1. Γενικές πληροφορίες
Ο Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης ήταν φιλόσοφος με μαντικές ικανότητες, ο οποίος ίδρυσε μαντείο στην πόλη Αβώνου Τείχος στην Παφλαγονία. Το μαντείο του έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. Για τον Αλέξανδρο θα γνωρίζαμε ελάχιστα αν δεν είχε πέσει θύμα της καυστικής πένας του σατιρικού συγγραφέα Λουκιανού από τα Σαμόσατα. Το έργο του τελευταίου Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, παρότι γράφτηκε για να στηλιτεύσει τη δραστηριότητα και το ποιόν του Αλεξάνδρου, αποτελεί σήμερα για μας μια ανεκτίμητη καταγραφή των γεγονότων της ζωής του φιλοσόφου, αλλά και μια γλαφυρή περιγραφή των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και θρησκείας στη Ρωμαϊκή εποχή. Εκτός από το Λουκιανό, πληροφορίες για τον Αλέξανδρο μας δίνει ο Φιλόστρατος.1
2. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 105 μ.Χ. στην παφλαγονική πόλη Αβώνου Τείχος, που αργότερα μετονομάστηκε με δική του διαμεσολάβηση Ιωνόπολη, και πέθανε στην ίδια πόλη περίπου το 175 μ.Χ.2 Παρ’ όλο που δε γνωρίζουμε συγκεκριμένα στοιχεία για την οικογένειά του, καθώς ο ίδιος διατεινόταν ότι πατέρας του ήταν ο μυθικός ήρωας και γιος του Ασκληπιού Ποδαλείριος, ήταν μάλλον ταπεινής καταγωγής. Απέκτησε μία κόρη, την οποία έδωσε ως σύζυγο στο Ρωμαίο αξιωματούχο Ρουτιλιανό.3 Σύμφωνα με το Λουκιανό, ο Αλέξανδρος σε πολύ νεαρή ηλικία υπήρξε εραστής και μαθητευόμενος ενός μάγου από τα Τύανα, που ανήκε στον κύκλο των μαθητών του Απολλώνιου. Αυτός τον μύησε στη θεουργία και τη μαγεία. Όταν ο δάσκαλος και εργοδότης του πέθανε, ο Αλέξανδρος μαζί με κάποιον Κοκκωνά άρχισαν να περιοδεύουν και να επιδεικνύουν τη μαγική τους τέχνη, απομυζώντας τους εύπιστους πλούσιους. Έπειτα από κάποιο διάστημα περιπλανήσεων, συνέλαβαν την ιδέα να ιδρύσουν μαντείο, το οποίο θα τους απέφερε δόξα και χρήματα. Ο Αλέξανδρος θεώρησε ιδανικό τόπο για ένα τέτοιο εγχείρημα τη γενέτειρά του, καθώς οι συμπατριώτες του Παφλαγόνες ήταν εύπιστοι και δεισιδαίμονες.
3. Η μαντική δράση του Αλέξανδρου
Οι δύο σύντροφοι ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους θάβοντας, σύμφωνα πάντα με το Λουκιανό, χάλκινες πινακίδες στο ναό του Απόλλωνα στη Χαλκηδόνα, οι οποίες προμάντευαν την έλευση του Ασκληπιού στο Αβώνου Τείχος. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης πληροφορήθηκαν τα σχετικά με το χρησμό και, εντυπωσιασμένοι, ψήφισαν να χτιστεί ναός προς τιμήν του θεού. Όταν τέθηκαν τα θεμέλια του ναού, ο Αλέξανδρος μετοίκησε στην πόλη, ενώ ο Κοκκωνάς παρέμεινε στη Χαλκηδόνα για να χρησμοδοτεί και λίγο αργότερα πέθανε. Ο Αλέξανδρος εμφανίστηκε στη γενέτειρά του ως προφήτης και μάντης. Άρχισε να χρησμοδοτεί πέφτοντας σε κατάσταση έκστασης. Κάποια στιγμή επινόησε το εξής: Άδειασε ένα αυγό χήνας και τοποθέτησε εκεί ένα νεογέννητο φιδάκι. Κατόπιν έθαψε το αυγό σε ορισμένο σημείο μέσα στη λάσπη και βγήκε στους δρόμους σε κατάσταση μανίας αναγγέλλοντας την άφιξη του Ασκληπιού. Μπροστά στους συγκεντρωμένους ξέθαψε το αυγό με το φιδάκι, σύμβολο του θεού. Τότε οι πολίτες πίστεψαν και άρχισαν τις προσφορές, ζητώντας την εύνοια του θεού. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος, που είχε φέρει μαζί του από τη μακεδονική Πέλλα ένα εξημερωμένο φίδι, άρχισε να δέχεται κόσμο αγκαλιά με αυτό μέσα στο σπίτι. Στο φίδι έδωσε το όνομα «Γλύκων» και με τη βοήθειά του έδινε χρησμούς σε όσους το ζητούσαν. Σύντομα η φήμη του εξαπλώθηκε στη Βιθυνία, στον Πόντο και στη Θράκη, αλλά και στην Κιλικία.
