Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Δαρδανελίων και Λαμψάκου Μητρόπολις

Συγγραφή : Χαριτόπουλος Ευάγγελος (15/9/2005)

Για παραπομπή: Χαριτόπουλος Ευάγγελος, «Δαρδανελίων και Λαμψάκου Μητρόπολις», 2005,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4057>

Δαρδανελίων και Λαμψάκου Μητρόπολις (22/2/2006 v.1) Diocese of Lampsacus and the Dardanelles (15/2/2006 v.1) 
 

1. Ο χώρος – ιστορικά στοιχεία

Ο πρώτος επίσκοπος που αναφέρεται στη Λάμψακο ήταν ο Άγιος Παρθένιος στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η Λάμψακος αναφέρεται ως επισκοπή από την Παλαιοχριστιανική εποχή ως την εξαφάνισή της ως επισκοπικής έδρας κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, παρά τη μαρτυρία ενός αγιολογικού κειμένου που τη χαρακτήριζε μητρόπολη.1

Η αναβαθμισμένη θέση της πόλης της Αβύδου κατά τη Βυζαντινή εποχή οδήγησε στην καθίδρυση της μητρόπολης Αβύδου, τουλάχιστον από τον 7ο αιώνα, που καταλάμβανε μάλιστα την 8η θέση στη σειρά πρωτοκαθεδρίας. Στους επόμενους αιώνες έφτασε στην 90ή (επί Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου). Στην πορεία εντάχθηκε εκ νέου στη μητρόπολη Κυζίκου, όχι όμως ως επισκοπή της όπως ήταν προτού ανυψωθεί σε μητρόπολη.2

Η διάλυση των παλαιών αυτών εκκλησιαστικών αρχών, που ήταν αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης και της σημαντικής εξασθένησης του χριστιανικού πληθυσμού στην περιοχή, είχε ως αποτέλεσμα την εκκλησιαστική υπαγωγή των περιοχών Δαρδανελίων και Ελλησποντιακής Μυσίας στη μητρόπολη Κυζίκου, υπό την οποία παρέμειναν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της Οθωμανικής περιόδου.

Η μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου των νεότερων χρόνων ιδρύθηκε αρκετά πρόσφατα, στις αρχές του 20ού αιώνα, λόγω της προϊούσας αύξησης του ελληνορθόδοξου στοιχείου στην περιοχή. Με την ίδρυσή της το 1913 ο χώρος δικαιοδοσίας της που αποσπάστηκε από τη μητρόπολη Κυζίκου περιλάμβανε το τμήμα των Δαρδανελίων, που αριθμούσε 23 χριστιανικές κοινότητες, με έδρα τη Λάμψακο. Πρώτος μητροπολίτης υπήρξε ο Ειρηναίος Παπαδόπουλος.3

Η Λάμψακος (Lâpseki) στα νεότερα χρόνια ήταν έδρα καζά του ανεξάρτητου σαντζακιού (μουτεσαριφλίκι) Βίγας ή Καλέι - σουλτανιέ, έχοντας υποσκελιστεί πληθυσμιακά και οικονομικά από την πόλη των Δαρδανελίων. Τα Δαρδανέλια ήταν η πρωτεύουσα του σαντζακιού. Το επίσημο όνομά της ήταν Καλέι - σουλτανιέ (σουλτανικό φρούριο), αν και η πόλη είναι ευρύτερα γνωστή ως Τσανακ-καλέ (Çanakkale, «φρούριο των αγγείων»), καθώς η περιοχή αποτελούσε φημισμένο αγγειοπλαστικό κέντρο. Η Βίγα (Πηγαί), 70 χλμ. από τα Δαρδανέλια, ήταν έδρα καζά. Το Ρένκιοϊ (Οφρύνιο) κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από ελληνορθόδοξους. Στα 40 χλμ. από τα Δαρδανέλια βρισκόταν η Εζινέ, χτισμένη στην αριστερή όχθη του Σκάμανδρου ποταμού. Ήταν έδρα καζά, όπου υπαγόταν το Βαϊραμίτς, έδρα ναχιγιέ. Έδρα καζά ήταν και το Αϊβατζίκ, στα νότια του σαντζακιού.4

2. Πληθυσμιακές πληροφορίες

Στο σαντζάκι Βίγας υπήρχαν κατά τον Ε. Ζαμπαθά, στα χρόνια πριν από τη μικρασιατική καταστροφή, 38.830 ελληνορθόδοξοι σε σύνολο 177.489 κατοίκων. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός αριθμούσε 138.902, ενώ 2.336 ήταν οι Αρμένιοι και 3.340 οι Εβραίοι.5

