concilium provinciae
Με τον όρο concilium provinciae χαρακτηρίζεται κατά την Ύστερη αρχαιότητα το συμβούλιο των αντιπροσώπων των πόλεων, το συνηθέστερο μιας διοικητικής ενότητας, που ήταν επιφορτισμένο με την επίλυση ζητημάτων που απασχολούσαν από κοινού τις πόλεις αυτές. Επιπλέον απηύθυναν τα αιτήματα των πόλεων στις αρμόδιες αρχές της Κωνσταντινούπολης και προέβαιναν σε καταγγελίες εναντίον κρατικών αξιωματούχων των επαρχιών.
|
sacerdos provinciae, ο
Εκλεγμένος αρχιερέας σε όλες τις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπεύθυνος για την απόδοση τιμής και λατρείας στην πόλη της Ρώμης και τον αυτοκράτορα.
|
ανθύπατος, ο (proconsul)
Υψηλό αξίωμα της Ρωμαϊκής και της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου. Ο ανθύπατος (proconsul, vir spectabilis στη συγκλητική ιεραρχία) ήταν κατά κανόνα κυβερνήτης επαρχίας. Ανθυπατικές ήταν μόνο οι αρχαίες αυτοκρατορικές επαρχίες (στη Μικρά Ασία μόνο η επαρχία Ασίας και για μικρό χρονικό διάστημα η επαρχία Καππαδοκίας), ο δε ανθύπατος ήταν κατώτερος μόνο από το δομέστικο των σχολών και το στρατηλάτη της Ανατολής. Από τον 9ο αιώνα αναφέρεται ως τιμητικός τίτλος και παύει να χρησιμοποιείται από το 12ο αιώνα.
|
αποθήκη (horreum), η
1. horreum, ὡρεῖον, σιτοφυλακεῖον, ἀποθήκη: Αρχικά επρόκειτο για αποθηκευτικό χώρο καρπών και δη δημητριακών, αλλά σταδιακά ο όρος αφορούσε όλους τους χώρους όπου διασφαλιζόταν η αποθήκευση αγαθών. Οι δημόσιες αποθήκες κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ήταν κτήρια όπου οι ιδιώτες αποθήκευαν κινητά περιουσιακά στοιχεία ή οικοδομήματα στα οποία το κράτος αποθήκευε δημητριακά. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο οι αποθήκες (horrea) υπό ορειάριο βρίσκονταν εντός των ορίων γαιοκτησιών του θρόνου και προορίζονταν για την αποθήκευση της παραγωγής.2. Παράλληλα, από τον ύστερο 7ο αιώνα και εξής λειτουργούσαν κρατικές αποθήκες διοικητικών ενοτήτων ή και θέσεων με ειδική εμπορική σημασία, προς εξυπηρέτηση της διακίνησης όλων των εμπορεύσιμων αγαθών, με την ευθύνη κομμερκιαρίων υπό την εποπτεία συνήθως των στρατηγών των θεμάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτές οι αποθήκες εξελίχθηκαν σε βασιλικά κομμέρκια.
|
βικάριος (vicarius), ο
Γενικά ο όρος δηλώνει τον αντικαταστάτη αξιωματούχων. Από τον 3ο αιώνα αντικαθιστά κυρίως procuratores από τις τάξεις των ιππέων. Οι πιο σημαντικοί βικάριοι ήταν οι αντικαταστάτες των επάρχων του πραιτορίου. Στην πρώιμη βυζαντινή διοίκηση κατά κανόνα ο όρος σημαίνει τους πολιτικούς άρχοντες στις «διοικήσεις» που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του 310. Οι βικάριοι μπορούσαν επίσης να έχουν στρατιωτικά καθήκοντα (όπως τη διοίκηση της φρουράς της Αιγύπτου) ή και δικαστικά. Η σημασία του αξιώματος μειώθηκε κατά το β΄ μισό του 4ου αιώνα.
|
διοίκησις, η (dioecesis)
Διοικητική ενότητα που περιλάμβανε περισσότερες επαρχίες. Το μέτρο εισήχθη από το Διοκλητιανό, στην προσπάθειά του να κάνει πιο συγκεντρωτικό το διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Ο Διοκλητιανός διαίρεσε την αυτοκρατορία σε 12 διοικήσεις, που αυξήθηκαν στο τέλος του 14ου αιώνα σε 14. Η διοικητική αυτή διαίρεση διατηρήθηκε κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο.
