| αέτωμα, τοΤριγωνικό αρχιτεκτονικό μέλος που βρίσκεται πάνω από το οριζόντιο γείσο της πρόσοψης των οικοδομημάτων. Επιστέφεται από το καταιέτιο γείσο, ενώ το βάθος του κλείνεται από τύμπανο. Διακοσμείται συνήθως με συνθέσεις γλυπτών, ανάγλυφων ή με γραπτό διάκοσμο.
 
    
 | 
		| άκανθος (ή άκανθα), ηΦυτό με πλατιά, οδοντωτά φύλλα, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό μοτίβο σε κιονόκρανα, αλλά και σε ανάγλυφα. Στην αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας συναντάται συχνά στα κορινθιακά κιονόκρανα.
 
    
 | 
		| αστράγαλος, οΔιακοσμητικό μοτίβο που αποτελείται από ημιωοειδή στοιχεία εναλλάξ με φακοειδή πλακίδια. Στην αρχιτεκτονική o αστράγαλος εμφανίζεται συνήθως ανάγλυφος και η θέση του είναι κάτω από το ιωνικό και το λέσβιο κυμάτιο.
 
    
 | 
		| επιστύλιο, τοΗ δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
 
    
 | 
		| ζωφόρος, η1. (αρχιτεκτονική) Tμήμα του θριγκού πάνω από το επιστύλιο, το οποίο αποτελείται στο μεν δωρικό ρυθμό από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και μετόπες, στο δε ιωνικό από ενιαία επιφάνεια που φέρει συνήθως ανάγλυφη διακόσμηση. 2. (ζωγραφική) Διακοσμητική οριζόντια ταινία που περιτρέχει διάφορα μέρη ενός αγγείου ή το άνω μέρος των τοίχων ενός δωματίου.
 
    
 | 
		| θριγκός, οΤο τμήμα του οικοδομήματος πάνω από το επίπεδο των κιόνων. Αποτελείται από το επιστύλιο, τη ζωφόρο (ή τρίγλυφα και μετόπες στο δωρικό ρυθμό) και το γείσο.
 
    
 | 
		| κλειδί τόξου, τοΟ κεντρικός σφηνόλιθος τόξου, θόλου ή καμάρας.
 
    
 | 
		| κυμάτιο, τοΔιακοσμητικό μέλος μιας επιφάνειας με καμπύλη διατομή. Το κυμάτιο προορίζεται να χωρίσει ή να τονίσει δύο επιφάνειες. Στην αρχιτεκτονική της Αρχαιότητας ανάλογα με τη διατομή και τη διακόσμησή τους τα κυμάτια διακρίνονται σε δωρικά, ιωνικά και λέσβια.
 
    
 | 
		| πρόπυλο, τοΜνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.
 
    
 | 
		| πρόστυλος ναός, ο Ναός με μια σειρά από κίονες στην πρόσοψή του.
 
    
 | 
		| προστώο, τοΥπόστεγος χώρος μπροστά από την είσοδο οικοδομήματος ή στοά.
 
    
 | 
		| σηκός, ο (λατ. cella)Εσωτερικό περίκλειστο τμήμα –πυρήνας– ναού ή άλλου ναόσχημου οικοδομήματος.
 
    
 | 
		| ταινία, ηΖώνη (λατ. fascia) ή ανάγλυφη λωρίδα.
 
    
 | 
		| τόξο, τοΗμικυκλική κατασκευή που καλύπτει ανοίγματα στην τοιχοποιία και είναι ικανή να φέρει το βάρος των υπερκείμενων όγκων και να μεταφέρει τις πιέσεις στα πλάγια. Συχνά έχει διακοσμητικό ρόλο.
 
    
 |