Τα Δαρδανέλια, κατά τον Π. Κοντογιάννη, είχαν πληθυσμό 20.000 κατοίκους, από τους οποίους οι ελληνορθόδοξοι αριθμούσαν 8.000 (αν και σύμφωνα με άλλες πηγές ήταν λιγότεροι)·6 η Λάμψακος είχε 2.000 κατοίκους με 800 ελληνορθόδοξους. Η Βίγα είχε 2.000 ελληνορθόδοξους σε σύνολο 10.000 κατοίκων. Το Ρέγκιοϊ είχε 5.000 ελληνορθόδοξους, το Εζινέ 7.000 κατοίκους, με 2.000 ελληνορθόδοξους, το Βαϊραμίτς 5.000 κατοίκους με 1.000 ελληνορθόδοξους και το Αϊβατζίκ 1.052 μουσουλμάνους και 768 ελληνορθόδοξους.7

3. Οικονομία

Το λιμάνι των Δαρδανελίων βρισκόταν στη στρατηγική τοποθεσία των στενών αποτελώντας σημαντικό εμπορικό κόμβο· η παρουσία πολυάριθμων υποπροξενείων και προξενικών γραφείων στην πόλη αποτελούσε αδιάψευστη απόδειξη. Η Λάμψακος είχε να επιδείξει πλούσια αγροτική παραγωγή. Στο Ρένκιοϊ, στις αρχές του 20ού αιώνα, λειτουργούσαν δύο αλευρόμυλοι, ένας ατμοκίνητος και ένας πετρελαιοκίνητος. Το Αϊβατζίκ ήταν τοπικό εμπορικό κέντρο και κάθε Παρασκευή φιλοξενούσε εμποροπανήγυρη ταπήτων. Η περιοχή παρήγε δημητριακά, λάδι, φρούτα και βελανίδια, ενώ είχε δασικό πλούτο και αλυκές.8

Στο σαντζάκι γενικά υπήρχε σημαντική γεωργική παραγωγή (δημητριακά, ελαιόλαδο, βελανίδια και δεψικές ύλες, σουσάμι, όσπρια, ξηροί καρποί, μέλι και κερί, μετάξι, καπνό και λίγο βαμβάκι). Η παραγωγή σταφυλιών ανερχόταν σε 8.340 τόνους ετησίως. Υπήρχαν επίσης δύο μεταλλεία, χρυσού (είχε παραχωρηθεί σε βρετανική εταιρεία) και αργυρούχου μολύβδου και χαλκού (είχε παραχωρηθεί στον Αμερικανό υποπρόξενο F. Calvert). Άλλα μεταλλεία παρέμεναν χωρίς εκμετάλλευση. Σε έναν επιχειρηματία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση πηγής μεταλλικού νερού στον καζά Εζινέ. Ο γυναικείος ελληνορθόδοξος πληθυσμός του σαντζακιού ασχολούνταν με την παραγωγή εργόχειρων ένα μέρος της οποίας προωθούνταν για εξαγωγή. Η περιοχή ήταν γνωστή ως αγγειοπλαστικό κέντρο και επιδείκνυε ιδιαίτερη ποικιλία τύπων αγγείων. Αναφέρονται επίσης βιοτεχνικές μονάδες, σαπωνοποιεία (λ.χ. ένα στα Δαρδανέλια που ιδρύθηκε το 1888), ελαιοπιεστήρια, δύο ατμόμυλοι και σχιστήρια στο Βαϊραμίτς.9

Στα Δαρδανέλια είχε ιδρυθεί η «Αγαθοεργός Αδελφότης» γυναικών που συντηρούσε ταπητουργείο με σκοπό την εκμάθηση της ταπητουργικής τέχνης σε άπορες κοπέλες.10

1. Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 8 (1966), σελ. 112, βλ. λ. «Λάμψακος» (V. Laurent).

2. Θρησκευτική Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 1 (1962), σελ. 76, βλ. λ. «Άβυδος» (Τ. Γριτσόπουλος).

3. Μακρής, Ι., «Πνευματική και εκπαιδευτική κατάσταση εν Αρτάκη και τοις πέριξ από της Τουρκικής κατακτήσεως μέχρι του 1922», Μικρασιατικά Χρονικά 10 (1963), σελ. 373· Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 220, όπου αναφέρεται λανθασμένα ότι η μητρόπολη Δαρδανελλίων – Λαμψάκου ιδρύθηκε στο β΄ μισό του 19ου αιώνα.

4. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 208-211.

5. Ζαμπαθάς, Ε., Οι εκ Μικράς Ασίας Ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες (Αθήνα 1969), σελ. 23.

6. Αναγνωστοπούλου, Σ., Μικρά Ασία, 19ος αι. – 1919. Οι Ελληνορθόδοξες κοινότητες (Αθήνα 1997), σελ. 150.

7. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 208-211.

8. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 209-211.

9. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 213-214.

10. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922) (Αθήνα 2000), σελ. 216.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>