1. Γενικά ιστορικά Η ιστορία της παλαιάς μητρόπολης του Πολεμωνιακού Πόντου κατά την Οθωμανική εποχή αποτελεί ακραίο παράδειγμα αποδιάρθρωσης της εκκλησιαστικής διοίκησης του μικρασιατικού χώρου, η οποία προκλήθηκε από την ισλαμική κατάκτηση και την επακόλουθη φθορά του χριστιανικού πληθυσμού. Επιπλέον, αποτελεί ακραίο παράδειγμα της προσπάθειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να ανασυγκροτήσει τη μητρόπολη μέσα από συγχωνεύσεις και εκχωρήσεις επαρχιών. Η προσπάθεια αυτή μέχρι και το 17ο αιώνα χαρακτηριζόταν από ανακολουθίες και ενίοτε από την αδυναμία ενεργοποίησης των εκκλησιαστικών αρχών. Κληρονομιά εκείνων των δεδομένων συνιστά η γεωγραφική ανακολουθία που παρατηρήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις ως προς το χώρο αρμοδιότητας των μητροπόλεων, η οποία επιβίωσε κατά τη μεταγενέστερη περίοδο έως και τον 20ό αιώνα. Στην περίπτωση της μητρόπολης Νεοκαισαρείας το δεδομένο αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στη διαμόρφωση του χώρου αρμοδιότητάς της, που συνίσταται από δύο διακριτές και απομακρυσμένες μεταξύ τους εδαφικές ενότητες, στον Πόντο και στην Παφλαγονία, μεταξύ των οποίων παρεμβαλλόταν η επαρχία Αμασείας. Η πόλη και η περιφέρεια Νεοκαισαρείας βρίσκονταν σταθερά κάτω από ισλαμική εξουσία ήδη από το 12ο αιώνα. Η προϊούσα αριθμητική κάμψη του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου (σε μια περιοχή που αυτό συνοικούσε με το αρμενικό) και τα διάφορα προβλήματα που κατά καιρούς έθεταν οι μουσουλμάνοι ηγεμόνες είχαν καταστήσει προβληματική έως αδύνατη την ενεργό λειτουργία της μητρόπoλης, όπως και γειτονικών μητροπόλεων στον Πόντο και γενικότερα στη Μικρά Ασία. Αυτό φαίνεται και από την απόφαση συγχώνευσης των επαρχιών Αμασείας και Νεοκαισαρείας το 1371,1 προφανώς υπό τον Αμασείας, αφού σε αυτής της εποχής η μητρόπολη Νεοκαισαρείας παρουσιάζεται ανενεργός και «τον τόπον αυτής επέχει» ο μητροπολίτης Ουγγρίας και Πλαγηνών.2 Η ένταξη της ορθόδοξης Εκκλησίας στο οθωμανικό θεσμικό σύστημα μετά την Άλωση σηματοδοτεί την προσπάθεια ανασυγκρότησης των εκκλησιαστικών αρχών στο μικρασιατικό χώρο. Η μητρόπολη Νεοκαισαρείας ήταν μία από τις εκκλησιαστικές διοικήσεις που υπήρχε η βούληση να διατηρηθούν, όπως δείχνει η καταγραφή της στην επισκοπική λίστα (τακτικόν) της Πρώιμης Οθωμανικής περιόδου (που στη έκδοση του Darrouzès φέρει τον αριθμό 21).3 Η υπόθεση όμως της ενεργοποίησης της μητρόπολης προ του 17ου αιώνα περιπλέκεται από σειρά δεδομένων που δείχνουν το αντίθετο. Στα των ετών 1483 και 1525, όπου καταγράφονται οι έδρες των μητροπόλεων, δεν υπάρχει αναφορά της Νεοκαισαρείας, ενώ με συνοδική απόφαση του 1610 γίνεται εκλογή μητροπολίτη Νεοκαισαρείας σε έναν «από πολλά χρόνια κενό μητροπολιτικό θρόνο».4 Η Ζαχαριάδου ερμηνεύει την απουσία αναφοράς της Νεοκαισαρείας στα δύο μπεράτια και την ανακολουθία σε σχέση με την καταγραφή της στο τακτικό μέσα από την υπόθεση μιας πρώιμης σύνδεσης της μητρόπολης Νεοκαισαρείας με αυτή της Γάγγρας. Πιθανολογεί ότι στη Γάγγρα, η οποία καταγράφεται και στα δύο μπεράτιαως έδρα μητροπολίτη, έδρευε ο Νεοκαισαρείας, εγκαινιάζοντας μια παράδοση σύνδεσης των δύο επαρχιών, η οποία οριστικοποιήθηκε με τη συγχώνευσή τους το 1630. