Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Νομίσματα Ελασσόνων Ελληνιστικών Βασιλείων

Συγγραφή : Callatay, de François (18/9/2002)

Για παραπομπή: Callatay, de François, «Νομίσματα Ελασσόνων Ελληνιστικών Βασιλείων», 2002,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5578>

Νομίσματα Ελασσόνων Ελληνιστικών Βασιλείων (7/4/2008 v.1) Coinage of minor Hellenistic kingdoms (7/5/2009 v.1) 
 


1. Γενική επισκόπηση

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (10 Ιουνίου 323 π.Χ.), η Μικρά Ασία, σε μεγαλύτερο βαθμό από τα υπόλοιπα τμήματα της γιγάντιας νεόκτητης αυτοκρατορίας, διήλθε μια μακροχρόνια περίοδο στρατιωτικών αναταραχών και πολιτικής αστάθειας. Η νευραλγική της θέση τη μετέτρεψε στο πλέον πρόσφορο πεδίο μάχης για πολλές δεκαετίες. Μόλις μετά το θάνατο του Λυσιμάχου στη μάχη του Κουροπεδίου (281 π.Χ.) η περιοχή, που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο των Σελευκιδών, απέκτησε ένα κάπως πιο μόνιμο πολιτικό πλαίσιο.

Από νομισματική πλευρά, αξίζει να γίνει αναφορά σε διάφορα σύγχρονα φαινόμενα: από τους θησαυρούς διαφαίνεται ότι οι νομισματικές κοπές στο όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τόσο οι σύγχρονες όσο και οι μετά το θάνατό του, εξακολούθησαν να αποτελούν το κυρίαρχο νόμισμα για περισσότερο από έναν αιώνα. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Διάδοχοι –η πρώτη γενιά των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου– ή οι μεταγενέστεροι μονάρχες δεν έκοψαν νομίσματα με τους δικούς τους τύπους. Φαίνεται ότι οι νομισματικές κοπές των τελευταίων αποτελούσαν μάλλον περιθωριακό φαινόμενο, σε σύγκριση με τον τεράστιο όγκο των νομισμάτων στο όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Νομίσματα δεν έκοψαν όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες των Ελληνιστικών χρόνων, όπως, για παράδειγμα, ο Ευμένης της Καρδίας.

Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρείται σύνοψη των πληθωρικότερων ή των πιο φημισμένων βασιλικών κοπών της Μικράς Ασίας κατά την Ελληνιστική περίοδο. Από αυτές εξαιρούνται οι μεγάλες κοπές του Λυσιμάχου ή οι σελευκιδικές κοπές, παρά το γεγονός ότι και οι δύο αυτές εκδότριες αρχές έκοψαν νομίσματα στο Πέργαμο, για παράδειγμα. Παραλείψαμε επίσης τα ελάσσονα βασίλεια της Ύστερης ή της Όψιμης Ελληνιστικής περιόδου, όπως η Γαλατία ή η Παφλαγονία.

2. Πέργαμον

Ο γιος του Αττάλου Φιλέταιρος εξεγέρθηκε κατά του Λυσιμάχου λίγο πριν από το θάνατο του τελευταίου στο Κουροπέδιο. Έχοντας τον έλεγχο του φρουρίου του Περγάμου και όντας επίτροπος των αμύθητων θησαυρών που είχε αφήσει εκεί ο Λυσίμαχος (9.000 τάλαντα, δηλαδή περισσότερους από 200 τόνους καθαρού αργύρου), κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα προσωποπαγές βασίλειο στους ταραγμένους εκείνους χρόνους, αναγνωρίζοντας αρχικά την εξουσία του Σελεύκου. Ο βραχώδης λόφος του Περγάμου, που μέχρι τότε ήταν μια απομακρυσμένη και ασήμαντη τοποθεσία, έγινε για ενάμιση αιώνα η πρωτεύουσα μιας εξαιρετικής δυναστείας και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα τέχνης.

