άσπρο, το (ακτσές, ο)
Βασική νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο της ακμής της αυτοκρατορίας, 40 αργυρά άσπρα αντιστοιχούσαν σ' ένα χρυσό νόμισμα. Ωστόσο αργότερα υποτιμήθηκε, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί, στο τέλος του 17ου αιώνα, από το γρόσι.
|
βακούφι, το
Ίδρυμα, κτήμα και μερικές φορές ακόμα και χρηματικό ποσό ή εισόδημα που προερχόταν από φορολογικά έσοδα, το οποίο θεωρούνταν αφιερωμένο σύμφωνα με τον ισλαμικό ιερό νόμο (σεριάτ) και είχε παραχωρηθεί για θρησκευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς.
|
βιλαέτι (βαλιλίκι), το
Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
|
καϊμακαμλίκι, το
Oθωμανική διοικητική μονάδα που αντικατέστησε τον καζά στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
|
μουδιρλίκι (μουδουρλίκι), το
Οθωμανική διοικητική μονάδα στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο, υποδιαίρεση του καϊμακαμλικιού, με διοικητή το μουδίρη ή μουδούρη.
|
μουτεσαριφλίκι, το
Οθωμανική διοικητική μονάδα μεσαίου μεγέθους που αντικατέστησε το σαντζάκι κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο, μετά τη διοικητική μεταρρύθμιση του 1864.
|
τέμπλο, το
Η διαχωριστική κατασκευή μεταξύ Ιερού Βήματος και κυρίως ναού. Αρχικά είχε την απλούστερη μορφή του χαμηλού φράγματος πρεσβυτερίου, στη συνέχεια όμως απέκτησε ύψος με την προσθήκη κιονίσκων και επιστυλίου. Από τον 11ο αιώνα και εξής, στα διαστήματα μεταξύ των κιονίσκων τοποθετήθηκαν εικόνες, ενώ αργότερα προστέθηκαν εικόνες και πάνω από το επιστύλιο, διαμορφώνοντας έτσι την έννοια εικονοστασίου. Τα τέμπλα αρχικά ήταν μαρμάρινα. Τα ξύλινα τέμπλα έκαναν την εμφάνισή τους από το 13ο αιώνα και εξής.
|