damnatio memoriae, η
Η καταδίκη της μνήμης ενός αυτοκράτορα, εξαιτίας της κακής πολιτικής του. Οδηγούσε στην αφαίρεση των απεικονίσεων και του ονόματός του από τα δημόσια κτήρια, τα μνημεία και τις επιγραφές.
|
δεσπότης, ο
Τίτλος που εμφανίστηκε το 12ο αιώνα. Στη διοικητική ιεραρχία το αξίωμα του δεσπότη βρισκόταν κάτω από το αξίωμα του αυτοκράτορα και του συναυτοκράτορα. Από το 14ο αιώνα και εξής τον τίτλο φέρουν οι ηγεμόνες επιμέρους περιοχών, όπως της Πελοποννήσου και της Ηπείρου.
|
κονόσταυλος, ο
(κονοστάβλος, κοντοστάβλος ή κονόσταυλος) 1. Ανώτατος αξιωματικός (τρίτος στη στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και το μεγάλο στρατοπεδάρχη). 2. Aρχηγός στόλου, ναύαρχος (από το βενετσιάνικο contestabile). 3. Ο μέγας κονόσταυλος εμφανίζεται ως ανώτερος τιμητικός τίτλος από το 13ο αιώνα και σημαίνει τον επικεφαλής των Λατίνων μισθοφόρων.
|
μέγας δομέστικος, ο
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα.
|
μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου. Το αξίωμα του μεγάλου δούκα αντικατέστησε το 1092 εκείνο του δούκα. Η εμφάνισή του συνδυάστηκε με την διάλυση του θεματικού ναυτικού στόλου και με την προσπάθεια, που καταβαλλόταν εκείνη την περίοδο οργάνωσης ενός ενιαίου βυζαντινού στόλου. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δουκός απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.
|
σεβαστοκράτωρ, ο
Υψηλός τιμητικός τίτλος. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδόθηκε πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στον αδελφό του Ισαάκιο Κομνηνό και στη συνέχεια δινόταν σε μέλη της οικογένειας του αυτοκράτορα. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ο υψηλός αυτός τίτλος δήλωνε τους ανώτερους άρχοντες του κράτους.
|
Σικελικός Εσπερινός, ο
Η επανάσταση που ξέσπασε τον Μάρτιο του 1282 στο Παλέρμο, δίνοντας αιματηρό τέλος στην κυριαρχία του Καρόλου Ανδεγαυού στη Σικελία. Η στάση είχε υποκινηθεί από τον Πέτρο της Αραγωνίας, που ήθελε την κυριαρχία στη Σικελία, και από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, που απειλούνταν από την πολιτική του Καρόλου. Η ανατροπή του Καρόλου σήμανε την απαλλαγή της πρόσφατα αναστηλωμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από έναν επικίνδυνο εχθρό και από τον αντιβυζαντινό συνασπισμό του οποίου ήταν η ψυχή.
|
τιτουλάριος, ο
1. Εκκλησιαστικός αξιωματούχος που έφερε για λόγους διάκρισης τον τίτλο του επισκόπου ή μητροπολίτη μιας ανενεργού εκκλησιαστικής επαρχίας. 2. Ο κάτοχος ενός τίτλου που έχει δοθεί τιμής ένεκεν, χωρίς να περιέχει καμία αρμοδιότητα.
|