1. Ανθρωπογεωγραφία Τα Κίντια, χτισμένα σε μια πλαγιά μικρής χαράδρας, ανήκαν στην ομάδα των χωριών που ήταν γνωστά ως «Πιστικοχώρια»1 της περιοχής Απολλωνιάδας, στην διοικητική περιφέρεια της Προύσας, και βρίσκονταν 3 χλμ. νοτίως του ποταμού Nilüfer, παραποτάμου του Ρυνδάκου. To ελληνικό όνομα του οικισμού ήταν Κίντια, άγνωστης ετυμολογίας, και έτσι αναφερόταν στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Το τουρκικό όνομα του οικισμού ήταν Καράκοτζα (Karakoca) και αυτό χρησιμοποιούνταν στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα. Είναι και σήμερα το όνομα του οικισμού. Το χωριό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της περιοχής, τα χωράφια του οποίου εκτείνονταν μέχρι τη λίμνη της Απολλωνιάδας, στην οποία μάλιστα οι κάτοικοι συχνά ψάρευαν.2
Ο πληθυσμός των Κιντίων ήταν αμιγώς ελληνορθόδοξος: περίπου 200 οικογένειες (1.000-1.100 κάτοικοι).3 Η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού ανήκε σε μεγάλες οικογένειες. Τα ονόματα μερικών από αυτές ήταν: Χατζόγλου, Γρηγορόγλου, Θεοδωρόγλου, Ντελόγλου, Τοπσακάλ, Γιαννακόγλου.
Η γλώσσα των κατοίκων των Κιντίων, όπως και των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων, παρουσίαζε διαφορές σε σχέση με τη διάλεκτο των ελληνόφωνων γειτονικών χωριών της περιοχής της Απολλωνιάδας. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν α) διάφοροι αρχαϊσμοί (π.χ. τι ποιήσωμεν;=τι θα κάνουμε;), β) η συχνή χρήση των προσφυμάτων «να», «νο» και «νε» (π.χ. τωνόρα=τώρα, χαράνα=χαρά, μεγανάλη=μεγάλη), γ) η μετατροπή του «κι» σε «τσι» (π.χ. «δεντράτσι» αντί «δεντράκι»).
2. Διοικητική και εκκλησιαστική εξάρτηση – Θρησκεία – Εκπαίδευση Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, το χωριό ανήκε διοικητικά στο του Μιχαλητσίου, το οποίο με τη σειρά του υπαγόταν απευθείας στο της Προύσας. Στο Μιχαλήτσι είχαν την έδρα τους τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της περιοχής, οι εφοριακές αρχές και το στρατολογικό γραφείο, στα οποία απευθύνονταν οι κάτοικοι του χωριού. Η κοινότητα διοικούνταν από ένα , ο οποίος εκλεγόταν διά βοής σε ετήσια συνέλευση των κατοίκων, σε συνεργασία με πέντε ή έξι συμβούλους, τους αζάδες (âza). Επίσης λειτουργούσαν επιτροπές υπεύθυνες για τη λειτουργία και τη συντήρηση της εκκλησίας και του σχολείου, καθεμιά από τις οποίες αποτελούνταν από 2-3 μέλη. Ο μουχτάρης, οι αζάδες και τα μέλη των δύο επιτροπών αποτελούσαν όλοι μαζί (σύνολο 12 άτομα) τη δημογεροντία του χωριού, την οποία οι κάτοικοι αποκαλούσαν Επιτροπή. Η Επιτροπή διέθετε και κλητήρα, τον οποίο αποκαλούσαν μεσίτη.
Το χωριό ανήκε εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία της επισκοπής Απολλωνιάδος της μητρόπολης Νικομηδείας. Η εκκλησία του χωριού ήταν αφιερωμένη στη Ζωοδόχο Πηγή (γιόρταζε την Παρασκευή μετά το Πάσχα, οπότε και γινόταν μεγάλο πανηγύρι) και ήταν χτισμένη σε τοποθεσία βορειοανατολικά του οικισμού. Η γύρω τοποθεσία είχε πυκνό δάσος από κρανιές και δρύες, το οποίο ανήκε στην εκκλησία. Η πετρόκτιστη εκκλησία κατασκευάστηκε το 1847 και δεν είχε τοιχογραφίες παρά μόνο φορητές εικόνες ρωσικής προέλευσης. Η εκκλησία μάλιστα διέθετε και παλαιό εικόνισμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, γι’ αυτό και γιόρταζε δεύτερη φορά στις 15 Αυγούστου. Υπήρχαν επίσης δύο ξωκλήσια στο χωριό, αυτό του Προφήτη Ηλία και του Ιωάννη του Προδρόμου.
Το 1907 χτίστηκε το σχολείο στο κέντρο του χωριού, και τον επόμενο χρόνο στην άκρη του χωριού προστέθηκε ένα μεγάλο καφενείο. Και τα δύο κτήρια κατασκευάστηκαν με έξοδα της εκκλησίας. 3. Ο θεσμός του πρωτόγερου Ο θεσμός του πρωτόγερου ήταν κοινός σε όλα τα Πιστικοχώρια και ανάγεται στην εποχή της εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων στην περιοχή. Πρωτόγερος ήταν εκείνος ο ντόπιος οικογενειάρχης, τον οποίο ο μουχτάρης επιφόρτιζε με το χρέος της φιλοξενίας Οθωμανών (συνήθως πολιτικών και διοικητικών υπαλλήλων) που για διάφορους λόγους περνούσαν από το χωριό.