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι, μολονότι στο τακτικό της Πρώιμης Οθωμανικής περιόδου η Νεοκαισάρεια κατέχει τη 15η θέση στην πρωτοκαθεδρία, στο αμέσως αρχαιότερο τη θέση αυτή κατέχει η μητρόπολη Γάγγρας, ενώ η Νεοκαισαρείας βρίσκεται στη 18η θέση.5 Η υπόθεση αυτή όμως εξασθενεί, αν λάβουμε υπόψη τη μαρτυρία του 1610 για μακρόχρονη χηρεία του μητροπολιτικού θρόνου Νεοκαισαρείας, αλλά και τις αναφορές στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 17ου αιώνα σε μητροπολίτες που φέρουν τον τίτλο του Γάγγρας: Δωρόθεος (1467), Παχώμιος (1499), Παρθένιος (1604-1610), Δανιήλ (1622-1630).6 Η κατάσταση απλουστεύεται κατά πολύ αν θεωρήσουμε ότι το τακτικότης Πρώιμης Οθωμανικής περιόδου δε χρονολογείται στα τέλη του 15ου ή στο 16ο αιώνα, αλλά στο 17οκαι μάλιστα προς τα μέσα του αιώνα, υπόθεση η οποία δεν είναι ασύμβατη με το περιεχόμενό του. Με βάση αυτή την τελευταία εκτίμηση, η μητρόπολη Νεοκαισαρείας παρέμενε ανενεργός μέχρι το 1610, ενώ αντίθετα η Γαγγρών διατηρούνταν γενικά ενεργός και μεταξύ των δύο μητροπόλεων δεν υπήρξε συσχέτιση. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η περίοδος πριν από το 1610 είναι ιδιαίτερα σκοτεινή για το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της μητρόπολης Νεοκαισαρείας και οι περισσότερες μαρτυρίες μάλλον συντείνουν στην ανυπαρξία της μητρόπολης. Σαφές και ασφαλές χρονικό όριο, στο οποίο μπορούμε να τοποθετήσουμε τις απαρχές της ιστορίας της μητρόπολης κατά τους Νεότερους χρόνους, είναι το 1610. Οι συχνές αναφορές σε μητροπολίτες Νεοκαισαρείας του 17ου αιώνα και η δυνατότητα μάλιστα αποκατάστασης των ορίων της θητείας για ορισμένους από αυτούς7 μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε το 17ο αιώνα ως φάσηαδιάκοπης ενεργούς λειτουργίας της μητρόπολης, που συνεχίζεται έκτοτε έως το 1923. Από την περίοδο αυτή προέρχεται και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία σχετική με την οικονομική λειτουργία των εκκλησιαστικών θεσμών, με αναφορά στη διαδικασία εναλλαγής των μητροπολιτών. Ο μητροπολίτης Βενέδικτος τελούσε το 1623 υπό παραίτηση και ο υποψήφιος διάδοχός του Μητροφάνης όφειλε να καταβάλει για την εκλογή του το ποσό των 25.000 στον Πατριάρχη και ισόποσο στον απερχόμενο μητροπολίτη (προφανώς σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση της θέσης). Πληροφορούμαστε ακόμη ότι η εναλλαγή θα πραγματοποιούνταν μόλις ο απερχόμενος μητροπολίτης ολοκλήρωνε ανειλημμένη υποχρέωση συγκέντρωσης χρημάτων από .8 Η άνοδος του μητροπολίτη Γαγγρών στο θρόνο Νεοκαισαρείας το έτος 1630 σήμανε