|
|
|
|
|
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ
|
|
ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.
|
βότρυς, ο
Διακοσμητικό μοτίβο στο σχήμα τσαμπιού σταφυλιού
|
γωρυτός, ο
Φαρέτρα. Η λέξη προέρχεται από το «χωρυτός» των αρχαίων πηγών και αυτή από το «χωρείν ρυτά», δηλαδή κυρτά τόξα. Ο πολεμιστής τοποθετούσε εκτός από τα τόξα και τα βέλη του, ώστε να έχει τα χέρια του ελεύθερα.
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|