμα που συνδύαζε δικαστικά, συμβολαιογραφικά και διοικητικά καθήκοντα. Ο καδής, που προέδρευε στο ιεροδικείο στην έδρα της διοικητικής περιφέρειας του καζά, καταχώριζε τις πράξεις που εξέδιδε, καθώς και όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα έγγραφα, σε ειδικούς ιεροδικαστικούς κώδικες (σιτζίλ). Ως δικαστής ο καδής εφάρμοζε τον ιερό νόμο των μουσουλμάνων (σαρία), λαμβάνοντας υπόψη και το νόμο που εξέδιδαν οι σουλτάνοι (κανούν), όπως και το τοπικό εθιμικό δίκαιο (ερφ). Στο δικαστήριό του είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν όλοι οι υπήκοοι ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Παράλληλα, ο καδής είχε και διοικητικά καθήκοντα, τα οποία ασκούσε σε συνεργασία με τους διοικητικούς αξιωματούχους του καζά, όπως και αρμοδιότητες σχετικές με τη συλλογή των φόρων.
|
μπεράτι (βεράτι), το
Σουλτανικό έγγραφο κανονιστικού χαρακτήρα, με περιεχόμενο την απόδοση κάποιου αξιώματος ή την απονομή προνομίων σε άτομα ή ομάδες. Μπεράτια δίνονταν σε όλους τους κρατικούς λειτουργούς, αλλά και στα μέλη του ανώτατου κλήρου, όπως οι πατριάρχες και οι μητροπολίτες.
|
σαντζάκι, το (λιβάς, ο)
Μεσαίου μεγέθους μονάδα επαρχιακής διοίκησης του οθωμανικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Υποδιαίρεση του πρώιμου οθωμανικού εγιαλετιού (ή μπεϊλερμπεϊλικιού) και του ύστερου οθωμανικού βιλαετιού. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο είναι γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι.
|
σταυροπήγιο, το
Μονή ή και ναός που υπάγεται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και δεν έχει εξάρτηση από τον τοπικό επίσκοπο. Όταν ο όρος αφορούσε χωριά, σήμαινε ότι αυτά εξαρτιόνταν, ιδίως ως προς την εκκλησιαστική φορολογία των κατοίκων, απευθείας από το Πατριαρχείο και όχι από την τοπική μητρόπολη.
|
τιτουλάριος, ο
1. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που έφερε για λόγους διάκρισης τον τίτλο του επισκόπου ή μητροπολίτη μιας ανενεργού εκκλησιαστικής επαρχίας. 2. Ο κάτοχος ενός τίτλου που έχει δοθεί τιμής ένεκεν, χωρίς να περιέχει καμία αρμοδιότητα.
|