μία de facto ένωση των δύο μητροπόλεων, που στη συνέχεια καθιερώθηκε.9 Οι επόμενοι αρχιερείς έφεραν τον τίτλο του Γαγγρών και Νεοκαισαρείας, αλλά αργότερα η αναφορά στη Γάγγρα εξέπεσε τελείως από τον τίτλο του μητροπολίτη. Αντίθετα, ο τίτλος του διαμορφώθηκε σε Νεοκαισαρείας και Ινέου έπειτα και από την απόδοση της ομώνυμης πατριαρχικής στην επαρχία Νεοκαισαρείας. Η ένωση των μητροπόλεων Νεοκαισαρείας και Γάγγρας πραγματοποιήθηκε πιθανότατα για οικονομικούς λόγους, ώστε να εξασφαλιστούν οι όροι βιωσιμότητας μιας τουλάχιστον επαρχίας, αφού τα πληθυσμιακά μεγέθη σε σχέση με το χριστιανικό στοιχείο είχαν πιθανότατα πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ιδίως στην επαρχία της Γάγγρας. Έτσι, η μητρόπολη Νεοκαισαρείας κατέστη στο εξής μία από τις πλέον εκτεταμένες εδαφικά και διακρίθηκε σε δύο απομακρυσμένα μεταξύ τους τμήματα, το ποντιακό και το παφλαγονικό, μεταξύ των οποίων παρεμβαλλόταν η επαρχία Αμασείας. Η έκταση της επαρχίας εξακολούθησε να μεταβάλλεται μέσα από την απόδοση ή την αφαίρεση πατριαρχικών εξαρχιών. Η πατριαρχική εξαρχία Ινέου αποδόθηκε στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας σε πρώτη φάση το 1680 και οριστικά το 1684, μετά από παλινδρομήσεις των πατριαρχών σε σχέση με τη διατήρηση του εξαρχικού καθεστώτος της. Τον Απρίλιο του 1680 ο Πατριάρχης Ιάκωβος ένωσε την εξαρχία Ινέου με τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας, πράξη που επικύρωσαν στη συνέχεια ο Διονύσιος Δ΄ και ο Παρθένιος Δ΄. Φαίνεται ότι η διεκδίκηση του Ινέου και η διαμάχη για το χαρακτήρα του εκκλησιαστικού του καθεστώτος υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες. Μέσα σε τρία χρόνια (1681-1684) αποδόθηκε από τον Ιάκωβο στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας παραχώρηση που επικυρώθηκε από το Διονύσιο Δ΄. Ο ίδιος όμως Πατριάρχης τη χαρακτήρισε και πάλι εξαρχία το 1684, για να την εκχωρήσει σε δύο αξιωματούχους του Πατριαρχείου, το δικαιοφύλακα Ράλλη και το ρήτορα Ανδρόνικο. Το εξαρχικό καθεστώς ακυρώθηκε και πάλι από τον Παρθένιο Δ΄ τον Ιούλιο του ίδιου έτους και η εξαρχία ενώθηκε ξανά με τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας.10 Δεν είναι εξακριβωμένο αν η εξαρχία Ινέου αφορά την Ινέπολη της Παφλαγονίας ή την Οινόη (Ünye) του Πόντου, αφού και οι δύο περιφέρειες φέρονται αργότερα να συνιστούν τμήματα της επαρχίας Νεοκαισαρείας. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι ότι πρόκειται για την Οινόη, εφόσον είναι γνωστό ότι την εξαρχία Ινέου είχε παράνομα υπαγάγει στην επαρχία του ο μητροπολίτης Αμασείας το 1616.11 Με βάση αυτή την πληροφορία, είναι μάλλον απίθανο το Ίνεον να αναφέρεται στην Ινέπολη, που βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την επαρχία Αμασείας και, επιπλέον, παρεμβαλλόταν η επαρχία της ενεργούς τότε μητρόπολης Γαγγρών. Η περιφέρεια της Οινόης αντίθετα συνόρευε με την επαρχία Αμασείας. Άλλη