1. Ανθρωπογεωγραφία
Το Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalık) βρίσκεται απέναντι από τη Λέσβο, σε απόσταση 20 χλμ. από τις ακτές του νησιού και 25 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Μυτιλήνης. Ήταν χτισμένο στο βάθος όρμου τον οποίο προφύλασσαν τα Μοσχονήσια. Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, η οποία σημαίνει «κυδώνι». Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η οποία επιλέχθηκε ως κύρια, ήταν σε χρήση μέχρι τέλους και η λόγια ελληνική εκδοχή της «Κυδωνίαι». Η επιλογή μεταξύ των δύο δεν ήταν άμοιρη ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα παρείχε και στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα του ομιλούντος. Οι εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων προτιμούσαν την εκδοχή «Κυδωνίαι», ενώ ο όρος «Αϊβαλί» χρησιμοποιούνταν από τα λαϊκά στρώματα. Σχετικά με την προέλευση του ονόματος έχουν διατυπωθεί πολλές, αλλά μάλλον αστήρικτες, θεωρίες. Ο Didot συσχέτισε την πόλη με την Κυδωνία του Πλινίου. Ο Raffenel υποστήριξε ότι ο οικισμός πήρε το όνομά του από τις πολλές κυδωνιές, οι οποίες μετά εξέλιπαν.1 Η προέλευση του ονόματος αποδόθηκε και στα κυδώνια, τα γνωστά οστρακόδερμα, που υπάρχουν στη γύρω θαλάσσια περιοχή. Σύμφωνα με άλλη θεωρία πάλι πρόκειται για αποικία της Κυδώνας της Λέσβου. Υποστηρίχθηκε επίσης ο συσχετισμός με την Κυδωνία της Κρήτης, καθώς μαρτυρείται η ύπαρξη Κρητών αποίκων στο Αϊβαλί. Ο Σακκάρης εικάζει ότι προήλθε από κάποιον οικισμό με πολλές κυδωνιές από τον οποίο ήρθαν οι πρώτοι άποικοι, χωρίς όμως να τον προσδιορίζει.2 Τέλος, ο Σαλτέλλης αναφέρει ότι όλη η περιοχή ονομαζόταν από τους Οθωμανούς Αϊβαλί, γεγονός που οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου ονόματος.3 Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580.4 Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ). Επειδή όμως και εκεί δεν έπαψαν οι ενοχλήσεις των πειρατών, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του όρμου, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα το Αϊβαλί. Στο Αϊβαλί κατοικούσαν κατεξοχήν χριστιανοί ορθόδοξοι, υπήρχαν όμως και κάποιες οικογένειες μουσουλμάνων, και συγκεκριμένα 25-30 οικογένειες Οθωμανών κρατικών υπαλλήλων, καθώς και 10 περίπου οικογένειες Τσιγγάνων. Οι τελευταίοι κατοικούσαν στη συνοικία Ατσιγγαναριά. Διατηρούσαν καταστήματα και μιλούσαν ελληνικά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των περιηγητών ο πληθυσμός της πόλης κατά την προεπαναστατική περίοδο κυμαινόταν μεταξύ 25.000 και 40.000.5 Στα ίδια περίπου επίπεδα κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις για τη μετέπειτα περίοδο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το 1896 στο περιοδικό Ξενοφάνης ο πληθυσμός ανερχόταν στις 35.000.6 Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν στο Αϊβαλί 30.000-35.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, από τους οποίους οι 4.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι. Εκεί ζούσαν ακόμη πέντε οικογένειες καθολικών και δύο Εβραίων.7Κατά τι χαμηλότερες είναι οι εκτιμήσεις που προέρχονται από την έρευνα των προφορικών μαρτυριών, που κάνουν λόγο για 25.000-30.000 περίπου κατοίκους.8 Το Αϊβαλί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσε έδρα του ομώνυμου και υπαγόταν διοικητικά στο του Μπαλούκεσερ και στο Προύσας.
2. Ιστορία
Η μεγάλη ακμή του Αϊβαλιού τοποθετείται χρονικά μετά το 1773 και αποδίδεται στα προνόμια που παραχωρήθηκαν τότε στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης από την οθωμανική διοίκηση. Η έκδοση του σχετικού έγινε έπειτα από ενέργειες του γνωστού τοπικού άρχοντα Ιωάννη Οικονόμου. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μεγάλη αύξηση του πληθυσμού, που οφείλεται σε εγκατάσταση μεταναστών. Εκτός από τους Πελοποννήσιους, προς το Αϊβαλί κατευθύνθηκαν επίσης Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, αλλά και νησιώτες, τόσο από το Αιγαίο –κυρίως από τη Λέσβο και τα άλλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και από τη Σύρο και την Πάτμο– όσο και από το Ιόνιο πέλαγος.9 Οι μεταναστεύσεις αυτές συντέλεσαν στη δημιουργία μιας σχεδόν αμιγώς χριστιανικής πόλης. Το φαινόμενο εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρέων μετακινήσεων από τα νησιά του Αιγαίου και τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο προς τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας που έλαβαν χώρα εκείνη την περίοδο. Η επόμενη σημαντική τομή στην ιστορία της πόλης ήταν η καταστροφή του Αϊβαλιού από τον οθωμανικό στρατό και η εγκατάλειψή του το 1821. Σημαντικό μέρος των προσφύγων επέστρεψε σταδιακά από το 1827 ως το 1832, με αποτέλεσμα την επανίδρυση της πόλης. Το 1832 εκδόθηκε και σχετικό φιρμάνι που καθόριζε τους όρους επιστροφής της ακίνητης περιουσίας και ρύθμιζε το ιδιοκτησιακό και φορολογικό καθεστώς των κατοίκων. Νέο διάταγμα που εκδόθηκε το 1840 όριζε την υπαγωγή του Αϊβαλιού στο του Μπαλούκεσερ (Καρασή). Μετά τη λεγόμενη αποκατάσταση των προσφύγων ακολούθησε η σταδιακή ανάπτυξη και το Αϊβαλί αναδείχθηκε εκ νέου σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας. Στις 4 Ιουνίου του 1909, με αφορμή ενδοκοινοτική έριδα10 και αφού προηγουμένως είχε ενισχυθεί η φρουρά της πόλης, κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος, στο πλαίσιο του νέου πολιτικού κλίματος που είχε διαμορφωθεί μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων. Οι πρόκριτοι καταδικάστηκαν από στρατοδικείο και φυλακίστηκαν. Όσοι ασχολούνταν με τα κοινά, αλλά και οι θρησκευτικοί και εκπαιδευτικοί λειτουργοί, κατηγορήθηκαν ως εχθροί του κράτους, ενώ παράλληλα καλούνταν ο λαός «να προσηλωθή εις την ιδέαν της μιας, μεγάλης, συμπαγούς και ομοιομερούς οθωμανικής πατρίδος».11 Μετά τη λήξη της ισχύος του στρατιωτικού νόμου, δύο μήνες αργότερα, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι αρχικά και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη συνέχεια έδωσαν ξανά αφορμή για αντιπαραθέσεις και διώξεις των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Ήδη από το 1914 είχαν καταφύγει στο Αϊβαλί πρόσφυγες από την Πέργαμο, από τις περιοχές του Αδραμυττηνού κόλπου και από τα χωριά του δήμου Κισθήνης. Αλλά και στην πόλη του Αϊβαλιού η κατάσταση ήταν έκρυθμη, με αποτέλεσμα κάποιοι εύποροι κάτοικοι να αναγκαστούν να καταφύγουν στη Μυτιλήνη το 1916. Στις 14 Μαρτίου 1917 διατάχθηκε ο εκτοπισμός όλων των κατοίκων ηλικίας 18-80 ετών προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Στο Αϊβαλί παρέμειναν μόνο 256 άτομα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του στρατού και ο μητροπολίτης.12 Μετά την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1919 επέστρεψαν οι εκτοπισμένοι και άρχισε η σταδιακή ανασυγκρότηση της πόλης, η οποία διακόπηκε όμως εκ νέου μετά την ήττα και την αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1922. Τότε κλήθηκαν όλοι οι άντρες ηλικίας 18-45 ετών να παρουσιαστούν ενώπιον των τουρκικών αρχών ως στρατεύσιμοι. Από αυτούς άλλοι βρήκαν το θάνατο σε τραγικές συνθήκες και άλλοι ήρθαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο της Ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο υπόλοιπος πληθυσμός μεταφέρθηκε τελικά στην Ελλάδα με ελληνικά πλοία υπό την επιστασία του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.
