αυγούστα, η
Ισόβιος τιμητικός τίτλος που απονεμόταν από τον αυτοκράτορα στη σύζυγό του, την αυτοκράτειρα, συνήθως μετά τη γέννηση του γιου και διαδόχου. Πολύ σπάνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο τίτλος δινόταν και σε εξέχουσες προσωπικότητες του στενού οικογενειακού κύκλου του αυτοκράτορα.
|
έπαρχος πραιτoρίου (praefectus praetorio), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στον λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτορίας» ή «των πραιτορίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτορίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας, της επαρχότητας, που περιλάμβανε «διοικήσεις», και αυτές με τη σειρά τους επαρχίες. Το 400 τέτοιες επαρχότητες ήταν της Ανατολής (per Orientem), του Ιλλυρικού (per Illyricum), του Ιλλυρικού, Ιταλίας και Αφρικής (per Illyricum, Italiam et Africam) και της Γαλατίας (Galliarum). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά του αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
κυαίστωρ, κοιαίστωρ (λατ. quaestor, -oris, questor) ή κοιαισίτωρ
Αρχαιότητα. Ταμίας. Ρωμαϊκό αξίωμα με αρμοδιότητες σχετικά με τον έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών στην αυτοκρατορία. Βυζάντιο. Σημαντικό αξίωμα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι κάτοχοί του είχαν τον υψηλό τίτλο του πατρικίου.1. κυαίστωρ του ιερού παλατίου (λατ. quaestor sacri palatii). Ο αξίωμα θεσπίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Α (324-337) με ευρείες δικαστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. . Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Οι αποφάσεις του ήταν ιδιαίτερα ισχυρές και μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Ο κυαίστωρ Τριβωνιανός (529-545), επί Ιουστιανού Α΄, υπήρξε ο γνωστότερος κάτοχος αυτού του αξιώματος.2. Το 539 ο Ιουστινιανός θέσπισε το αξίωμα του κοιαισίτωρος (quaesitor), που ονομαζόταν απλά κοιάστωρ, με δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Στη μεσοβυζαντινή εποχή οι σημαντικότερες αρμοδιότητες του κοιαίστορα μεταβιβαστήκαν στον λογοθέτη του δρόμου, τον επί των δεήσεων κ.α. και το αξίωμα υποβιβάσθηκε στην 35η θέση στην διοικητική ιεραρχία, στις τάξεις των κριτών. Ο κοιαίστωρ αναφέρεται έως τα τέλη του 14ου αι., στην 45η θέση, και όπως φαίνεται αποτελούσε πλέον μόνο τιμητικό τίτλο.
|
μάγιστρος των οφφικίων, ο (magister officiorum)
Ο μάγιστρος των θείων ή βασιλικών οφφικίων ή των τάξεων του παλατιού (magister officiorum) ήταν ο επικεφαλής της κεντρικής πολιτικής διοίκησης της αυτοκρατορίας. Είχε κυρίως δικαστικές αρμοδιότητες και κάποιες στρατιωτικές, ήταν ο επικεφαλής των σχολών, δηλαδή του προσωπικού στρατού του αυτοκράτορα, αλλά καθόλου οικονομικές· διηύθυνε τρεις υπηρεσίες και ασχολούνταν και με εσωτερικά ζητήματα των ανακτόρων.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|
στρατηλάτης, ο (λατ. magister militum)
Ανώτατος στρατιωτικός διοικητής κατά τη Ρωμαϊκή και την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Το αξίωμα το έφερε ο επικεφαλής στρατεύματος επαρχίας με έδρα την αντίστοιχη επαρχία· magister militum per Armeniam: στρατηλάτης Αρμενίας (δημιουργήθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄), magister militum per Illyricum: του Iλλυρικού, magister militum per Orientem: των ανατολικών επαρχιών, magister militum praesentalis (στρατηλάτης του Πρεσέντου): επικεφαλής του στρατού με έδρα στην αυτοκρατορική αυλή, magister utriusque militiae (στρατηλάτης εκατέρας δυνάμεως): ο επικεφαλής όλων των στρατιωτικών δυνάμεων ξηράς, δηλαδή του ιππικού (equitum) και του πεζικού (peditum).
|
συγκλητικός, ο (senator)
1. Ρωμαϊκή περίοδος: Σώμα ανδρών το οποίο συμβούλευε τον αυτοκράτορα και τους υπάτους. Η ένταξη στη σύγκλητο δεν ήταν μόνο κληρονομικό δικαίωμα. Νέοι άνδρες (novi homines) μπορούσαν επίσης να γίνουν μέλη. Ο Αύγουστος αναθεώρησε το θεσμό της συγκλήτου και μείωσε τις αρμοδιότητές της. Επίσης εισήγαγε την κληρονομικότητα ως προϋπόθεση ένταξης στο σώμα αυτό. Παρ’ όλα αυτά η σύγκλητος συνέχισε να θεσπίζει νόμους και να εκχωρεί την εξουσία σε νέους αυτοκράτορες. 2. Βυζαντινή περίοδος: Μέλος της συγκλήτου. Η σύγκλητος, ρωμαϊκός θεσμός που μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο Α΄ στην Κωνσταντινούπολη κατά τη Βυζαντινή περίοδο, ήταν συμβουλευτικό σώμα του οποίου τα δικαιώματα και τα καθήκοντα δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Τα μέλη του ήταν αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι που προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις και κατατάσσονταν σε βαθμίδες ιεραρχίας: viri illustri (οι έπαρχοι πραιτoρίου και πόλης και οι μάγιστροι), viri spectabili (οι ανθύπατοι, οι βικάριοι και οι κόμητες), viri clarissimi (οι ύπατοι των επαρχιών και ακολούθως οι υπατικοί) και viri perfectissimi (οι ηγεμόνες και οι δούκες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα καθιερώθηκε ένας ακόμα τίτλος για τους ανώτατους υπαλλήλους (viri gloriosi). Στη συνέχεια οι τίτλοι απονέμονταν στους αξιωματούχους ανεξάρτητα από το αν ήταν συγκλητικοί ή επρόκειτο να ενταχθούν στο σώμα της συγκλήτου.
|
ύπατος, ο (consul)
Αξιωματούχος του ρωμαϊκού κράτους. Την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα της πολιτείας, ενώ κάθε χρόνο εκλέγονταν δύο ύπατοι. Το υπατικό αξίωμα επιβίωσε και στην Αυτοκρατορική περίοδο με τιμητικό πλέον χαρακτήρα, καθώς και στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Μετά τον 6ο αιώνα η θέση του υπάτου στη βυζαντινή αυλική ιεραρχία ήταν χαμηλή, μόλις ανώτερη του σπαθαρίου, αλλά το 10ο αιώνα εμφανίζεται και πάλι ως αξίωμα, πιθανώς με δικαστικές αρμοδιότητες. Ο τίτλος του υπάτου παύει να χρησιμοποιείται μετά το 12ο αιώνα.
|
Φλάβιοι, οι
Ρωμαϊκή αυτοκρατορική δυναστεία (69-96 μ.Χ.). Πρόκειται για τους Βεσπασιανό (69-79 μ.Χ.), Τίτο (79-81 μ.Χ.) και Δομιτιανό (81-96 μ.Χ.). Ακολούθως το όνομα «Φλάβιοι» ήταν το τιμητικό επώνυμο της οικογένειας του αυτοκράτορα.
|