πατριαρχική εξαρχία στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου που αποδόθηκε στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας συνιστούσαν τα χωριά του Μελετίου στην περιφέρεια του Καραχισάρ. Στη σχετική απόφαση του Πατριάρχη Σωφρονίου Β΄, που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1775, αναφέρεται ότι τα«εξαρχικά χωρία του Σεπίλ Καραϊσάρι και οι μαχαλάδες του Χαψάμανα και τα χωρία του Μελετίου λεγόμενα» παραχωρήθηκαν στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας, προκειμένου να ανακουφιστεί οικονομικά ο αρχιερέας της.12 Γίνεται σαφές ότι οι οικονομικές δυσχέρειες οδήγησαν το Πατριαρχείο στην απόφαση να διαθέσει κάποιες εξαρχίες με σκοπό να ενισχύσει τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας. Η πρόνοια εξυπηρετούσε και έναν πρακτικό σκοπό, να μπορούν οι μητροπολίτες να ανταποκρίνονται στις ετήσιες οικονομικές υποχρεώσεις τους προς το Πατριαρχείο. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η παραχώρηση εξαρχιών συνέβαλε στη δημογραφική ενίσχυση της μητρόπολης, καθώς επρόκειτο για οικιστικές μονάδες ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών. Η τελική εδαφική διαμόρφωση της επαρχίας Νεοκαισαρείας συντελέστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Τότε η περιφέρεια του Καραχισάρ συγκροτήθηκε κατ' αρχάς σε επισκοπή εξαρτώμενη από τον Νεοκαισαρείας, την επισκοπή Νικοπόλεως και Κολωνείας, που μαρτυρείται από το 1855. Σύντομα όμως η νέα αυτή εκκλησιαστική αρχή αποσπάστηκε από τη μητρόπολη Νεοκαισαρείας και προάχθηκε σε μητρόπολη μεταξύ 1887 και 1907.13 Η απόσπαση της επαρχίας Νικοπόλεως αντιπροσωπεύει και στην περιοχή του Πόντου τη γενική τάση της κατάτμησης των παλαιών εκκλησιαστικών επαρχιών και της συγκρότησης νέων, που παρατηρούνταν τότε στο σύνολο του μικρασιατικού χώρου. Τα αίτια αυτής της εξέλιξης δεν είναι άλλα από τη συνεχή αύξηση του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού και από τις αλλαγές στο οθωμανικό σύστημα επαρχιακής διοίκησης, δηλαδή τη θεσμοθέτηση του ρόλου των εκκλησιαστικών προϊσταμένων ως ανώτερων εκπροσώπων του χριστιανικού στοιχείου στο πλαίσιο του συστήματος. Όσο υψηλότερη ήταν η εκκλησιαστική αρχή που αντιπροσώπευε στα επαρχιακά συμβούλια τις κατά τόπους κοινότητες (σε επίπεδο αλλά ακόμη και ) τόσο αποτελεσματικότερη θεωρούνταν η αντιπροσώπευσή τους.14 Δεδομένης της ανακολουθίας ανάμεσα στα όρια των εκκλησιαστικών επαρχιών με αυτά της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης προέκυψαν προβλήματα εκπροσώπησης για πολλές κοινότητες, που ενέτειναν το αίτημα της κατάτμησης. Μάλιστα, σε μία τόσο εκτεταμένη εδαφικά επαρχία, όπως της Νεοκαισαρείας, είναι απόλυτα φυσικό ότι θα προέκυπταν τέτοια αιτήματα. Το παράδοξο είναι ότι το αίτημα για κατάτμηση της επαρχίας δε διατυπώθηκε στο παφλαγονικό τμήμα της, αλλά στον πυρήνα του ποντιακού τμήματος της επαρχίας, σε χώρο