3. Οικονομία
3.1. Πρωτογενής και δευτερογενής παραγωγή
3.1.1. Αγροτική παραγωγή
Εκτός από την ελαιοκομία, η οποία αποτέλεσε τη σημαντικότερη ίσως παραγωγική δραστηριότητα, οι κάτοικοι ήδη από το 18ο αιώνα ασχολήθηκαν και με την αμπελοκομία για παραγωγή κρασιού και επιτραπέζιων σταφυλιών, με την καλλιέργεια δημητριακών, χωρίς ωστόσο να είναι ποτέ η πόλη σιτάρκης, βελανιδιών, κηπευτικών και οπωροφόρων δέντρων. Η ενασχόληση με τις συγκεκριμένες καλλιέργειες συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του οικισμού, δεν μπορεί όμως να συγκριθεί με την ελαιοκομία. Άλλωστε, με εξαίρεση την αμπελοκομία και την καλλιέργεια βελανιδιών, η παραγωγή των υπόλοιπων προϊόντων ήταν μικρή και προοριζόταν κυρίως για την εξυπηρέτηση τοπικών αναγκών. Τις ίδιες ανάγκες εξυπηρετούσε και η ημιοικόσιτη κτηνοτροφία. Eκτρέφονταν πρόβατα, μοσχάρια, χοίροι και πουλερικά, χωρίς όμως να επαρκούν για τις τοπικές ανάγκες. Ουσιαστική ενασχόληση με την κτηνοτροφία παρατηρήθηκε κατά το 19ο αιώνα, μετά την αποκατάσταση των προσφύγων της Επανάστασης και την επανίδρυση της πόλης, και αφορούσε κάποιους κατόχους μεγάλων αγροκτημάτων. Οι τρεις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του είδους ήταν αυτές του Ι. Τρικούπη, της οικογένειας Α. Ηλιοπούλου και της οικογένειας Κ. Πανταζόπουλου. Σημειώθηκε επίσης ανάπτυξη της αλιείας. Τα ψάρια και τα οστρακόδερμα αποτέλεσαν από πολύ νωρίς σημαντικό στοιχείο της διατροφής των κατοίκων. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί η παραγωγή αλατιού στις παρακείμενες αλυκές. Όσον αφορά τα συστήματα εκμετάλλευσης της γης, οι , ή , παρέμειναν σε ισχύ μέχρι το 1922. Εφαρμόστηκαν επίσης μερικώς καλλιεργητικές μέθοδοι που συνδύαζαν αγρανάπαυση και αμειψισπορά: Συνήθως η καλλιεργήσιμη έκταση χωριζόταν σε τρία τμήματα. Στο 1/3 καλλιεργούσαν δημητριακά, στο 1/3 καλαμπόκι, κηπευτικά κτλ. και η έκταση που παρέμενε ελεύθερη χρησίμευε για τη βοσκή των ζώων. Παράλληλα, γινόταν εναλλαγή των παραπάνω τμημάτων ανά έτος. Μετά την αποκατάσταση εισήχθησαν και τα ιπποκίνητα άροτρα και στη συνέχεια τα βενζινάροτρα, κυρίως από τους κατόχους μεγάλων αγροκτημάτων. Σε γενική χρήση όμως παρέμενε το παραδοσιακό άροτρο. Κατά τα τελευταία χρόνια της ιστορίας του οικισμού γνώρισε κάποια ανάπτυξη η σηροτροφία, με την οποία ασχολούνταν τα θηλυκά μέλη της οικογένειας, καθώς και η μελισσοκομία, όχι όμως σε ικανοποιητικό βαθμό.
