αγορά, η
Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση του λαού. Κατά τους Ιστορικούς χρόνους η συνάθροιση του λαού ονομαζόταν εκκλησία και η λέξη αγορά σήμαινε το δημόσιο χώρο συγκέντρωσης των πολιτών στον οποίο συναντάμε δημόσια οικοδομήματα εμπορικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα.
|
γυμνασίαρχος, ο
O υπεύθυνος για την επίβλεψη των νέων και των εφήβων που εκπαιδεύονταν στα γυμνάσια και στις παλαίστρες. Το αξίωμα αυτό, διαδεδομένο ευρύτατα σε όλες τις πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτελούσε δημόσιο λειτούργημα που απονεμόταν συνήθως στους πιο επιφανείς και πλούσιους πολίτες, καθώς απαιτούσε μεγάλες δαπάνες.
|
γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.
|
παιάν, ο
Ευχαριστήριος ύμνος προς τους θεούς (π.χ. Απόλλωνα). Άσμα χαρμόσυνο και θριαμβικό.
|
σατραπεία, η
1. Διοικητική περιφέρεια του αρχαίου περσικού κράτους. 2. Το αξίωμα του σατράπη και ο χρόνος εξουσίας του.
|
σπονδή, η
Προέρχεται από το ρήμα σπένδω. Είδος θυσίας. Στις σπονδές συγκαταλέγονται όλες οι θρησκευτικές τελετουργίες που περιλαμβάνουν την έκχυση πάνω σε βωμό ή στο έδαφος διάφορων πολύτιμων υγρών, όπως λ.χ. οίνου, αρωμάτων, μελιού, γάλακτος, ελαίου, ως προσφοράς στους θεούς.
|
τέμενος, το
Ιερό. Χώρος αφιερωμένος στη λατρεία των θεών.
|