πολύ κοντινό στην έδρα του μητροπολίτη Νεοκαισαρείας, που βρισκόταν στα Κοτύωρα (Ordu). Πέραν των γενικών παραμέτρων που έθετε το πολιτικό πλαίσιο της εποχής, πίσω από το αίτημα για τη συγκρότηση χωριστής εκκλησιαστικής αρχής στο Καραχισάρ μπορεί να βρίσκονται και οι ιδιαίτερες επιδιώξεις, η αίσθηση της διαφορετικότητας και η απροθυμία προσαρμογής στα υφιστάμενα κοινοτικά δίκτυα εκ μέρους των μεταναστών από τις περιφέρειες της Τραπεζούντας και της Χαλδίας που είχαν συγκεντρωθεί στην περιφέρεια του Καραχισάρ στη διάρκεια του 19ου αιώνα και είχαν ενισχύσει σημαντικά το χριστιανικό πληθυσμό της. 2. Γεωγραφικός χώρος και δημογραφική κατάσταση Η εδαφική εικόνα της επαρχίας Νεοκαισαρείας μπορεί να αποκατασταθεί με ακρίβεια μόνο κατά τo 19ο αιώνα και των αρχών του 20ού. Σε γενικές γραμμές, όμως, τα όρια της επαρχίας, όπως είναι γνωστά από την πιο πρόσφατη περίοδο, και πριν από την απόσπαση της επαρχίας Νικοπόλεως και Κολωνείας, έπρεπε να ανταποκρίνονται στην εδαφική διαμόρφωση της επαρχίας κατά το β΄ μισό του 18ου αιώνα, αφού είχαν ολοκληρωθεί οι ενσωματώσεις πρώην πατριαρχικών εξαρχιών (Ινέου το 1684, Καραχισάρ το 1775). Κατά το χρόνο συγκρότησής της (1610), η επαρχία Νεοκαισαρείας επικεντρωνόταν εδαφικά στην περιφέρεια της ομώνυμης πόλης (Niksar) και στον ευρύτερο χώρο του δυτικού Πόντου, όπου συνόρευε με την επαρχία Αμασείας. Ανατολικά η επαρχία συνόρευε με την επαρχία Τραπεζούντας, η οποία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα είχε ακόμη στην αρμοδιότητά της την περιοχή του Καραχισάρ(Κολωνεία).15 Η ίδρυση της αρχιεπισκοπής Χαλδίας στα μέσα του 17ου αιώνα διέκοψε την εδαφική συνέχεια μεταξύ της επαρχίας Τραπεζούντας και της περιοχής του Καραχισάρ, θέτοντας τέλος στην υπαγωγή της τελευταίας στο μητροπολίτη Τραπεζούντας. Το 18ο αιώνα η περιοχή του Καραχισάρ συνιστούσε πατριαρχική εξαρχία έως την εκχώρησή της το 1775 στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας.16 Στο παραλιακό μέτωπο του Πόντου η εδαφική αρμοδιότητα της μητρόπολης Νεοκαισαρείας είχε διευρυνθεί ήδη από το 1684 μετά την τελική εκχώρηση της εξαρχίας Ινέου, η οποία όπως αναφέρθηκε μπορεί να ταυτιστεί με την περιφέρεια της Οινόης. Η μεγάλη όμως εδαφική διεύρυνση της επαρχίας είχε συντελεστεί μόλις λίγα χρόνια μετά την ανασυγκρότησή της, το 1630, όταν η ένωσή της με την επαρχία Γαγγρών ενέταξε στο χώρο αρμοδιότητάς της το μεγαλύτερο μέρος της Παφλαγονίας. Στο εξής η επαρχία Νεοκαισαρείας αποτελούνταν από δύο διακριτά τμήματα, το ποντιακό και το παφλαγονικό, χωρίς εδαφική συνέχεια, αφού παρεμβάλλεται η επαρχία Αμασείας, στοιχείο που την καθιστά την πιο εκτεταμένη του μικρασιατικού χώρου μαζί με την Εφέσου (λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και την ειδική περίπτωση της επαρχίας Χαλδίας με τις διάσπαρτες ανά τη Μικρά Ασία κοινότητες των μεταλλωρύχων). Αποδίδοντας συνοπτικά την εδαφική διάσταση της