3.1.2. Βιοτεχνική και βιομηχανική παραγωγή
Η ελαιουργία αποτέλεσε από νωρίς τη σημαντικότερη παραγωγική δραστηριότητα. Ανάπτυξη όμως γνώρισαν και η οινοπνευματοποιία, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα λειτουργούσαν 80 περίπου βυρσοδεψεία, τα οποία ήταν συγκεντρωμένα στο βόρειο άκρο της πόλης.13 Από το 1907 άρχισαν να εγκαταλείπονται οι παραδοσιακές μέθοδοι και δημιουργήθηκαν εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων, προερχόμενων συνήθως από την Άπω Ανατολή και την Αμερική.14 Μετά την αποκατάσταση αναπτύχθηκε σταδιακά και βιομηχανία ζυμαρικών, ενώ από το 1860 και εξής άρχισε να αναπτύσσεται και η αλευροποιία, έπειτα από την αντικατάσταση των παλιών αλευρόμυλων από ατμοκίνητους. Μετοχική εταιρεία εξάλλου που είχε ιδρυθεί από τους κατοίκους ανέλαβε γύρω στο 1900 την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων ώχρας τα οποία είχαν βρεθεί σε λόφο κοντά στην παραλία. Την παραγωγή διέθεταν εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και στην Αυστρία. Το Αϊβαλί έγινε σταδιακά η δεύτερη βιομηχανική πόλη των δυτικών παραλίων μετά τη Σμύρνη. Μια πληθώρα βιοτεχνικών εργαστηρίων ασχολούνταν με την κατασκευή εργαλείων χρήσιμων στην παραγωγή, όπως καλάθια για τη συλλογή ελιών (σελέδες) και σταφυλιών, ασκούς από δέρματα βοδιών για τη μεταφορά λαδιού (γεντέκια) και βαρέλια. Ειδικά εργαστήρια ήταν επιφορτισμένα με το άλεσμα του φλοιού των δέντρων για τις ανάγκες της βυρσοδεψίας. Λειτουργούσαν επίσης εργαστήρια σιδηρουργίας, επιπλοποιίας, ειδών ένδυσης και υπόδησης, κατεργασίας μετάλλων, όπως χρυσού και αργύρου –αλλά και χαλκού και ορείχαλκου για τα σκεύη οικιακής χρήσης–, εργαστήρια αγγειοπλαστικής, κατεργασίας μεταξιού (καζάδικα), οπλοποιίας, μαχαιροποιίας, οινοπνευματοποιίας, γουναράδικα, πλινθοποιεία και βιοτεχνία επεξεργασίας εντέρων για παραγωγή αλλαντικών. Σε χώρους κοντά στην ακτή ειδικευμένοι τεχνίτες επισκεύαζαν πλοία. Μέλη των κατώτερων στρωμάτων, τέλος, ασχολούνταν με την υφαντουργία υπό τη μορφή οικοτεχνίας.
3.2. Εμπόριο
Ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821 γίνονταν εξαγωγές προϊόντων της περιοχής, όπως λάδι, σαπούνι, αλάτι και ψάρια, ενώ εισάγονταν δημητριακά και υφάσματα. Κύρια αγορά για το Αϊβαλί αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, για την περίοδο από το β΄ μισό του 19ου αιώνα και εξής, η συνολική αξία των εξαγωγών ξεπερνούσε τις 800.000 τουρκικές λίρες.15 Εξάγονταν λάδι, πυρηνέλαιο, κατεργασμένα δέρματα, σαπούνια, πυρηνοσάπουνα και αλεύρι. Η επιδημία φυλλοξήρας εξάλλου που είχε ενσκήψει στη Γαλλία δημιούργησε στα τέλη της δεκαετίας του 1880 πρόσφορο έδαφος για εξαγωγές κρασιού στη γαλλική αγορά. Από το 1919 γινόταν επίσης εξαγωγή κουκουναρόψιχας, ακατέργαστων δερμάτων αιγοπροβάτων στη Γερμανία, πέτρας από τα λατομεία του Σαμουρσάκι και οπωροκηπευτικών. Τα παραπάνω προϊόντα κατευθύνονταν προς αγορές του εξωτερικού, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αξία των εισαγωγών ανερχόταν στις 700.000 τουρκικές λίρες ετησίως.16 Εισάγονταν δημητριακά, υφάσματα, ακατέργαστα δέρματα, καθώς και τα απαραίτητα για την κατεργασία των δερμάτων υλικά, όπως ιχθυέλαια και λίπη. Τα περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα προέρχονταν από τις αγορές της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης. Το λιμάνι του Αϊβαλιού για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε αβαθές, γεγονός που δεν επέτρεπε τον ελλιμενισμό μεγάλων πλοίων, τα οποία αγκυροβολούσαν εκτός του λιμανιού. Σημαντική τομή αποτέλεσε η απόφαση αναβάθμισης των εγκαταστάσεων με την κατασκευή διώρυγας. Μετά την εξασφάλιση της σχετικής άδειας από την οθωμανική διοίκηση, συστάθηκε το 1880 για το σκοπό αυτό μετοχική εταιρεία από τους κατοίκους με κεφάλαιο 20.000 τουρκικών λιρών.17 Το έργο ολοκληρώθηκε το 1882 και συντέλεσε στην αύξηση της εμπορικής κίνησης. Η εν λόγω εταιρεία διατήρησε για είκοσι δύο έτη το δικαίωμα είσπραξης δασμού επί των μεταφερόμενων φορτίων. Στο Αϊβαλί λειτουργούσαν τέσσερις αγορές, όπου σύμφωνα με εκτιμήσεις υπήρχαν περίπου 1.000 εμπορικά καταστήματα και βιοτεχνικά εργαστήρια.18 Στην κεντρική στεγάζονταν περίπου τα μισά «μαγαζιά». Οι υπόλοιπες αγορές ήταν αυτές του Αγίου Δημητρίου, της Κάτω Παναγιάς και του Αγίου Γεωργίου. Στην περιοχή του Αϊβαλιού, τέλος, διεξαγόταν λαθρεμπόριο καπνού, προερχόμενου από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Ο καπνός προοριζόταν να καλύψει ανάγκες της πόλης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της δυτικής Μικράς Ασίας. Αυτού του είδους οι δραστηριότητες γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
3.3. Τραπεζικό σύστημα
Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη που σημειώθηκε από το 1860 και μετά κατέστησε απαραίτητη την παροχή υπηρεσιών τραπεζικού χαρακτήρα. Στο Αϊβαλί άνοιξαν παραρτήματα μια σειρά από τράπεζες, όπως η Τράπεζα της Ανατολής, των Αθηνών, η Λυονική (Credit Lyonnais), η Γεωργική και από το 1907 η Τράπεζα Μυτιλήνης.