Στη διάθεσή μας έχουμε έναν αριθμό πολύ διαφορετικών, σύντομων περγαμηνών κοπών: τετράδραχμα που έκοψε ο Σέλευκος μετά τη νίκη του, με εντυπωσιακούς τύπους: μια κεφαλή αλόγου κι έναν ελέφαντα (281 π.Χ.)· τετράδραχμα Αλεξάνδρου στο όνομα του Σελεύκου, που κόπηκαν από το Φιλέταιρο (περ. 280-274 π.Χ.)· τέλος, τετράδραχμα του Ευμένη Α΄, του επόμενου Ατταλίδη βασιλιά, που έφεραν στην εμπρόσθια όψη τη μεγάλη, τραχιά κεφαλή του Φιλεταίρου. Η κεφαλή αυτή διατηρήθηκε πάνω στα νομίσματα για περισσότερο από έναν αιώνα,1 όπως και η κεφαλή του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος, του ιδρυτή της δυναστείας των Λαγιδών. Ο Ευμένης Α΄ (περ. 263-241 π.Χ.), ο Άτταλος Α΄ (περ. 241-197 π.Χ.) και ο Ευμένης Β΄ (περ. 197-160 π.Χ.) έκοψαν τα μεγάλα αυτά τετράδραχμα σε ολοένα και λιγότερο σποραδική κλίμακα (με μέσο όρο 1,5 μήτρα εμπροσθοτύπου το χρόνο αρχικά και με περίπου 5 μήτρες το χρόνο στη δεκαετία του 190 π.Χ.). Προφανώς η κοπή αυτή, η οποία δεν περιλαμβάνει μικρότερες υποδιαιρέσεις, δεν προοριζόταν για τοπικές ή καθημερινές συναλλαγές. Την ίδια περίοδο τέθηκαν σε κυκλοφορία και άλλες νομισματικές κοπές, πόλεων και βασιλέων. Λίγο μετά τη μάχη της Μαγνησίας (189 π.Χ.) και τη συνακόλουθη ειρήνη της Απάμειας (188 π.Χ.), που προσδιόρισε την πολιτική που επέβαλε η Ρώμη στην περιοχή, ο Ευμένης Β΄, που εισήγαγε μια εξαιρετική κοπή με το όνομά του και το πορτρέτο του (περ. 175-165 π.Χ.), επέφερε μεταρρυθμίσεις στη νομισματική του πολιτική. Εισήγαγε ένα νέο τύπο νομισμάτων, τα κιστοφορικά: μολονότι το βάρος των νομισμάτων αυτών ισοδυναμούσε μόλις με τα 3/4 του βάρους των αττικών τετραδράχμων, τα δύο νομίσματα λογίζονταν ισότιμης αξίας. Όλοι μάλιστα υποχρεώθηκαν να μετατρέψουν τα μεγαλύτερης αξίας αττικά νομίσματά τους σε αυτό το υπερτιμημένο νόμισμα· παρόμοια εξάλλου πρακτική ήταν ήδη σε εφαρμογή στην Αίγυπτο και στη Ρόδο την ίδια περίπου περίοδο. Προφανώς η εφαρμογή κλειστής νομισματικής πολιτικής αυτού του τύπου πρέπει να συνέβαλε στη βελτίωση των εσόδων του βασιλείου.2

3. Βιθυνία

Μετά την κατάρρευση του περσικού κράτους ως αποτέλεσμα της εισβολής του Αλεξάνδρου, παρατηρήθηκε κενό εξουσίας σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας (στα βόρεια κυρίως τμήματα). Επωφελούμενοι από την αστάθεια αυτή, ορισμένοι καιροσκόποι αναγορεύθηκαν βασιλείς. Μεταξύ αυτών, ο Ζιποίτης αναγορεύθηκε βασιλιάς της Βιθυνίας. Ο γιος του Νικομήδης Α΄ (περ. 279-250 π.Χ.) έκοψε αργυρές και χάλκινες υποδιαιρέσεις. Ο γιος και διάδοχος του Νικομήδη Ζιαήλας (περ. 250-230 π.Χ.) δε γνωρίζουμε να έκοψε αργυρά νομίσματα.

Στην πραγματικότητα οι βασιλικές κοπές της Βιθυνίας άρχισαν με τον εγγονό του Προυσία Α΄ (περ. 230-182 π.Χ.), ο οποίος θεωρείται ο σημαντικότερος βασιλιάς της δυναστείας. Κατά τη βασιλεία του τελευταίου ο Πύρρος, μετά την ήττα του από τους Ρωμαίους, προσέφυγε στη βιθυνική αυλή. Η βιθυνική δυναστεία χαρακτηρίζεται από την απρόσκοπτη διαδοχή πατέρα-γιου καθ’ όλη τη διάρκειά της. Από νομισματικής πλευράς, οι τελευταίοι βασιλείς (Νικομήδης Β΄, Νικομήδης Γ΄ και Νικομήδης Δ΄) έκοψαν χρονολογημένα αργυρά τετράδραχμα (που τοποθετούνται στο 149 π.Χ., αλλά αντιστοιχούν στο φθινόπωρο του 297 π.Χ. βάσει του τοπικού χρονολογικού συστήματος), στο όνομα και με το πορτρέτο του Νικομήδη (Α΄). Ο νομισματικός αυτός τύπος κυκλοφόρησε για περισσότερα από 70 χρόνια.3

4. Πόντος

Παρόμοια ήταν η διαχρονική εξέλιξη και του βασιλείου του Πόντου. Ο πρόγονος αυτού που αναδείχθηκε στη μιθριδατική δυναστεία ήταν ένας δυνάστης από την Κίο στην Προποντίδα, ο οποίος υποστήριζε ότι είχε περσική καταγωγή. Δεν είναι περίεργο το ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας κανένα νόμισμα των δύο πρώτων βασιλέων (Μιθριδάτης Α΄ και Αριοβαρζάνης), καθώς ο εκχρηματισμός της οικονομίας στην περιοχή του Πόντου ήταν για μεγάλο διάστημα πολύ περιορισμένος. Γνωρίζουμε ότι τρεις μόλις πόλεις από ολόκληρη την ακτή της Μαύρης θάλασσας ανατολικά της Αμάστριδος έκοψαν νομίσματα πριν από το τέλος του 2ου αι. π.Χ.: η Σινώπη, η Αμισός και η Τραπεζούντα. Και σίγουρα στην αρχή της Ελληνιστικής περιόδου οι πόλεις αυτές δεν έκοψαν χάλκινα νομίσματα παρά μόνο μεγάλες αργυρές υποδιαιρέσεις, προφανώς για την κάλυψη στρατιωτικών εξόδων. Συγκριτικά με τη Βιθυνία, τόσο οι κοπές βασιλέων όσο και αυτές των πόλεων ήταν, μέχρι την εποχή του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτορος, πολύ περιορισμένες και ακατάλληλες για την κάλυψη καθημερινών συναλλαγών.

