δεκανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 10 νουμμίων.
|
διακριτικό του εργαστηρίου, το
Γράμμα ή σύμβολο που τοποθετείται στο νόμισμα προκειμένου να δηλώσει το εργαστήριο που το εξέδωσε.
|
διακριτικό του νομισματοκοπείου, το
Γράμμα ή σύμβολο που απεικονίζεται στο νόμισμα, προκειμένου να δηλώσει τον τόπο κοπής του. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο πρόκειται συνήθως για συντομευμένη εκδοχή του ονόματος του νομισματοκοπείου.
|
εικοσανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 20 νουμμίων. Γνωστό και ως μισή φόλλις.
|
εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.
|
εργαστήριο, το (λατ. officina)
Τμήμα ρωμαϊκού ή βυζαντινού νομισματοκοπείου.
|
ινδικτιών, η
Κύκλος 15 ημερολογιακών ετών, που χρησιμοποιούνταν για τον προσδιορισμό του έτους στο Μεσαίωνα. Αρχικά σήμαινε έναν έκτακτο αγροτικό φόρο, ενώ στη συνέχεια ένα φόρο του οποίου το ύψος παρέμενε σταθερό για έναν κύκλο 15 ετών (επί Κωνσταντίνου Α΄). Σταδιακά απέκτησε και χρονολογικό χαρακτήρα, τον οποίο διατήρησε και αφότου ο φόρος έπαψε να υφίσταται. Το σύστημα χρονολόγησης με ινδικτιώνες επισημοποιήθηκε επί Ιουστινιανού Α΄. Δεν ήταν απολύτως ακριβές σύστημα, καθώς αυτό που προσδιορίζεται είναι η εσωτερική αρίθμηση των ετών κάθε ινδικτιώνας (πρώτης, δεύτερης έως δέκατης πέμπτης), ενώ η αρίθμηση των ινδικτιώνων δεν είναι πάντα σαφής.
|
μυστικά (συμπληρωματικά) διακριτικά, τα
Σύμβολο (αστερίσκος, στιγμή κτλ.) που τοποθετείται στο νόμισμα και αλλάζει περιοδικά. Σχετίζεται με την οργάνωση της παραγωγής του νομισματοκοπείου.
|
νούμμος, ο
Ονομασία λατινικής προέλευσης που αρχικά σήμαινε νόμισμα. Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο ο όρος χρησιμοποιήθηκε για τη μικρότερη χάλκινη υποδιαίρεση, που αντιστοιχούσε στο 1/40 του φόλλεως.
|
πεντανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 5 νουμμίων.
|
τριακοντανούμμιον, το
Πρώιμο βυζαντινό νόμισμα, χάλκινη υποδιαίρεση αξίας 30 νουμμίων.
|
φόλλις, η
Ονομασία λατινικής προέλευσης που κατά τη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκε για τη μεγαλύτερη χάλκινη υποδιαίρεση, αρχικά αξίας 40 νουμμίων.
|