4. Διοικητικό καθεστώς
Σύμφωνα με την παράδοση, τα προνόμια του 1773 όριζαν ότι οι μουσουλμάνοι κάτοικοι έπρεπε να εγκαταλείψουν το Αϊβαλί, ενώ παράλληλα απαγορευόταν η εγκατάσταση άλλων. Παράλληλα, η πόλη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη από τον εκάστοτε διοικητή της περιφέρειας στην οποία ανήκε. Ο μουσουλμάνος διοικητής της πόλης, ο αγάς ή , οριζόταν από τους κατοίκους, οι οποίοι αναλάμβαναν και τη μισθοδοσία του. Η οθωμανική διοίκηση όριζε τον καδή. Απαγορευόταν επίσης η διέλευση και παραμονή οθωμανικού στρατού. Η κοινότητα, τέλος, αναλάμβανε τη συλλογή και απόδοση του φόρου,19 ενώ είχε ακόμη διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες. Σε καθεμία από τις τρεις συνοικίες της πόλης –άνω, κάτω και μέση– εκλεγόταν ένας ετησίως. Οι δημογέροντες, σε συνεργασία με εννεαμελές συμβούλιο προκρίτων, που ονομάζονταν επίτροποι, αναλάμβαναν τη διοίκηση της κοινότητας. Χειρίζονταν τις φορολογικές και οικονομικές υποθέσεις της πόλης, απένεμαν δικαιοσύνη και διευθετούσαν όποια άλλα ζητήματα ανέκυπταν. Φρόντιζαν επίσης για την ασφάλεια και την τήρηση της τάξης. Για το σκοπό αυτό είχε συγκροτηθεί και ένοπλο σώμα πολιτοφυλάκων-νυχτοφυλάκων με δύναμη 250 ατόμων. Ορίζονταν επίσης δύο γραμματείς. Το δωδεκαμελές σώμα των δημογερόντων και των επιτρόπων ονομαζόταν κοινόν, δωδεκάδα ή κλήρα. Στις συνεδριάσεις του πιθανώς προέδρευε ο εκάστοτε αρχιερατικός επίτροπος, δηλαδή ο αντιπρόσωπος του μητροπολίτη Εφέσου. Η αρχή των επιτρόπων δεν περιοριζόταν χρονικά. Όταν προέκυπτε ανάγκη αλλαγής κάποιου μέλους, η κενή θέση καταλαμβανόταν έπειτα από απόφαση των υπόλοιπων μελών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις συγκαλούνταν γενική συνέλευση, στην οποία συμμετείχαν δημογέροντες, επίτροποι και εκπρόσωποι σημαντικών οικογενειών. Το 1840, εποχή έκρηξης έντονων ενδοκοινοτικών διαμαχών, εκλέχθηκε μια «εξελεγκτική των οικονομικών επιτροπή» με 27 μέλη. Ταυτόχρονα, έπειτα από γενική ψηφοφορία, εκλέχθηκε εννεαμελές κοινοτικό συμβούλιο για όλη την πόλη και όχι ανά συνοικία, όπως συνέβαινε με τους δημογέροντες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Μερίμνησε για τα οικονομικά της κοινότητας και για τη δίκαιη κατανομή των φόρων, συνέστησε διαιτητικό σώμα για την επίλυση ιδιωτικών διαφορών, φρόντισε για την εκπαίδευση και έλαβε μέτρα για την καθαριότητα, την τάξη και την ασφάλεια της πόλης. Κατέβαλε επίσης προσπάθειες για την αντιμετώπιση του κοινοτικού χρέους, τομέα στον οποίο συνάντησε πολλές δυσκολίες. Κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα η δημογεροντία αποτελούνταν από 10 προεστώτες υπό την προεδρία του μητροπολίτη ή του επιτρόπου του. Εκλέγονταν ανά διετία και προέρχονταν από τις τάξεις των επιφανών πολιτών. Η δημογεροντία συγκροτούσε τα υπόλοιπα «κοινοτικά σωματεία», δηλαδή τις εφορείες των εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Σε κάθε ενορία, τέλος, εκλέγονταν ως επίτροποι των ναών κάποια ευυπόληπτα μέλη του ποιμνίου. Κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του εισήχθη και ο θεσμός της δημοτικής αρχής. Το δημοτικό συμβούλιο εκλεγόταν ανά τριετία. Η διαδικασία εκλογής γινόταν στη βάση του κτηματικού φόρου, γεγονός που δεν επέτρεπε τη συμμετοχή όλων των κατοίκων. Από τους εκλεγμένους συμβούλους επέλεγε η οθωμανική διοίκηση το δήμαρχο. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου ήταν χριστιανοί, ενώ το διοικητικό συμβούλιο ήταν μεικτό. Πρόεδρός του ήταν ο εκάστοτε καϊμακάμης, ο οποίος πλαισιωνόταν από τον καδή, το , τον οικονομικό έφορο και τον αρχιγραμματέα της διοίκησης. Συμμετείχαν επίσης πέντε χριστιανοί, μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης ή ο αντιπρόσωπός του. Από το 1834, τέλος, λειτουργούσε στο Αϊβαλί ελληνικό υποπροξενείο, με στόχο την εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων και την προστασία των Ελλήνων υπηκόων. Σταδιακά όμως προώθησε και την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας.
5. Κοινωνική διαστρωμάτωση
Η ιδιαίτερη καταγωγή των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στο Αϊβαλί μετά το 1773 συντέλεσε στη συγκρότηση άτυπων ομάδων και σε μια ιδιότυπη διάσπαση της συνοχής του κοινωνικού σώματος. Οι Πελοποννήσιοι ίδρυσαν ξεχωριστή συνοικία, τα γνωστά Μοραΐτικα. Οι Ηπειρώτες ίδρυσαν επίσης δικό τους συνοικισμό και διακρίθηκαν ως αρτοποιοί. Οι Επτανήσιοι τέλος, στην πλειοψηφία τους νέοι και μορφωμένοι, με επαγγελματικά προσόντα αλλά και τίτλους ευγενείας, αποτέλεσαν τους πρώτους εκπροσώπους της ανώτερης τάξης της πόλης. Σταδιακά δημιουργήθηκαν δύο «κομματικοί» σχηματισμοί, οι οποίοι διεκδίκησαν τον έλεγχο της κοινότητας και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πόλης κυρίως κατά το 19ο αιώνα. Ήδη στις αρχές του 19ου αιώνα παρατηρήθηκαν οι πρώτες ενδοκοινοτικές διαμάχες μεταξύ των στρωμάτων που έλεγχαν τη διοίκηση της κοινότητας και των ανερχόμενων αστικού χαρακτήρα εμπορικών στρωμάτων. Η σύγκρουση αφορούσε τη λειτουργία