|
|
|
|
|
|
1. Ανθρωπογεωγραφία
Η Ανακού, γνωστή και με το όνομα Ένεγι (Eneyi), βρισκόταν πάνω στο δρόμο που συνέδεε τη Νεάπολη (Νέβσεχιρ)με τη Νίγδη. Ήταν χτισμένη σε οροπέδιο του όρους Μουντάκ Οβά, σε ύψος 1.450 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Το κλίμα είναι πολύ ψυχρό με συχνές χιονοπτώσεις το χειμώνα και ζεστό με λίγες σχετικά βροχοπτώσεις το καλοκαίρι.1
Στο κέντρο του οικισμού υπήρχε ο Καλές, λόφος από πωρόλιθο, ύψους 200 περίπου μ., πάνω στον οποίο ήταν λαξευμένα τα παλαιότερα σπίτια. Κάποια από αυτά συνέχισαν να χρησιμοποιούνται μέχρι και το 1924 και εκεί έμεναν οι πιο φτωχές οικογένειες. Ουσιαστικά ο οικισμός αναπτύχθηκε γύρω από τον Καλέ και χωριζόταν σε δύο μεγάλες συνοικίες, τον Πάνω Μαχαλά προς την πλευρά του Νέβσεχίρ και τον Κάτω Μαχαλά προς την πλευρά της Μαλακοπής. Και οι δύο συνοικίες με τη σειρά τους χωρίζονταν σε μικρότερες, οι οποίες είχαν πάρει το όνομά τους από τις εκκλησίες, τα τζαμιά και τις κρήνες που υπήρχαν σε αυτές, ή από σημαντικές μορφές της τοπικής ιστορίας.
Με κριτήριο την αρχιτεκτονική των σπιτιών η ανάπτυξη του οικισμού χωριζόταν σε 3 περιόδους. Στην παλαιότερη, την τρωγλοδυτική, τα σπίτια ήταν λαξευμένα πάνω στον Καλέ. Κατά τη διάρκειά της οι οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων παρέμεναν αγροκτηνοτροφικές. Στην επόμενη περίοδο τα σπίτια κατασκευάζονταν στην επιφάνεια του εδάφους, χωρίς όμως να αποκόπτονται πλήρως από τα υπόσκαφα σπίτια της προηγούμενης περιόδου. Το υπέργειο τμήμα της κατοικίας χτιζόταν κοντά στο υπόγειο και επικοινωνούσε μαζί του. Σταδιακά ο χαρακτήρας της οικονομίας άλλαξε ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης των κατοίκων σε αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την τρίτη και τελευταία περίοδο οι κατοικίες που χτίζονταν ήταν εξολοκλήρου υπέργειες και εντελώς αποκομμένες από εκείνες των δύο προηγούμενων φάσεων. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη χωροταξική απομάκρυνσή τους από το βράχο, γεγονός που προκάλεσε και την επέκταση της συνολικής επιφάνειας του οικισμού. Η μετανάστευση των κατοίκων αποτελούσε πλέον τον κυρίαρχο τρόπο βιοπορισμού τους, προκαλώντας παράλληλα αλλαγή και στη νοοτροπία τους. Ο νέος τύπος κατοικίας σταδιακά υπερτέρησε, χωρίς όμως να εγκαταλειφθούν όλα τα σπίτια των δύο προηγούμενων περιόδων.2
Ο πληθυσμός της Ανακούς ήταν μεικτός. Μεγαλύτερη συγκέντρωση χριστιανικού πληθυσμού παρατηρήθηκε προς τη δυτική και τη νοτιοδυτική πλευρά του οικισμού, ενώ οι μουσουλμάνοι κατοικούσαν κυρίως προς την ανατολική και τη βόρεια πλευρά. Πάντως η εθνοθρησκευτική σύνθεση όλων των συνοικιών ήταν μεικτή. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σχετικά με τον αριθμό των κατοίκωνείναι σε μεγάλο αριθμό αντιφατικές μεταξύ τους.