|
διοικητής, ο
Αξιωματούχος των οικονομικών υπηρεσιών κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, υπεύθυνος για φορολογικά ζητήματα με δικαιοδοσία σε συγκεκριμένη περιοχή.
|
δρόμος, ο (cursus publicus)
Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η υπηρεσία τoυ δημόσιου ταχυδρομείου που λεγόταν "δρόμος" ήταν επιφορτισμένη με τη μεταφορά επιστολών και αντικειμένων στο πλαίσιο της διεκπεραίωσης των κρατικών υποθέσεων, αλλά ετίθετο και σε χρήση των αξιωματούχων των επαρχιών και του στρατού. Λειτουργούσε με δύο υπηρεσίες επανδρωμένες με σκλάβους: τον οξύ δρόμο (cursus velox), που χρησιμοποιούσε ίππους, και τον πλατύ δρόμο (cursus clabularis), που χρησιμοποιούσε άμαξες τις οποίες έσερναν βόδια. Κατά περίπτωση συνεργαζόταν και με ιδιώτες. Επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565) καταργήθηκε η υπηρεσία του πλατέος δρόμου. Ο οξύς δρόμος καταργήθηκε τον 12ο αι. στην Μικρά Ασία και λίγο αργότερα στα Βαλκάνια. Επικεφαλής της υπηρσίας ήταν διαδοχικά ο Curiosus Cursus Pubici Praesentalis υπό τον Magister Officiorum, ο λογοθέτης του δρόμου και στο τέλος ερμηνευτής.
|
έπαρχος πραιτορίου (praefectus praetoriο), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στο λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτoρίας» ή «των πραιτoρίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτoρίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας που περιλάμβανε επαρχίες «διοικήσεως». Το 400 μ.Χ. τέτοιες επαρχίες ήταν η Ανατολή (Oriens), η Ιλλυρία (Illyricum), η Ιταλία και η Γαλατία (Gallia). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά τον αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
επαρχότητα (υπαρχία), η (praefectura praetorio)
Επαρχότητα του πραιτορίου ή υπαρχία. Βασική διοικητική υποδιαίρεση της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εισήχθη επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (4ος αιώνας). Η αυτοκρατορία διαιρούνταν σε τέσσερις praefecturae ή επαρχότητες: α) praefectura praetorio per Orientem (επαρχότητα Ανατολής), β) praefectura praetorio Galliarum (επαρχότητα Γαλατίας), γ) praefectura praetorio per Illyricum (επαρχότητα Ιλλυρικού), δ) praefectura praetorio Italiae, Illyrici et Africae (επαρχότητα Ιταλίας).
|
θέμα, το
Ο όρος αναφέρεται στα ευμεγέθη στρατιωτικά σώματα που πραγματοποιούσαν επιχειρήσεις σε ευρείες περιοχές υπό τη διοίκηση στρατηγού· αναφέρεται όμως και στις ίδιες τις περιοχές. Ο θεσμός των θεμάτων εδραιώθηκε κατά τον 7ο αιώνα και ακολούθως χαρακτήριζε τη διοικητική διαίρεση της αυτοκρατορίας της Μέσης περιόδου. Αρχικά η λέξη σήμαινε το στρατιωτικό σώμα που ήταν υπεύθυνο για την άμυνα περιοχής στην οποία έμελλε να εγκατασταθεί, και ακολούθως σήμαινε και την περιοχή. Στις κατώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας το θέμα στελεχωνόταν από γεωργούς-στρατιώτες. Το σύστημα των θεμάτων, που διατηρήθηκε έως το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιούνταν για να δηλωθούν φορολογικές κυρίως ενότητες.
|
κομμερκιάριος, ο
Αξιωματούχος επιφορτισμένος με την είσπραξη της δεκάτης, του δασμού (κομμερκίου) 10% που βάρυνε τη μετακίνηση και την πώληση των εμπορευμάτων. Η δικαιοδοσία του περιλάμβανε είτε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα με έντονη εμπορική ζωή (οι πόλεις αυτές πολλαπλασιάζονται τον 8ο και 9ο αιώνα) είτε μια εκτεταμένη περιοχή της αυτοκρατορίας. Εφόσον είχε διοριστεί από τον αυτοκράτορα, ονομαζόταν βασιλικός κομμερκιάριος. Κατά την Ύστερη περίοδο, ο κομμερκιάριος ήταν επιχειρηματίας που εμπορευόταν μετάξι για δικό του λογαριασμό.