της Ακαδημίας των Κυδωνιών. Μετά την επανίδρυση της πόλης ο διαχωρισμός των κοινωνικών στρωμάτων αποτυπώθηκε επίσης στο χώρο. Οι εκπρόσωποι των παραδοσιακά μεγάλων οικογενειών, οι οποίες και προεπαναστατικά ασχολούνταν με τη διοίκηση της κοινότητας, εγκαταστάθηκαν στην άνω συνοικία. Στη μέση συνοικία εγκαταστάθηκαν έμποροι και επιχειρηματίες, οι οποίοι διέθεταν οικονομική επιφάνεια, αλλά στερούνταν κοινωνικού κύρους. Εκεί έμεναν επίσης κάποιοι βιοτέχνες, μικροεισοδηματίες και υπάλληλοι. Στην κάτω συνοικία, τέλος, κατοικούσαν τα λαϊκά στρώματα, στην πλειονότητά τους εργάτες, γεωργοί και ναυτικοί. Οι κάτοικοι της άνω συνοικίας, βρίσκοντας και συμμάχους ανάμεσα στους εύπορους κατοίκους της μέσης, ίδρυσαν το λεγόμενο «μεγάλο κόμμα» και προσπάθησαν να διατηρήσουν τον έλεγχο της διοίκησης της κοινότητας. Οι της κάτω συνοικίας, μαζί με την πλειονότητα των κατοίκων της μέσης, συγκρότησαν το λεγόμενο «μικρό» ή «δημοτικό κόμμα». Χρησιμοποιήθηκαν και άλλα ονόματα για τους δύο σχηματισμούς. Το «μεγάλο κόμμα» ονομαζόταν επίσης «συντηρητικό» και «ολιγαρχικό», ενώ το «μικρό» λεγόταν και «φιλελεύθερο». Οι οπαδοί του «μικρού κόμματος» ονόμαζαν περιπαικτικά τους αντιπάλους τους χατζήδες, εξαιτίας της καθιερωμένης για αυτή την κοινωνική ομάδα πρακτικής του προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, ενώ οι οπαδοί του «μεγάλου κόμματος» αποκαλούσαν, επίσης με περιπαικτική διάθεση, τους αντιπάλους τους ατίθασους και κοντραμπατζήδες (λαθρεμπόρους). Ακολούθησαν σκληρές αντιπαραθέσεις στην προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας, οι οποίες κάποτε έφτασαν και σε ανοιχτή σύγκρουση, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την ενδοκοινοτική διαμάχη που ξέσπασε το 1840 με αφορμή το κοινοτικό χρέος και την επιβολή νέων φόρων. Στις εκλογές του 1841 επικράτησε το «μικρό κόμμα», ακολούθησαν όμως ταραχές που προκάλεσαν την επέμβαση του κράτους, η οποία τελικά είχε αποτέλεσμα την προσωρινή διευθέτηση της κρίσης και την επικράτηση εκ νέου του «μεγάλου κόμματος». Οι αντιπαραθέσεις συνεχίστηκαν μέχρι και το 1880 με αφορμή τη διαχείριση των οικονομικών της κοινότητας, και ειδικότερα την εξυπηρέτηση του κοινοτικού χρέους που προέκυψε από την αποκατάσταση των προσφύγων του 1821, αλλά και για τα ζητήματα της υπηκοότητας, της στρατολογίας και την πολιτική ίσων αποστάσεων που ακολούθησε κατά καιρούς το «μεγάλο κόμμα» έναντι του Έλληνα υποπρόξενου και των οθωμανικών αρχών. Είναι όμως ενδεικτικό για τους όρους διεξαγωγής των αντιπαραθέσεων το ότι οι ηγέτες του «μικρού κόμματος» ήταν συχνά κάτοικοι της άνω συνοικίας. Ο θάνατος ισχυρών ηγετών των δύο μερίδων και κυρίως η σταδιακή απόσυρση της παλιάς γενιάς, που είχε ζήσει την αποκατάσταση των προσφύγων, και η άνδρωση μιας νέας γενιάς που δεν είχε βιώσει την προσφυγική εμπειρία και –επηρεασμένη από τις πολιτικές και πνευματικές εξελίξεις της εποχής– ήταν προσανατολισμένη προς το εθνικό κέντρο οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων. Σε αυτό συντέλεσε και η οικονομική ανάπτυξη που ακολούθησε την αναβάθμιση του λιμανιού. Η ευεργεσία αποτέλεσε στρατηγική απόκτησης κοινωνικού κύρους, ενώ ταυτόχρονα λειτούργησε συνεκτικά για το κοινωνικό σώμα, προβάλλοντας τους ευεργέτες ως τοπικούς ήρωες και ως πρότυπα συμπεριφοράς. Εκτός από τα διάφορα ευαγή ιδρύματα, τα οποία συντηρούνταν από εισφορές των κατοίκων, και τους φιλανθρωπικούς συλλόγους, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στη δωρεά του Στρατή Μανωλάκη, γνωστή ως «ψυχομερίδιο». Ο δωρητής, σύζυγος της ανιψιάς του Ιωάννη Οικονόμου και γυναικάδελφος του γνωστού ηγέτη του «μεγάλου κόμματος» Δημητρού Χατζηαθανασίου, κληροδότησε την περιουσία του στην πόλη με διαθήκη που συνέταξε το 1863. Η περιουσία περιλάμβανε ελαιόδεντρα, αμπέλια, καταστήματα και χρήματα. Τα έσοδα από τη διαχείρισή της έπρεπε να διατίθενται για την πρόοδο της παιδείας και την ενίσχυση των ευαγών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη, τη διαχείριση του κληροδοτήματος ανέλαβε τριμελής επιτροπή από ευυπόληπτους πολίτες, η οποία εκλεγόταν από τη δημογεροντία και λογοδοτούσε ανά τριετία. Το ψυχομερίδιο απέβη σημαντικός παράγοντας ευημερίας της πόλης. Σύμφωνα με άλλη πηγή, για τις ανάγκες του διέθεταν την περιουσία τους όσοι δεν είχαν παιδιά.20
6. Θρησκεία