επαρχίας Νεοκαισαρείας στις αρχές του 20ού αιώνα, παρατηρούμε ότι το ποντιακό της τμήμα αποτελούνταν από τις περιφέρειες Κοτυώρων, Οινόης, Νεοκαισαρείας, Τοκάτ, Σεβαστείας, οι οποίες από την πλευρά της οθωμανικής επαρχιακής διοίκησης ταυτίζονταν με το μεγαλύτερο μέρος του βιλαετιού Σεβαστείας και μεγάλο μέρος του αντίστοιχου της Τραπεζούντας. Η επαρχία Αμασείας, που ενσωμάτωνε το υπόλοιπο του δυτικού Πόντου, οριοθετούσε προς δυσμάς το ποντιακό τμήμα της επαρχίας Νεοκαισαρείας και ουσιαστικά συνιστούσε ένα θύλακα σχετικά περιορισμένης έκτασης, αποτελούμενο από τις περιφέρειες Σαμψούντας, Μπάφρας, Ζήλων, Αμασείας και Μερζιφούντος, που διέκοπτε την εδαφική συνέχεια της τελευταίας. Το παφλαγονικό τμήμα της επαρχίας Νεοκαισαρείας ενσωμάτωνε το μεγαλύτερο μέρος της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, ειδικότερα τις περιφέρειες Σινώπης, Κασταμονής, Τόσιας, Γάγγρας, Σαφράμπολης, Ινέπολης, και το δυτικό σύνορο με την επαρχία Χαλκηδόνας τοποθετούνταν μεταξύ Ζουνγκουλντάκ και Αμάστριδος. Η αριθμητική ισχύς όμως του ποιμνίου της επαρχίας δεν ήταν ανάλογη με την ευρύτητα του χώρου. Σε περιφέρειες όπως της Σεβαστείας το ελληνορθόδοξο στοιχείο είχε υποτυπώδη μόνο παρουσία (αντίθετα ήταν πολύ ισχυρό το αρμενικό), ενώ και στις παφλαγονικές περιφέρειες η παρουσία του ήταν σποραδική. Οι 110 κοινότητες ελληνορθοδόξων που καταγράφονται στο σύνολο της επαρχίας είναι μάλλον λίγες σε σύγκριση με άλλες επαρχίες πολύ μικρότερης έκτασης.17 Η κύρια συγκέντρωση του ελληνορθόδοξου στοιχείου εντοπίζεται στην παραλιακή ζώνη Κοτυώρων-Οινόης και στην ενδοχώρα της. Για το σύνολο του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της επαρχίας υπάρχει αναφορά που προέρχεται από τις στατιστικές του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» και τον υπολογίζει σε 77.907 στη χρονική φάση γύρω στο 1912 και οπωσδήποτε πριν από την έναρξη των διωγμών. Και το στοιχείο αυτό δείχνει τη δυσαναλογία ανάμεσα στην έκταση και την αριθμητική δύναμη του ποιμνίου της επαρχίας σε σύγκριση με άλλων μητροπόλεων (η ίδια καταγραφή φέρει τις πολύ μικρότερες σε έκταση μητροπόλεις Αμασείας και Τραπεζούντας με αριθμητική ισχύ ποιμνίου 173.683 και 94.348 αντίστοιχα).18 Η μεγάλη έκταση της επαρχίας πιθανότατα εξηγούνταν από την ένταξη περιοχών με συγκριτικά ασθενές ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο. Επιπλέον, το ποντιακό τμήμα της επαρχίας Νεοκαισαρείας εντάχθηκε στις περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου οι διωγμοί του χριστιανικού πληθυσμού των ετών 1915-1918 και 1920-1922 εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα, οπότε το χριστιανικό στοιχείο της επαρχίας πρέπει να είχε υποστεί σημαντική περαιτέρω φθορά μέχρι την Ανταλλαγή του 1923. |