Τα πρώτα νομίσματα των βασιλέων του Πόντου ήταν χρυσοί στατήρες με τους τύπους του Αλεξάνδρου και με το όνομα του Μιθριδάτη (Β΄ ή Γ΄, περ. 220 π.Χ.). Είναι ενδιαφέρον το ότι παρουσιάζουν ακριβώς τους ίδιους συνδυασμούς συμβόλων με αυτούς στα αργυρά νομίσματα της Αμισού, ενός νομισματοκοπείου που χρησιμοποιήθηκε από σατράπες την περίοδο της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Οι επόμενοι βασιλείς, ο Φαρνάκης (περ. 187-171 π.Χ.) και ο Μιθριδάτης Δ΄ (περ. 155-150 π.Χ.), έκοψαν νομίσματα με εξαιρετικά πορτρέτα τους αποδοσμένα με εξεζητημένο ρεαλισμό. Έκπληξη προκαλεί το ότι από τη μακρά περίοδο βασιλείας του Μιθριδάτη Ε΄ (περ. 150-120 π.Χ.) σώζεται μόνο ένα νόμισμα, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις εξελίξεις κατά την περίοδο αυτή.

Η σημαντικότερη προσωπικότητα της δυναστείας είναι προφανώς ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ, ο επονομαζόμενος Μέγας (περ. 120-63 π.Χ.). Το γεγονός ότι το νόμισμα που έθεσε σε κυκλοφορία χρονολογείται με πρωτοφανή ακρίβεια [ανά έτος (ακολουθώντας το βιθυνικό ημερολόγιο) και ανά μήνες!] μας επιτρέπει, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση την περίοδο αυτή, να μελετήσουμε το ρυθμό της νομισματικής παραγωγής. Το συμπέρασμα μπορεί εν συνόψει να διατυπωθεί ως εξής: ο όγκος των νομισματικών κοπών προοριζόταν όντως για την πληρωμή στρατευμάτων, ωστόσο τα περισσότερα στρατεύματα δεν αμείβονταν σε νόμισμα. Απλώς δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία και πρέπει να αποδώσουμε το φαινόμενο αυτό στην περιορισμένη χρήση νομίσματος. Στην περίπτωση αυτή οι μισθοφόροι πρέπει να ήταν οι προφανέστεροι αποδέκτες πληρωμών σε νόμισμα κατά την Ελληνιστική περίοδο.

5. Καππαδοκία

Η ιδιαίτερα στρατηγική θέση της Καππαδοκίας δεν επέτρεπε στους καιροσκόπους να εγκατασταθούν στην περιοχή χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Παρ’ όλα αυτά, στη δεκαετία του 330 π.Χ., και με τις προσπάθειες των γιων και εγγονών του Αριαράθη, τελευταίου Πέρση σατράπη της Καππαδοκίας, έγινε δυνατό να αναδυθεί έπειτα από μισό αιώνα αναταραχών ένα ανεξάρτητο βασίλειο υπό την επίβλεψη των Σελευκιδών βασιλέων. Σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους υπόλοιπους βασιλείς (συμπεριλαμβανομένων αυτών του Περγάμου, της Βιθυνίας ή του Πόντου), τα πρώτα νομίσματα που έκοψαν οι Καππαδόκες ηγεμόνες ήταν χάλκινα (Αριαράμνης και Αριαράθης Γ΄). Ο σκοπός των περιορισμένων αυτών κοπών παραμένει αινιγματικός. Οι διάδοχοί τους έκοψαν αργυρά νομίσματα, κυρίως δραχμές και σπανιότερα τετράδραχμα· αυτό είναι ακόμη ένα ειδοποιό στοιχείο των καππαδοκικών βασιλικών νομισματοκοπιών.4

1. Βλ. Westermark, U., Das Bildnis des Philetairos von Pergamon. Corpus der Münzprägung (Stockholm 1960).

2. Βλ. Le Rider, G., “La politique monétaire du royaume de Pergame après 188”, JS (1989), σελ. 163-189.

3. Reinach, T., “Essai sur la numismatique des rois de Bithynie”, RN (1887), σελ. 220-248, 337-368.

4. Βλ. Simonetta, B., The Coinage of the Cappadocian Kings (Typos Monographien zur antiken Numismatik 2, Fribourg 1977), και Mørkholm, O., "Some Cappadocian Problems", NC (1962), σελ. 407-411.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>