Ο Σαραντίδης και ο Φαρασόπουλος υποστηρίζουν ότι στην Ανακού ζούσαν 1.000 χριστιανοί και 1.800 μουσουλμάνοι. Σύμφωνα με τη στατιστική της επαρχίας Ικονίου, που δημοσιεύεται το 1905 στο περιοδικό Ξενοφάνης, ο συνολικός αριθμός των κατοίκων παραμένει περίπου ίδιος, αλλάζει όμως η εσωτερική κατανομή σε εθνοθρησκευτικές ομάδες, αφού ο συντάκτης κατεβάζει τους μουσουλμάνους σε 1.500 και ανεβάζει τον αριθμό των χριστιανών σε 1250.3 Μια άλλη ομάδα πηγών κάνει λόγο για αριθμό οικογενειών και όχι για αριθμό κατοίκων. Ο Κοντογιάννης υποστηρίζει ότι ο συνολικός αριθμός των οικογενειών που ζούσαν στην Ανακού ανερχόταν σε 380, ενώ ο Αντωνόπουλος, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1901, ανεβάζει τον αριθμό μόνο των χριστιανικών οικογενειών σε 300.4 Εκτιμήσεις για την κίνηση του πληθυσμού μπορούμε να κάνουμε και με βάση κοινοτικούς κώδικες που έχουν σωθεί. Το 1883, λοιπόν, καταγράφηκαν 135 οικογένειες χριστιανών και 250 μουσουλμάνων. Ο πληθυσμός των χριστιανών φαίνεται να έχει αυξηθεί στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, αφού οι οικογένειες που πλήρωναν ενοριακή εισφορά μεταξύ του 1902 και του 1912 κυμαίνονται μεταξύ 144 και 163. Μετά το 1912 παρουσιάζεται ξανά κάποια μείωση, η οποία είναι πολύ πιθανό να οφειλόταν στην επανένωση των μεταναστών με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, το 1924 από την Ανακού για την Ελλάδα αναχώρησαν 140 οικογένειες με 435 μέλη συνολικά.5 Πρώτος σταθμός του ταξιδιού τους ήταν η Μερσίνα, απ’ όπου αναχώρησαν με πλοίο για τον Πειραιά. Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στο πολεοδομικό συγκρότημα Αθηνών-Πειραιώς, ενώ κάποιοι άλλοι διασκορπίστηκαν στην υπόλοιπη χώρα. Το 1963, εκτός από την Αττική όπου είχαν εγκατασταθεί οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Ανακού, κάποιοι κατέληξαν στην Κέρκυρα, στους Χαλκιάδες Φαρσάλων, στη Θεσσαλονίκη, στην Καστοριά, στη Θάσο και στο Ηράκλειο Κρήτης. Ωστόσο, αρκετοί ήταν και εκείνοι που μετανάστευσαν σε περιοχές εκτός της Ελλάδας.6
Οι χριστιανοί της Ανακούς αναφέρονται ως ελληνόφωνοι.7 Υπάρχουν όμως στοιχεία που φανερώνουν την παράλληλη χρήση και της τουρκικής γλώσσας, αφού αυτή χρησιμοποιείται σε κάποια τραγούδια τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κατανόηση της ελληνικής δημιουργούσε προβλήματα, οι Ανακιώτες κατέφευγαν στην τουρκική γλώσσα. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το εκκλησίασμα ζητούσε από τους τουρκομαθείς δασκάλους να διαβάσουν τον Απόστολο στα τουρκικά, προφανώς επειδή δεν κατανοούσαν το ελληνικό κείμενο.8
2. Οικονομία
2.1. Αγροτική παραγωγή
Όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, οι κυρίαρχες οικονομικές δραστηριότητες κατά την πρώτη περίοδο της ιστορίας του οικισμού ήταν αγροκτηνοτροφικές. Μάλιστα, η συνολική κτηματική έκταση που κατείχαν οι κάτοικοι της Ανακούς ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των κατοίκων των γειτονικών χωριών. Όμως, δε συνέβαινε το ίδιο και με τις παραγωγικές δυνατότητες των χωραφιών αυτών, τα οποία ως ξερικά έδιναν μοιραία και μικρή παραγωγή. Χαρακτηριστικό για αυτή την κατάσταση είναι ότι η παραγωγή σιταριού ήταν σταθερά ελλειμματική και οι κάτοικοι αγόραζαν σιτάρι, προκειμένου να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειάς τους. Τα προϊόντα που καλλιεργούσαν ήταν δημητριακά (κριθάρι, σιτάρι, σίκαλη), όσπρια, λινάρι, λίγα οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια. Μεγάλο μέρος των χριστιανών δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι τα κτήματά τους, αλλά ανέθεταν αυτή την εργασία σε μουσουλμάνους είτε επ’ αμοιβή είτε δίνοντάς τους μέρος της σοδειάς, συνήθως το μισό. Όσοι ασχολούνταν προσωπικά με την καλλιέργεια κάλυπταν συνήθως τις ανάγκες σε εργατικά χέρια μέσα από καθιερωμένες πρακτικές αλληλοβοήθειας και ανταλλαγής εργασίας σε επίπεδο συγγενών και φίλων, τις λεγόμενες «εργατιές» ή «αντιλόι».9
Ουσιαστικά όλη η γεωργική παραγωγή προοριζόταν για τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης. Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσε και η μικρή, οικόσιτη κτηνοτροφία. Τη βοσκή των ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων και λίγων αγελάδων, την ανέθεταν οι κάτοικοι επί πληρωμή σε βοσκούς, οι οποίοι συνήθως ήταν μουσουλμάνοι. Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι στην Ανακού είχε αναπτυχθεί και η μελισσοκομία, πάλι όμως περιορισμένη στις ανάγκες της αυτοσυντήρησης.
2.2. Βιοτεχνική παραγωγή, εμπόριο, μετανάστευση
Η μη ικανοποιητική αγροτική παραγωγή δημιούργησε την ανάγκη για εξεύρεση συμπληρωματικών εισοδημάτων, την οποία ήρθε να καλύψει η μετανάστευση. Συμπληρωματικά στην κακή οικονομική κατάσταση λειτούργησε η κακή οργάνωση του τομέα των μεταφορών, που θα διευκόλυνε ίσως τη μεταφορά του όποιου μικρού πιθανού πλεονάσματος στην αγορά, σε συνδυασμό με τη μόνιμη αίσθηση έλλειψης συνθηκών ασφάλειας. Η μετανάστευση ξεκίνησε, όπως άλλωστε και για πολλούς άλλους οικισμούς της Καππαδοκίας, γύρω στο 1760, και ο αγαπημένος προορισμός των Ανακιωτών ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Οι άνδρες έφευγαν μόλις αποφοιτούσαν από το σχολείο, σε ηλικία περίπου 13-14 ετών. Η αναχώρηση των μεταναστών ήταν ομαδική και είχε τελετουργικό χαρακτήρα. Την ημέρα της αναχώρησης οι μετανάστες εκκλησιάζονταν ομαδικά και ο ιερέας διάβαζε μια σχετική ευχή. Οι συγχωριανοί τούς συνόδευαν στην εκκλησία, τους εύχονταν καλό ταξίδι και τους έδιναν πράγματα για να τα μεταφέρουν σε δικούς τους συγγενείς που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια ένας ηλικιωμένος μετανάστης τραγουδούσε ένα συγκεκριμένο τραγούδι της ξενιτιάς, δίνοντας έτσι το έναυσμα για να ξεκινήσει το ταξίδι.