Εκκλησιαστικά η περιοχή ανήκε στη μητρόπολη Εφέσου. Η αντιπαράθεση μεταξύ των κατοίκων και του μητροπολίτη Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλη, που διήρκεσε από το 1904/1905 μέχρι το 1908 και είναι γνωστή ως εφεσιακό ζήτημα, οδήγησε τελικά στην αυτονόμηση της περιοχής του Αϊβαλιού από τη μητρόπολη Εφέσου και στην ίδρυση της μητρόπολης Κυδωνιών. Η πόλη χωριζόταν σε έντεκα ενορίες: του Αγίου Δημητρίου, των Ταξιαρχών, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, της Κοίμησης της Θεοτόκου, του Αγίου Γεωργίου, της Κάτω Παναγιάς ή Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Χαραλάμπους, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Τριάδος. Οι μεγαλύτερες ήταν αυτές του Αγίου Δημητρίου στην άνω συνοικία και της Κάτω Παναγιάς ή Ζωοδόχου Πηγής στην κάτω, και ακολουθούσε εκείνη του Αγίου Γεωργίου στη μέση συνοικία. Ο ναός της Παναγίας στην κάτω συνοικία χτίστηκε το 1780 από τον Ιωάννη Οικονόμο και ήταν γνωστός και ως Παναγία των Ορφανών, ονομασία που πήρε από το μικρό βρεφοκομείο το οποίο λειτουργούσε στον περίβολό του. Στα τέλη του 18ου αιώνα χτίστηκε στη μέση συνοικία μητροπολιτικό οικοδόμημα και δίπλα σε αυτό ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Στο Αϊβαλί και στη γύρω αγροτική περιοχή υπήρχαν συνολικά 65 παρεκκλήσια, εκ των οποίων δεκαπέντε μέσα στην πόλη. Στα παρεκκλήσια διάφορες οικογένειες τελούσαν λειτουργίες στο διάστημα μεταξύ του Πάσχα και της Ανάληψης. Σύμφωνα με μαρτυρίες Αϊβαλιωτών, στην πόλη υπήρχε και ένα τζαμί.21 Πολιούχος θεωρούνταν ο νεομάρτυρας Γεώργιος ο Χιοπολίτης, ο οποίος μαρτύρησε στο Αϊβαλί στις 26 Νοεμβρίου του 1807, μέρα κατά την οποία εορταζόταν και η μνήμη του. Το 1852, σύμφωνα με την παράδοση, μια νέα κοπέλα είδε σε όνειρο την Παναγία, η οποία προέτρεψε να σκάψουν και να βρουν τη χαμένη εικόνα της. Η κοπέλα ανέφερε το όνειρό της και εκτιμήθηκε ότι επρόκειτο για εικόνα η οποία είχε χαθεί στο μέρος όπου έγινε η μάχη που οδήγησε στην καταστροφή της πόλης το 1821. Έπειτα από έρευνα στο σημείο που υποδείχθηκε βρέθηκε η εικόνα, η οποία ονομάστηκε της Παναγιάς της Φανερωμένης. Μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους, δίπλα από το νοσοκομείο, και χτίστηκε προσκυνητάριο στο σημείο όπου είχε βρεθεί. Μετά από το γεγονός αυτό ακολούθησε περίοδος ευημερίας για την πόλη. Την εύρεση της εικόνας εόρταζαν με πανηγύρι στις 23 Αυγούστου, στο οποίο συνέρρεαν πολλοί προσκυνητές. Άλλο πανηγύρι, μικρότερης όμως σημασίας και περιορισμένης εμβέλειας, γινόταν στις 29 Αυγούστου, ημέρα του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του Προδρόμου. Σημαντική θέση κατείχε και ο άγιος Τρύφωνας, ο οποίος θεωρούνταν προστάτης των κηπουρών και γενικότερα των γεωργών. Στις 6 Αυγούστου, στην εορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, έφερναν στην εκκλησία τα καινούρια σταφύλια να αγιαστούν, ενώ στη διάρκεια του καλοκαιριού γινόταν περιφορά της εικόνας της Παναγίας της Φανερωμένης στα αγροκτήματα για να ευλογηθεί η νέα σοδειά. Ενδιαφέρον προκαλούν και οι τελετές των διάφορων επαγγελματικών ομάδων κατά την ημέρα της εορτής του αγίου ο οποίος θεωρούνταν προστάτης τους. Ονομάζονταν συλλείτουργα, όρος που χρησιμοποιούνταν στο Αϊβαλί και με την έννοια του μνημόσυνου. Στα συλλείτουργα συμμετείχε το σύνολο των οικογενειών των συγκεκριμένων επαγγελματιών. Πρόκειται για αστικό χαρακτηριστικό το οποίο ενίσχυε τη συνοχή της συγκεκριμένης επαγγελματικής ομάδας.22
7. Εκπαίδευση
7.1. Η προεπαναστατική περίοδος
Η μέριμνα για την εκπαίδευση απασχόλησε τους φορείς της πόλης ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Στον περίβολο του ναού της Παναγίας των Ορφανών λειτούργησε σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης για τα παιδιά της κάτω συνοικίας, καθώς και ελληνική σχολή. Η ίδρυση αυτών των σχολείων αποδίδεται στον Ιωάννη Οικονόμο. Υπήρχαν μάλιστα και δωμάτια όπου έμεναν οι δάσκαλοι της σχολής, καθώς και οι μαθητές που έρχονταν από άλλα μέρη. Στη σχολή, όπου λειτούργησε και βιβλιοθήκη, δίδαξαν ο ιεροδιάκονος Ευγένιος από τα Βουρλά,23 ο Φραντζέσκος από την Κέα, ο Σύμης Βησσαρίων και ο Μουδανιών Θεοδόσιος. Εδώ μαθήτευσαν και γνωστοί λόγιοι, όπως ο Γρηγόριος Σαράφης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και ο Θεόφιλος Καΐρης. Σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης λειτούργησαν την ίδια περίοδο και στους ναούς της Παναγίας στη μέση συνοικία και των Ταξιαρχών στην άνω. Το σημαντικότερο όμως σχολείο ήταν η γνωστή Ακαδημία των Κυδωνιών, φορέας των ιδεών του Διαφωτισμού, που ιδρύθηκε το 1800 και η ακτινοβολία της ξεπερνούσε κατά πολύ τα στενά τοπικά όρια.
7.2. Μετά την αποκατάσταση
7.2.1. Εκπαιδευτικό σύστημα
Και μετά την αποκατάσταση η μέριμνα για την εκπαίδευση παρέμεινε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της κοινότητας. Σύμφωνα με τον κοινοτικό κανονισμό η δημογεροντία εξέλεγε την των σχολείων, η οποία είχε αναλάβει την εποπτεία των σχολείων. Αρχικά μετείχαν σε αυτήν μέλη της κοινοτικής αρχής, στη συνέχεια όμως διευρύνθηκε. Οι περισσότεροι από τους εκλεγμένους ήταν γιατροί και δικηγόροι και ακολουθούσαν οι κτηματίες και οι έμποροι. Η αδυναμία της εφορείας να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στα καθήκοντά της αποδίδεται στις ενδοκοινοτικές διαμάχες.24 Έτσι εξηγείται και η ανάθεση αυτού του έργου το 1879 στην Αγαθοεργό Αδελφότητα. Μετά από μια επιτυχή δεκαετή περίοδο αναδιοργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος η φροντίδα για την εκπαίδευση επανήλθε στην Εφορεία των σχολείων. Αργότερα όλα τα σχολεία τέθηκαν υπό την επίβλεψη του εκάστοτε γυμνασιάρχη.