|
Οικουμενική Σύνοδος Δ΄ (Χαλκηδόνα, 451)
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος συνεδρίασε στη Χαλκηδόνα το έτος 451 με αντικείμενο εργασιών την αναίρεση της ερμηνείας της Ληστρικής συνόδου Εφέσου (449) ως προς τις δύο φύσεις του Χριστού.
|
πραίτωρ, ο (praetor)
Πολιτικός και δικαστικός αξιωματούχος κατά τους τελευταίους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το αξίωμα του πραίτορα ήταν ενεργό κατά διαστήματα και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Εμφανίστηκε πάλι στα μέσα του 9ου αιώνα και δήλωνε τον αξιωματούχο διοικητικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Ιεραρχικά τοποθετείται κάτω από το αξίωμα του στρατηγού του θέματος. Στο τέλος του 10ου αιώνα εμφανίζεται ως συνώνυμο του κριτή και προσδιορίζει τον πολιτικό διοικητή. Το αξίωμα του πραίτορα άρχισε να φθίνει μετά το 1204.
|
στρατηλάτης, ο (λατ. magister militum)
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής κατά τη Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Το αξίωμα το έφερε ο επικεφαλής στρατεύματος επαρχίας με έδρα την αντίστοιχη επαρχία· magister militum per Armeniam: στρατηλάτης Αρμενίας (δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄), magister militum per Illyricum: του Iλλυρικού, magister militum per Orientem: των ανατολικών επαρχιών, magister militum praesentalis (στρατηλάτης του Πρεσέντου): επικεφαλής του στρατού με έδρα στην αυτοκρατορική αυλή, magister utriusque militiae (στρατηλάτης εκατέρας δυνάμεως): ο επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ξηράς, δηλαδή του ιππικού (equitum) και του πεζικού (peditum).
|
συγκλητικός, ο (senator)
1. Ρωμαϊκή περίοδος: Σώμα ανδρών το οποίο συμβούλευε τον αυτοκράτορα και τους υπάτους. Η ένταξη στη σύγκλητο δεν ήταν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Νέοι άνδρες (novi homines) μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη. Ο Αύγουστος αναθεώρησε το θεσμό της συγκλήτου και μείωσε τις αρμοδιότητές της. Επίσης εισήγαγε την κληρονομικότητα ως προϋπόθεση ένταξης στο σώμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά η σύγκλητος συνέχισε να θεσπίζει νόμους και να εκχωρεί την εξουσία σε νέους αυτοκράτορες. 2. Βυζαντινή περίοδος: Μέλος της συγκλήτου. Η σύγκλητος, ρωμαϊκός θεσμός που μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ήταν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις και κατατάσσονταν σε βαθμίδες ιεραρχίας: viri illustri (οι έπαρχοι πραιτoρίου και πόλης και οι μάγιστροι), viri spectabili (οι ανθύπατοι, οι βικάριοι και οι κόμητες), viri clarissimi (οι ύπατοι των επαρχιών και ακολούθως οι υπατικοί) και viri perfectissimi (οι ηγεμόνες και οι δούκες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα καθιερώθηκε ένας ακόμα τίτλος για τους ανώτατους υπαλλήλους (viri gloriosi). Στη συνέχεια οι τίτλοι απονέμονταν στους αξιωματούχους ανεξάρτητα από το αν ήταν συγκλητικοί ή επρόκειτο να ενταχθούν στο σώμα της συγκλήτου.
|
τακτικόν πρωτοκαθεδρίας, το
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο τα τακτικά πρωτοκαθεδρίας (ή τακτικά της καθέδρας ή κλητορολόγια ή κλητοροθέσια) ήταν κατάλογοι των παρευρισκομένων στις τελετές της αυλής, όπου αναγραφόταν η ιεραρχία των αξιωματούχων ανά αξίωμα ενεργό, με οφίκιο (αξία διά λόγου) ή τιμητικό τίτλο (αξία διά βραβείου), προς διευκόλυνση των υπεύθυνων για την τήρηση της τάξης. Σώζονται τέσσερα τακτικά πρωτοκαθεδρίας: Uspenskij, Φιλοθέου, Benescevic, de l' Escurial.
|