Στην Κωνσταντινούπολη τους νέους μετανάστες υποδεχόταν κάποιος συγγενής, συνήθως πατέρας ή θείος. Οι Ανακιώτες της Κωνσταντινούπολης ήταν κυρίως μπακάληδες. Εργάζονταν σε καταστήματα άλλων Ανακιωτών, όπου ολοκλήρωναν τη μαθητεία τους στο επάγγελμα, περνώντας από το στάδιο του σε εκείνο του . Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας φρόντιζαν να ανοίξουν τη δική τους επιχείρηση. Όλο αυτό το διάστημα δεν παρέλειπαν να στέλνουν χρήματα στους δικούς τους που βρίσκονταν στην Ανακού, προκειμένου να πληρώσουν τους φόρους και να καλύψουν τις ανάγκες τους. Επέστρεφαν στο χωριό σε ηλικία περίπου 20 ετών για να παντρευτούν κάποια κοπέλα που τους είχαν υποδείξει οι δικοί τους, κάποτε όμως και την κόρη του αφεντικού τους. Η τελευταία επιλογή σήμαινε ότι θα αναλάμβαναν να συνεχίσουν την επιχείρηση του πεθερού τους. Η επιστροφή των μεταναστών γινόταν ομαδικά και λάμβανε επίσης τελετουργικό χαρακτήρα, αφού οι συγγενείς έβγαιναν έξω από τον οικισμό για να τους προϋπαντήσουν. Με την προϋπόθεση ότι οι μετανάστες είχαν παντρευτεί Ανακιώτισσα, επέστρεφαν στο χωριό σε τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως κάθε 2-3 χρόνια, κάποτε όμως και πιο αραιά, προκειμένου να επισκεφτούν την οικογένειά τους.
Η συχνότητα της μετανάστευσης ήταν πολύ μεγάλη και σημάδεψε την ιστορία του οικισμού, η οποία είναι δυνατό να χωριστεί σε τρεις περιόδους. Κατά την πρώτη, η οποία διήρκεσε περίπου μέχρι το 1770, η οικονομία του οικισμού παρέμεινε αγροκτηνοτροφική. Στη δεύτερη φάση (1770-1850) η μετανάστευση σταδιακά εδραιώθηκε ως ενδεδειγμένη οικονομική στρατηγική και δημιουργήθηκε το μεταναστευτικό πρότυπο που περιγράψαμε παραπάνω. Τέλος, στην περίοδο μεταξύ του 1850 και 1924 η μετανάστευση είχε πλέον καθιερωθεί και αφορούσε πολύ μεγάλο μέρος του ενεργού ανδρικού πληθυσμού. Οι γεωργικές εργασίες πέρασαν πια κατά κύριο λόγο στα χέρια των γυναικών και των μουσουλμάνων. Οι τρεις αυτές περίοδοι αντιστοιχούσαν σε γενικές γραμμές στις τρεις περιόδους της αρχιτεκτονικής του οικισμού.10
Στην Ανακού δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά και λίγοι τεχνίτες και καταστηματάρχες για την κάλυψη των τοπικών αναγκών, ενώ αναφέρεται και περιορισμένη ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας.
3. Διοικητικό καθεστώς, κοινωνική διαστρωμάτωση
Σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση που ίσχυε μέχρι το 1924 η Ανακού ήταν και ανήκε κατά σειρά σπουδαιότητας στο Μαλακοπής, το Νέβσεχιρ, το Νίγδης και το του Ικονίου.11
Στην Ανακού υπήρχαν δύο , ένας χριστιανός και ένας μουσουλμάνος. Καθένας απ’ αυτούς είχε στην υπηρεσία του από έναν κεχαγιά, έμμισθο κοινοτικό υπάλληλο, ο οποίος εκτελούσε χρέη κλητήρα. Κοινοτικοί υπάλληλοι ήταν και οι αγροφύλακες, μπεκτσήδες σύμφωνα με την τοπική διοικητική ορολογία, αλλά και οι νυχτοφύλακες. Και οι δύο επιτηρούσαν το χώρο ευθύνης τους και οδηγούσαν τους παραβάτες στο μουχτάρη, προκειμένου να τιμωρηθούν για τις πράξεις τους. Οι αμοιβές όλων των κοινοτικών υπαλλήλων, όπως άλλωστε και των ιερέων, του καντηλανάφτη και των δασκάλων του σχολείου, προέρχονταν από εισφορές των κατοίκων, τις οποίες συγκέντρωνε η κοινότητα.12