7.2.2. Εκπαιδευτικά ιδρύματα
Το 1839 ιδρύθηκαν δύο δημοτικά σχολεία, το αρρεναγωγείο της κάτω και εκείνο της μέσης συνοικίας. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και μέχρι το 1860 είχαν ανοίξει δύο ακόμη σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης, στα οποία η διδασκαλία ακολουθούσε την . Πρόκειται για το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων της Άνω Συνοικίας και το Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Αγίου Γεωργίου.25 Το 1873 η Αγαθοεργός Αδελφότης ίδρυσε σχολείο θηλέων, γνωστό ως Παρθεναγωγείον της Αγαθοεργού Αδελφότητος ή Παρθεναγωγείον της Άνω Συνοικίας. Το 1880 έγινε στην κάτω συνοικία σχολή αρρένων έπειτα από δωρεά του Ευστρατίου Πανταβού. Ιδρύθηκε επίσης ένα τρίτο παρθεναγωγείο, με αποτέλεσμα να λειτουργούν τρία αρρεναγωγεία και τρία παρθεναγωγεία. Μετά το 1880 άρχισαν να προστίθενται σταδιακά και γυμνασιακές τάξεις στο Παρθεναγωγείο του Αγίου Γεωργίου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ημιγυμνασίου θηλέων. Το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, όπως ονομάστηκε, χτίστηκε το 1900 με δωρεά του Δημητρίου Μπρικά και συντέλεσε σημαντικά στην ανάπτυξη της εκπαίδευσης των γυναικών. Το 1828 επανασυστήθηκε η Ακαδημία Κυδωνιών και ακολούθησαν μακρές προσπάθειες για την επαναλειτουργία της. Τομή στην εξέλιξη του ζητήματος αποτελεί το 1856, όταν έπειτα από προσπάθειες του Δημητρίου Χατζηαθανασίου χτίστηκε στο χώρο της παλιάς Ακαδημίας σχολείο με τέσσερις αίθουσες και κατάλληλο εξοπλισμό. Η σταδιακή επέκταση του σχολείου συνεχίστηκε μέχρι το 1884, όταν και αναγνωρίστηκε ως πλήρες γυμνάσιο από το ελληνικό κράτος. Το 1904, έπειτα από δωρεά του Ιωάννη Μαλέλη, ιδρύθηκε εργαστήριο των φυσικών επιστημών. Το 1905 άλλη δωρεά των αδελφών Καλτή επέτρεψε την ανέγερση σχολικού γυμναστηρίου. Δίπλα στο γυμναστήριο ιδρύθηκε το 1908 μετεωρολογικός σταθμός, ο οποίος παρείχε τη δυνατότητα παρατηρήσεων, ιδιαίτερα χρήσιμων για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων.26 Τέλος, έπειτα από δωρεά της οικογένειας Πανταζόπουλου ιδρύθηκε το σχολικό αγροκήπιο και προσλήφθηκε ειδικός δάσκαλος γεωπόνος. Στο χώρο του γυμνασίου λειτουργούσε και δανειστική βιβλιοθήκη με 6.000 τόμους. Παράλληλα με τα δημόσια σχολεία λειτούργησαν και κάποια ιδιωτικά: δύο νηπιαγωγεία και δύο σχολεία που λειτούργησαν επί σειρά ετών πριν από το 1900, αυτά του Γεωργίου Καραμπλιά στην ενορία του Αγίου Νικολάου και του Ευάγγελου Γιαρλού στην ενορία του Αγίου Βασιλείου. Λειτούργησαν επίσης αρκετά γραμματοδιδασκαλεία σε διάφορες συνοικίες. Τα τελευταία συχνά ανήκαν σε γυναίκες. Υπήρχε, τέλος, και η κατ’ οίκον εκπαίδευση, κυρίως για κορίτσια πλούσιων οικογενειών, καθώς και για τις αποφοίτους του Κεντρικού Παρθεναγωγείου που επιθυμούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους. Η δυνατότητα αυτή τους παρεχόταν και δημόσια από το 1919, όταν το γυμνάσιο έγινε μεικτό. Οι ετήσιες δαπάνες συντήρησης των σχολείων ξεπερνούσαν τις 3.500 τουρκικές λίρες. Είχε ιδρυθεί επίσης σχολικό ταμείο του γυμνασίου με στόχο την ενίσχυση των άπορων μαθητών. Από το 1906 το ευεργετικό αυτό μέτρο συμπεριέλαβε τους άπορους μαθητές και των υπόλοιπων σχολείων. Παρόμοιο σκοπό εξυπηρετούσε εν μέρει και το σχολικό βιβλιοπωλείο, το οποίο εξελίχθηκε σε κοινοτικό. Σε 400 άπορους μαθητές μοιράζονταν δωρεάν βιβλία, ενώ 100 έπαιρναν ρούχα και παπούτσια. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα δημοτικά σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία, ήταν πεντατάξια, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο τετρατάξιο, ενώ το γυμνάσιο περιλάμβανε τριτάξιο ελληνικό σχολείο27 και τετρατάξιο γυμνάσιο. Αναφορικά με τις μεθόδους διδασκαλίας, πρέπει να σημειωθεί η κατάργηση της αλληλοδιδακτικής το 1880. Στα τέλη του 19ου αιώνα στο γυμνάσιο διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, λατινικά, γαλλικά, τουρκικά, εμπορική αλληλογραφία και διπλογραφία, στοιχειώδεις γνώσεις εμπορικού δικαίου, υγιεινή, μουσική, φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, γεωργικά μαθήματα και γυμναστική. Το 1893 εισήχθη η διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων παιδαγωγικής στις ανώτερες τάξεις του Γυμνασίου, αφού αρκετοί απόφοιτοι εργάζονταν ως δάσκαλοι στο Αϊβαλί και στις γύρω περιοχές. Το 1900, παράλληλα με το γυμνάσιο, ξεκίνησε η διδασκαλία της υγιεινής και στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Τέλος, μετά το 1910 άρχισε η διδασκαλία στοιχειωδών γνώσεων παιδαγωγικής στην ανώτερη τάξη του Κεντρικού Παρθεναγωγείου. Η επιλογή δικαιολογούνταν βέβαια από το γεγονός ότι συχνά οι απόφοιτοι του σχολείου αυτού εργάζονταν ως βοηθοί στα παρθεναγωγεία του Αϊβαλιού ή σε γειτονικές κοινότητες, όμως κύριος στόχος του συγκεκριμένου μαθήματος θεωρούνταν η μόρφωση των γυναικών, ώστε να γίνουν καλές μητέρες.
7.2.3. Εκπαιδευτικοί και μαθητές
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στα σχολεία της πόλης λίγο πριν από το 1900 φοιτούσαν συνολικά 1.700 μαθητές. Το 1914 ο αριθμός τους ανήλθε σε 2.400, οι οποίοι κατανέμονταν ως εξής: 1.100 στα αρρεναγωγεία, 850 στα παρθεναγωγεία, 300 στο γυμνάσιο και 150 στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο. Οι διδάσκοντες κατά την ίδια χρονική περίοδο υπερέβαιναν τους 40.28 Ο ετήσιος μισθός των διευθυντών των δημοτικών σχολείων κατά το 19ο αιώνα κυμαινόταν μεταξύ 50 και 60 λιρών και των δασκάλων αρχικά μεταξύ 24 και 25, για να ανέλθει αργότερα στις 35-36 λίρες. Οι γυμνασιάρχες αμείβονταν με 120-240 λίρες ετησίως και οι καθηγητές με 100-150. Αρκετοί διδάσκοντες συμπλήρωναν τις αποδοχές τους με προγυμνάσεις παιδιών πλούσιων οικογενειών.
