κτήτορας, ο
Κληρικός ή λαϊκός ο οποίος συμβάλλει οικονομικά προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα (ή οικοδομικό πρόγραμμα), έργο τέχνης κ.λπ. Στην περίπτωση του οικοδομήματος ο κτήτορας συνδέεται συνήθως με το έργο μέσω κάποιας ειδικής νομικής σχέσης (κατοχή, νομή, επικαρπία ή άλλο).
|
Λαζοί, οι
Έθνοτική ομάδα των παραλίων της Μαύρης Θάλασσας με γλωσσικό ιδίωμα που ανήκει στις γλώσσες του Νοτίου Καυκάσου. Στα μεσαιωνικά χρόνια οι Λαζοί κατοικούσαν στις ακτές του βορειοανατολικού Εύξεινου Πόντου, στα βορειοανατολικά εδάφη της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, στη Λαζία ή Λαζική (όπου οργανώθηκε και το βάνδον της Μεγάλης Λαζίας) και στη δυτική Ιβηρία (Γεωργία). Ήταν σύμμαχοι των Μεγάλων Κομνηνών. Διαδραμάτισαν πολλές φορές σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Σήμερα ζουν στην Τουρκία (οι περισσότεροι) και στη Γεωργία.
|
μέγας δομέστικος, ο
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής. Το αξίωμα του μεγάλου δομεστίκου αντικατέστησε σε απροσδιόριστο χρόνο το αξίωμα του δομεστίκου των σχολών της Μέσης Βυζαντινής περιόδου. Κατά τον 11ο-12ο αιώνα ο μέγας δομέστικος διοικούσε τα ξεχωριστά στρατεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Το 13ο αιώνα, ωστόσο, ο διαχωρισμός αυτός είχε εκλείψει. Ιεραρχικά τοποθετείται μετά τον πρωτοβεστιάριο και το μέγα στρατοπεδάρχη, ενώ το 14ο αιώνα μετά τον καίσαρα. Ως ανώτατος τίτλος δινόταν επίσης σε στενούς συγγενείς του αυτοκράτορα.
|
μέγας δουξ/δούκας, ο
Ο επικεφαλής του αυτοκρατορικού στόλου. Το αξίωμα του μεγάλου δούκα αντικατέστησε το 1092 εκείνο του δούκα. Η εμφάνισή του συνδυάστηκε με την διάλυση του θεματικού ναυτικού στόλου και με την προσπάθεια, που καταβαλλόταν εκείνη την περίοδο οργάνωσης ενός ενιαίου βυζαντινού στόλου. Κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, ο τίτλος του μεγάλου δουκός απονεμόταν στους πλέον υψηλόβαθμους πολιτικούς/στρατιωτικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας.
|