Δε διαθέτουμε πληροφορίες ικανές να μας επιτρέψουν μια ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Γνωρίζουμε όμως ότι στις αρχές του 20ού αιώνα οι οικογένειες της Ανακούς κατατάσσονταν σε έξι κατηγορίες και με βάση αυτές κατέβαλλαν την εισφορά που τους αναλογούσε, προκειμένου να συγκεντρωθεί η αμοιβή των δύο ιερέων. Οι εισφορές αντιστοιχούσαν σε 30, 20, 15, 10 και 5 γρόσια ετησίως, ενώ οι άποροι απαλλάσσονταν από την εισφορά. Γνωρίζουμε επίσης ότι η κοινωνική πυραμίδα αναπαραγόταν μέχρι ενός βαθμού και στον τόπο ταφής των νεκρών. Στον περίβολο του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου θάβονταν οι ιερείς, αλλά και οι εξέχουσες προσωπικότητες του οικισμού, καθώς και όσοι άλλοι λαϊκοί ήταν διατεθειμένοι να εξαγοράσουν αυτή την τιμητική διάκριση, καταβάλλοντας κάποιο χρηματικό αντίτιμο.13
4. Θρησκεία
Εκκλησιαστικά η Ανακού υπαγόταν στη μητρόπολη Καισαρείας. Ο μεγαλύτερος και κύριος ναός της ήταν των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο οποίος, σύμφωνα με μια επιγραφή που υπάρχει στο υπέρθυρό του, χτίστηκε το 1834. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με προνάρθηκα και γυναικωνίτη. Υπήρχαν και τρεις άλλοι μικρότεροι ναοί, του Τιμίου Σταυρού, του Αγίου Γρηγορίου και του Αγίου Γεωργίου. Σε αυτούς τελούνταν λατρευτικές ακολουθίες μόνο κατά την ημέρα της εορτής του αγίου στον οποίο ήταν αφιερωμένοι, καθώς και όταν κάποιος το ζητούσε. Υπήρχαν και κάποιοι ακόμη μικρότεροι και παλαιότεροι ναοί, υπόγειοι ή λαξευμένοι στις πλαγιές του Καλέ, καθώς και αρκετά ξωκλήσια. Ο αριθμός των ιερέων ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή και με την πηγή. Έτσι, το 1905 η κοινότητα συντηρούσε τρεις ιερείς, ενώ το 1912 είχαν μειωθεί σε δύο.14
Όποιοι από τους κατοίκους είχαν την απαιτούμενη οικονομική δυνατότητα θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ταξιδέψουν στους Αγίους Τόπους για προσκύνημα (χατζιλίκι). Οι προσκυνητές αναχωρούσαν συνήθως όλοι μαζί το Νοέμβριο και, μέσω της Μερσίνας, έφταναν με πλοίο στα Ιεροσόλυμα. Εκεί γιόρταζαν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, την ημέρα των Φώτων βαφτίζονταν στον Ιορδάνη και την Κυριακή του Θωμά ξεκινούσαν το ταξίδι της επιστροφής, αφού είχαν προηγουμένως προμηθευτεί το συγχωροχάρτι τους, το σάβανό τους και τα απαραίτητα δώρα για συγγενείς και φίλους. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι οι χατζήδες, άνδρες και γυναίκες, ήταν μια διακριτή και ιδιαίτερα σημαντική ομάδα στο πλαίσιο της τοπικής κοινωνίας.
