Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Φιλόθεος Νικομηδείας

Συγγραφή : Σταματόπουλος Δημήτριος (23/7/2002)

Για παραπομπή: Σταματόπουλος Δημήτριος , «Φιλόθεος Νικομηδείας», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6611>

Φιλόθεος Νικομηδείας (7/5/2008 v.1) Philotheos of Nicomedia - δεν έχει ακόμη εκδοθεί 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

Βουλγαρικό ζήτημα, το
Ο αγώνας των Βουλγάρων για εκκλησιαστική αυτονομία. Οι Βούλγαροι διεκδικούσαν, ήδη από την πέμπτη δεκαετία του 19ου αιώνα, τη σύσταση αυτόνομης εκκλησίας (εξαρχία), που θα διατηρούσε μόνο τυπικούς δεσμούς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η κίνηση των Βουλγάρων, που είχε κατά καιρούς την υποστήριξη της Ρωσίας, υπονόμευε, όπως είναι φυσικό, τη θέση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και γι’ αυτό συνάντησε την έντονη αντίδρασή του. Έπειτα από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις και αφού οι προσπάθειες συμβιβασμού απέτυχαν, η Πύλη εξέδωσε το 1870 φιρμάνι με το οποίο αναγνώριζε την ύπαρξη βουλγαρικής εξαρχίας, παρότι το Πατριαρχείο στην τοπική σύνοδο του 1870 την αποκήρυξε ως αιρετική (εθνοφυλετισμός). Όπως είναι εύλογο, ο αγώνας των Βουλγάρων για εκκλησιαστική χειραφέτηση δεν είχε κατ’ ουσίαν θρησκευτικό χαρακτήρα, αλλά συνδεόταν με την ανάδυση του βουλγαρικού εθνικισμού, ενώ είχε και σαφείς πολιτικές συνδηλώσεις (βουλγαρική πολιτική ανεξαρτησία).

γεροντισμός
Σύστημα διοίκησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου το οποίο εγκαθιδρύθηκε επί των ημερών του Πατριάρχη Σαμουήλ του Χαντζερή (1767) και στηριζόταν σε ένα είδος εκκλησιαστικής αριστοκρατίας: τους μητροπολίτες των πλησιόχωρων στην Κωνσταντινούπολη μητροπόλεων (δηλ. της Ηρακλείας, της Χαλκηδόνος, της Νικομηδείας, της Κυζίκου, της Νίκαιας, και αργότερα των Δέρκων και της Καισαρείας). Οι μητροπολίτες αυτοί αποκαλούνταν «γέροντες» και ασκούσαν τη διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε συνεργασία με τον Πατριάρχη, στην πραγματικότητα όμως συχνά επιβάλλοντας την άποψή τους σε αυτόν ή έχοντας ακόμη τη δυνατότητα να προκαλέσουν την ανατροπή του. Ο γεροντισμός μπορεί να διασφάλιζε τη διοικητική ικανότητα στα ανώτερα κλιμάκια του Πατριαρχείου, αφού η μακροχρόνια παραμονή στην πρωτεύουσα καθιστούσε τους γέροντες ιδιαίτερα έμπειρους στη διαχείριση κάθε είδους κρίσεων, ταυτόχρονα όμως αποτελούσε πηγή οικονομικών και άλλων καταχρήσεων, ενώ υπονόμευε την αυτονομία της θέσης του Οικουμενικού Πατριάρχη. Το σύστημα του γεροντισμού έπαψε να ισχύει μετά την ψήφιση των Γενικών ή «Εθνικών» Κανονισμών από την Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1858-1860, ως συνέπεια της ανακήρυξης του αυτοκρατορικού διατάγματος του Χάτι-Χουμαγιούν του 1856 που μεταξύ άλλων προέβλεπε την εσωτερική αναδιοργάνωση των μιλλέτ (εθνοθρησκευτικές κοινότητες).

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>