1. Miklosich, F. – Müller, J., Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi. Sacra et profana, τόμ. ΙΙ (Vienna 1862), σελ. 491-492. 2. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 418. 3. Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 419. 4. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 114-115· Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μια πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 246-247. 5. Ζαχαριάδου, Ε., Δέκα Τουρκικά Έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1567) (Αθήνα 1996), σελ. 138· Darrouzès, J., Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae (Paris 1981), σελ. 416. 6. Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Padua 1988), σελ. 86. 7. Βενιαμήν (1610-;), Βενέδικτος (;-1623), Μητροφάνης (1623-;), Παρθένιος (;-1630), Δανιήλ (1630-;), Χριστόφορος (1643-1645), Σαμουήλ (1645-1655), Κύριλλος (1655-1677), Αρσένιος (1677-;)· Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μια πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 174, 247, 253-254, 284, 291-292, 337, 394· Fedalto, G., Hierarchia Ecclesiastica Orientalis. I. Patriarchatus Constantinopolitanus (Padua 1988), σελ. 86. 8. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μια πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 254. 9. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μια πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 394. 10. Αποστολόπουλος, Δ.Γ. – Μιχαηλάρης, Π.Δ., Η Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου. Μια πηγή και ένα τεκμήριο (Αθήνα 1987), σελ. 148· Παΐζη-Αποστολοπούλου, Μ., Ο Θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (Αθήνα 1995), σελ. 168. 11. Παΐζη-Αποστολοπούλου, Μ., Ο Θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (Αθήνα 1995), σελ. 167-168. 12. Παΐζη-Αποστολοπούλου, Μ., Ο Θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (Αθήνα 1995), σελ. 226. 13. Κονόρτας, Π., Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βεράτια για τους προκαθήμενους της Μεγάλης Εκκλησίας (17ος-αρχές 20ού αιώνα) (Αθήνα 1998), σελ. 281. 14. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αιώνας-1919. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο Ελληνικό Έθνος (Αθήνα 1997), σελ. 318-325. 15. Jennings, R., “The Economy and Society of Maçuka in the Ottoman Judicial Registers of Trabzon, 1560-1640”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 138· Bryer, A.A.M., “The Three Cyrils”, στο Bryer, A.A.M. – Lowry, H.W. (επιμ.), Continuity and Change in Late Byzantine and Early Ottoman Society (Birmingham – Washington D.C. 1986), σελ. 156-157. 16. Παΐζη-Αποστολοπούλου, Μ., Ο Θεσμός της Πατριαρχικής Εξαρχίας (Αθήνα 1995), σελ. 226. 17. Ιορδανίδης, Κ.Σ., «Οι εγκαταλειφθέντες το 1922 εν Τουρκία ελληνικοί οικισμοί», Αρχείον Πόντου 34 (1977-1978), σελ. 122-123. 18. Σοφιανός, Α.Γ., «Πίνακες στατιστικοί εμφαίνοντες την Μικρασιατικήν Ελληνικήν εκπαίδευσιν εις τας 23 επαρχίας του Οικουμενικού Θρόνου», Αρχείον Πόντου 13 (1948), σελ. 254. |