Το μαντείο του Γλύκωνα έγινε αποδεκτό από τους νεοπλατωνικούς και τους κύκλους των πυθαγορείων, βρισκόταν όμως σε μεγάλη αντιπαλότητα με τους επικούρειους, τους οποίους στηλίτευε. Από τις πόλεις, πάλι, η μόνη που δεν είχε συνάψει δεσμούς με το μαντείο ήταν η Άμαστρις, που παρέμενε πιστή στους παραδοσιακούς θεούς και στην αυτοκρατορική λατρεία.
Ο Αλέξανδρος είχε φροντίσει να διατηρεί καλές σχέσεις με τα παλαιά μαντεία της Κλάρου, των Διδύμων και της Μάλλου. Συχνά μάλιστα παρέπεμπε πελάτες του σε αυτά για περαιτέρω ενημέρωση. Στο αποκορύφωμα της επιτυχίας του όμως έφτασε όταν η φήμη του εξαπλώθηκε στην Ιταλία. Πλούσιοι και ισχυροί Ρωμαίοι έσπευσαν τότε να ζητήσουν χρησμούς· μεταξύ αυτών και ο μετέπειτα ανθύπατος Ασίας Ρουτιλιανός. Ο τελευταίος πλησίαζε ήδη τα εξήντα, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Αλέξανδρο να του προτείνει να παντρευτεί την κόρη του, της οποίας μητέρα υποτίθεται ότι ήταν η Σελήνη. Ο εύπιστος Ρωμαίος δέχτηκε μετά χαράς. Ο γάμος αυτός έκανε τον Αλέξανδρο να αισθάνεται ακόμη πιο ισχυρός. Άρχισε τότε να δίνει χρησμούς για μελλοντικές καταστροφές και συμφορές που θα έπλητταν τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Για να αποτρέψουν τις καταστροφές οι πόλεις θα έπρεπε να καταφύγουν στη βοήθειά του. Αυτή η βοήθεια πάντως, σύμφωνα με το Λουκιανό, αποδείχτηκε άχρηστη στην περίπτωση της επιδημίας του Γαληνού, της μεγάλης επιδημίας πανώλης που έπληξε την αυτοκρατορία το 165 μ.Χ. Τότε όσοι είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του και είχαν αναγράψει επίκληση στον Απόλλωνα στις εξώπορτές τους επλήγησαν περισσότερο από την επιδημία, ίσως επειδή αισθάνονταν προστατευμένοι και δεν έπαιρναν τις απαιτούμενες προφυλάξεις.
Ο Αλέξανδρος θέσπισε και μυστήρια προς τιμήν του θεού. Διαρκούσαν τρεις ημέρες και αποκλείονταν από αυτά οι χριστιανοί και οι επικούρειοι. Την πρώτη ημέρα γινόταν αναπαράσταση της γέννησης του Απόλλωνα, του γάμου του με την Κορωνίδα και της γέννησης του Ασκληπιού, τη δεύτερη ημέρα αναπαράσταση της γέννησης του Γλύκωνα και την τρίτη ημέρα του γάμου του Ποδαλείριου με τη μητέρα του Αλεξάνδρου και της γέννησης του ίδιου, καθώς και του ζευγάρωματός του με τη Σελήνη και της γέννησης της κόρης του. Στα μυστήρια αυτά ως βοηθός του Αλεξάνδρου εμφανιζόταν κάποια Ρουτιλία, με την οποία, για να κάνει πειστικότερα όλα αυτά τα παντρολογήματα, ερωτοτροπούσε μπροστά στα μάτια των θεατών.
4. Αποτίμηση της δράσης του
Λόγω της φήμης που είχε αποκτήσει το μαντείο, ο Αλέξανδρος ζήτησε και πέτυχε τη μετονομασία της γενέτειράς του σε Ιωνόπολη και την έκδοση νομίσματος που εικόνιζε το Γλύκωνα. Τα πρώτα νομίσματα με το ανθρωπόμορφο φίδι κόπηκαν επί Λευκίου Βήρου και συνέχισαν να είναι σε κυκλοφορία μέχρι τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ.
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Ρουτιλιανός, από τον οποίο ζητήθηκε να αποφασίσει για το μέλλον του μαντείου, αρνήθηκε να χρίσει αντικαταστάτη, θέσπισε όμως την τέλεση αγώνων προς τιμήν του ιδρυτή. Η μονομέρεια των πηγών και το ξεκάθαρο μίσος που έτρεφε προς αυτόν ο Λουκιανός είναι ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους η σύγχρονη έρευνα δεν έχει καταφέρει να αποτιμήσει πλήρως το έργο του Αλεξάνδρου. Το σίγουρο είναι ότι άσκησε έντονη επίδραση στην εποχή του και ίσως ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. Πάντως το γεγονός ότι η λειτουργία του μαντείου δε φαίνεται να συνεχίστηκε συμφωνεί ίσως με την άποψη του Λουκιανού ότι βασιζόταν στην πονηριά και τις πολιτικές διασυνδέσεις του ιδρυτή του, ο οποίος είχε καταφέρει να βρει έναν τρόπο προσωπικής προβολής και πλουτισμού εκμεταλλευόμενος την ευπιστία του κόσμου. |