5. Εκπαίδευση
Οι παλαιότερες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη κοινοτικών δασκάλων φτάνουν το 1850. Δασκάλα στην Ανακού πήγε για πρώτη φορά το 1897, η εκπαίδευση όμως των κοριτσιών είχε αρχίσει νωρίτερα. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς χτίστηκε το πρώτο σχολικό κτήριο, το οποίο ονομαζόταν και «παλιό δημοτικό», υπήρχε όμως το 1873. Το 1898η αίθουσα που βρισκόταν στην αυλή του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση του δεύτερου σχολείου, δηλαδή του αρρεναγωγείου ή κάτω σχολείου, στο οποίο φοιτούσαν τα αγόρια των τριών τελευταίων τάξεων. Τα υπόλοιπα αγόρια, καθώς και όλα τα κορίτσια, συνέχισαν να παρακολουθούν το ήδη υπάρχον τετρατάξιο δημοτικό.15
6. Σύλλογοι
Ακολουθώντας τη γενικότερη τάση που επικράτησε μεταξύ των ελληνορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του και μετά, καθώς και το παράδειγμα και άλλων Καππαδόκων, μετανάστες από την Ανακού ίδρυσαν στην Κωνσταντινούπολη σύλλογο με την ονομασία Φιλόπτωχος Φιλοπρόοδος Αδελφότης Ανακούς «Ομόνοια». Η ακριβής χρονολογία ίδρυσης του συλλόγου παραμένει άγνωστη. Σύμφωνα με κάποιες πηγές η αδελφότητα λειτουργούσε πολύ πριν από την επίσημη αναγνώρισή της, που έγινε το 1909. Στόχος των μελών της αδελφότητας ήταν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Όμως, το κατεξοχήν πεδίο δραστηριοποίησής τους στάθηκε ο χώρος της εκπαίδευσης, μέσω της αποστολής δασκάλων και βιβλίων.16 |
| | |
1. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 318. 2. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 39. 3. Σαραντίδης, Α.Ι., Η Σινασός ήτοι θέσις, ιστορία, ηθική και διανοητική κατάστασις, ήθη, έθιμα και γλώσσα της εν Καππαδοκία κωμοπόλεως Σινασού (Αθήνα 1899), σελ. 124· Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν (Αθήνα 1895), σελ. 59· «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46. 4. Κοντογιάννης, Π., Γεωγραφία της Μικράς Ασίας (Αθήνα 1921), σελ. 152· Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 219. 5. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 15. 6. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 419, 424-425. 7. Φαρασόπουλος, Σ., Τα Σύλατα: Μελέτη του νομού Ικονίου υπό γεωγραφικήν, φιλολογικήν και εθνολογικήν έποψιν (Αθήνα 1895), σελ. 59· Κωστάκης Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 1. 8. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 212, 226-227. 9. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 90· Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 347-348. 10. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 150-157, 391. 11. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 1. 12. Ασβεστή, Μ., Επαγγελματικές ασχολίες των Ελλήνων της Καππαδοκίας (Αθήνα 1980), σελ. 89-90. 13. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 17, 208. 14. «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46· Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 208. 15. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 132-137. Και ως προς το είδος του σχολείων που λειτουργούσαν στην Ανακού υπάρχουν αντικρουόμενες πληροφορίες: Στη «Στατιστική της Επαρχίας Ικονίου», Ξενοφάνης 3 (1905), σελ. 46-47 αναφέρεται ένα πεντατάξιο αρρεναγωγείο με 2 δασκάλους και 150 μαθητές και ένα τετρατάξιο παρθεναγωγείο με 1 δασκάλα και 60 μαθήτριες. Αντίθετα, ο Χριστόπουλος, Μ., Αι εις τας μητροπόλεις Καισαρείας και Ικονίου υπαγόμεναι ελληνορθόδοξοι κοινότητες (δακτυλογραφημένο χειρόγραφο, ΚΜΣ, ΚΑΠΠ 45) (Χανιά 1939), σελ. 53 υποστηρίζει ότι στην Ανακού λειτουργούσε μια επτατάξια αστική σχολή, στην οποία δίδασκαν 2 δάσκαλοι και φοιτούσαν 200 μαθητές και μαθήτριες. Με αυτή την άποψη συντάσσεται και ο Αντωνόπουλος, Σ., Μικρά Ασία (Αθήνα 1907), σελ. 219, ο οποίος κάνει λόγο για ένα αστικό αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο με 150 μαθητές και 60 μαθήτριες. 16. Κωστάκης, Θ., Η Ανακού, Εκδόσεις ΚΜΣ (Αθήνα 1963), σελ. 409, 415. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|