4. Στοιχεία οικιστικής δομής Ο οικισμός ήταν πυκνοδομημένος, με χωμάτινους δρόμους. Τα σπίτια ήταν ξύλινα, με δύο ή περισσότερους ορόφους, χτισμένα με τη μέθοδο «ντολμά» (dolma=αυτό που είναι γεμισμένο) ή με τη μέθοδο του «τσατμά» (çatma=σκελετός ξύλινης οικοδομής).
5. Στοιχεία οικονομίας Βασικές παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια σιτηρών και κουκιών, η αμπελουργία και η σηροτροφία. Επίσης παρήγαν λιναρόσπορο. Τα κουκούλια τα πουλούσαν στην Προύσα ή σε εμπόρους που έρχονταν γι’ αυτό το λόγο στο χωριό. Επίσης όλοι οι κάτοικοι διέθεταν πρόβατα και αγελάδες και παρήγαν κτηνοτροφικά προϊόντα, τα οποία μαζί με τα σιτηρά πουλούσαν στην Απολλωνία. Η Απολλωνία, και κατά δεύτερο λόγο το Μιχαλήτσι, αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα με τα οποία συναλλασσόταν το χωριό. Από εκεί οι κάτοικοι προμηθεύονταν σαπούνι, πετρέλαιο, ζάχαρη, καφέ και ρουχισμό. 6. Ιστορικά γεγονότα – Εγκατάσταση
Τον Ιούλιο του 1914 τα Κίντια, όπως και όλα τα υπόλοιπα Πιστικοχώρια, λεηλατήθηκαν από Τούρκους ατάκτους (Τσέτες) και εκκενώθηκαν. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στο Μιχαλήτσι, όπως και ο πληθυσμός των υπόλοιπων Πιστικοχωρίων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οικογένειες από το χωριό εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Καμήλα και τη Νέα Ζίχνη Σερρών, όπου κατοίκησαν στην εγκαταλελειμμένη λόγω της ανταλλαγής των πληθυσμών μουσουλμανική συνοικία.
(Ευχαριστούμε τον κύριο Νικόλαο Μπάμπο για τις πληροφορίες σχετικά με την προσφυγική εγκατάσταση στη Νέα Ζίχνη.) |
1. Στα Πιστικοχώρια περιλαμβάνονταν τα εξής χωριά: Αγία Κυριακή, Βουλγαράτοι (Μπάσκιοϊ), Χωρούδα (Καρατζόβα), Κωνσταντινάτοι, Σα(γ)ινάτοι (ή Αγινάτοι), Απελαδάτοι, Σιργιάνι (ή Σιριγιάννη) και Πριμηκίρι. Σύμφωνα με το Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 97-98, τα χωριά αυτά ονομάστηκαν έτσι από τους ποιμένες («πιστικούς», σύμφωνα με τη μανιάτικη διάλεκτο) που εγκαταστάθηκαν στις περιοχές του Ρυνδάκου και της Απολλωνιάδας από τους Οθωμανούς, πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα. Στους βοσκούς αυτούς παραχωρήθηκε από το οθωμανικό κράτος η εκμετάλλευση κοπαδιών προβάτων. Με τον καιρό ο πληθυσμός τους αυξήθηκε και συνέστησαν τα παραπάνω χωριά. Αργότερα, όμως, λόγω «καταστροφής των ποιμνίων» (άγνωστες οι αιτίες και η έκταση αυτής της καταστροφής), τους επιβλήθηκε φόρος νομής, «οτλακιέ» (otlakıye=φόρος που πληρώνεται από αυτούς που βόσκουν τα ζώα τους σε δημόσια γη). Το καθεστώς αυτό διήρκεσε μέχρι και την εποχή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1807-1839), όταν απελευθερώθηκαν από αυτού του είδους την υποχρέωση, βλ. Μεσιτίδης, Α. – Δεληγιάννης, Β., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 427-428. Από άλλους η εγκατάσταση των βοσκών τοποθετείται σε πολύ νεότερα χρόνια, περ. το 1800. Βλ. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι.-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες: από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 216-217, 252-253. 2. Σύμφωνα με μία προφορική παράδοση του χωριού, μια χρονιά κατά την οποία πάγωσε η λίμνη, ένας καμηλιέρης, προχωρώντας πάνω στον πάγο, έφθασε με την καμήλα τουστο νησάκι Άγιος Κωνσταντίνος, όπου και θυσίασε το ζώο προς τιμήν του αγίου (υπήρχε εκεί ομώνυμη εκκλησία), βλ. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 154. 3. Αρχείο Προφορικής Παράδοσης Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, φάκ. Β 154. Στο Κλεώνυμος, Μ. – Παπαδόπουλος, Χ., Βιθυνικά ή Επίτομος μονογραφία της Βιθυνίας και των πόλεων αυτής (Κωνσταντινούπολις 1867), σελ. 98, αναφέρεται ότι τα Κίντια στα μισά του 19ου αιώνα αποτελούνταν από 80 οικίες. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 αναφέρεται σε 192 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1906 (Κωνσταντινούπολις 1905), σελ. 139. Παρόμοια στοιχεία (200 ελληνορθόδοξες οικογένειες) δίνει και ο Θ. Καβαλιέρος-Μαρκουίζος, στο Από Κωνσταντινουπόλεως εις Νίκαιαν. Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις εκ Βιθυνίας, μετ’ εικόνων (Κωνσταντινούπολις 1909), σελ. 154. Σύμφωνα με απογραφή, στα τέλη του 1920 στο χωριό ζούσαν 220 ελληνορθόδοξες οικογένειες, βλ. Δεληγιάννης, Β. – Μεσιτίδης, Α., «Η Απολλωνιάς», Μικρασιατικά Χρονικά 3 (1940), σελ. 435. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 1.040 ελληνορθόδοξων κατοίκων, βλ. Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie (Constantinople 1922), σελ. 263. |