8. Πολιτισμός
8.1. Ευαγή ιδρύματα
Από το 1780 λειτουργούσαν στον περίβολο του ναού της Παναγίας των Ορφανών νοσοκομείο και βρεφοκομείο. Παραδίδεται μάλιστα ότι ο ναός έλκει την ονομασία του από το τελευταίο. Τα ευαγή αυτά ιδρύματα συντηρούνταν από συνδρομές των ναών και των κατοίκων της πόλης. Με το βρεφοκομείο είχε την πρόθεση να ασχοληθεί περισσότερο, όπως παραδίδεται, ο Ιωάννης Οικονόμος, την οποία όμως δεν πρόλαβε να υλοποιήσει. Ο Didot και ο Raffenel κάνουν λόγο για δύο νοσοκομεία. Και τα δύο χτίστηκαν με δωρεές κατοίκων. Σε ένα από τα δύο αναφέρεται ότι λειτουργούσε πτέρυγα για «παράφρονες». Εκεί δημιουργήθηκε και πτέρυγα για ασθενείς με μολυσματικές ασθένειες, όπως η λέπρα. Ως ιδρυτής του λεπροκομείου αναφέρεται ο Ευαγγελινός Αγγέλου Οικονομέλης. Στα ευαγή ιδρύματα που έπρεπε να ενισχύονται από το ψυχομερίδιο περιλαμβάνονταν το νοσοκομείο, το ορφανοτροφείο, το γηροκομείο, το λεπροκομείο και το φρενοκομείο. Το 1880 ιδρύθηκε το Ιερόν Νοσοκομείον. Υπαγόταν στα καθιδρύματα της μητρόπολης, διοικούνταν όμως από εφορεία. Ο ετήσιος προϋπολογισμός του ξεπερνούσε τις 1.600 τουρκικές λίρες. Τα απαιτούμενα έξοδα προέρχονταν από δωρεές. Ως παραρτήματα του νοσοκομείου λειτουργούσαν γηροκομείο, βρεφοκομείο και ορφανοτροφείο. Στο Ιερόν Νοσοκομείον γίνονταν δεκτοί για νοσηλεία και κάτοικοι άλλων περιοχών.
8.2. Σύλλογοι
Στο Αϊβαλί λειτούργησε από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα μια πλειάδα συλλόγων με ποικίλους σκοπούς. Εκτός από την Αγαθοεργό Αδελφότητα, ιδρύθηκε το 1882 το Φιλεκπαιδευτικόν Σωματείον με εκπαιδευτικούς και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η εισαγωγή του μαθήματος της ευρωπαϊκής μουσικής στο γυμνάσιο των Κυδωνιών το 1892-1893 δημιούργησε ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο αντικείμενο, με αποτέλεσμα την ίδρυση το 1895 δύο μουσικών συλλόγων, του «» και του «». Ομάδα γυναικών με επικεφαλής την Ελένη Τζούγα, μητέρα του γιατρού Μιχαήλ Τζούγα, και την Αθηνά Γονατά-Στρογγύλη ίδρυσε το 1905 το Σωματείο Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών. Σκοπό είχε την εξύψωση της αισθητικής και καλλιτεχνικής διαπαιδαγώγησης των γυναικών, αλλά και την υποστήριξη άπορων κοριτσιών. Στον πρώτο όροφο διώροφου οικήματος τοποθετήθηκαν αργαλειοί, όπου εξειδικευμένες κοπέλες ύφαιναν διάφορα είδη για οικιακή χρήση. Στο δεύτερο όροφο λειτουργούσε τμήμα κεντητικής. Ακολούθησε η ίδρυση του το1906. Με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση του σχολικού αγροκηπίου και γενικότερα τη διάδοση γεωπονικών γνώσεων ιδρύθηκε το 1907 ο Γεωργικός Σύνδεσμος. Οι ελπίδες για ισοπολιτεία που δημιούργησε η Επανάσταση των Νεοτούρκων οδήγησαν ακόμη στην ίδρυση του Ελληνικού Πολιτικού Συνδέσμου το 1908. Φιλανθρωπικές ήταν οι επιδιώξεις της Μαθητικής Φιλοπτώχου, σωματείου που ιδρύθηκε από το διδασκαλικό σύλλογο. Δεν είναι γνωστή η ακριβής στιγμή της ίδρυσής της. Λειτούργησε με εβδομαδιαίες προσφορές γονέων και μαθητών, ο οποίοι κάθε Σάββατο έριχναν τις προσφορές τους σε ένα σφραγισμένο κουτί. Με αυτές τις δωρεές σχηματίστηκε μαθητική βιβλιοθήκη και χορηγούνταν διδακτικά βιβλία, ρούχα, παπούτσια και έξοδα εκδρομών σε άπορους μαθητές. Το σωματείο λειτούργησε μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Νέοι όλων των κοινωνικών στρωμάτων ίδρυσαν το Σύλλογο Εμποροϋπαλλήλων, ο οποίος είχε ψυχαγωγικούς σκοπούς. Ενοικιάστηκε μεγάλη παραλιακή αίθουσα, δίνονταν χοροί, οργανώνονταν εκδρομές, κοντσέρτα με μαντολίνα και κιθάρες και ομιλίες από νέους. Ο Σύλλογος διαλύθηκε το 1917 λόγω του εκτοπισμού των κατοίκων. Στο Αϊβαλί λειτούργησαν και δύο λέσχες. Η μία ήταν αυστηρά ανδρική, ενώ στην άλλη οργανώνονταν χοροί και ψυχαγωγικές συγκεντρώσεις.
8.3. Εκδοτική δραστηριότητα
Το 1819 ο Κωνσταντίνος Τόμπρας ίδρυσε ιδιόκτητο τυπογραφείο, το οποίο μετά τέθηκε υπό τη διεύθυνση της Ακαδημίας των Κυδωνιών και ακολούθησε τις τύχες της σχολής. Πολύ αργότερα λειτούργησαν στο Αϊβαλί άλλα δύο τυπογραφεία. Πρόκειται γι' αυτό του Χαράλαμπου Βαφειάδη, στο οποίο εκδιδόταν από το 1911 ως το 1914 το δεκαπενθήμερο φιλολογικό περιοδικό Αιολικός Αστήρ, και για το τυπογραφείο της εφημερίδας Κήρυξ, που άρχισε να εκδίδεται λίγο μετά το 1914. Ιδρυτής της ήταν ο Δημήτριος Πέππας, ο οποίος μεταβίβασε το δικαίωμα έκδοσης της εφημερίδας στο Γεώργιο Τούμπα. Ο τελευταίος διετέλεσε εκδότης και διευθυντής σε όλο το διάστημα της λειτουργίας της. Η εφημερίδα ξεκίνησε ως εβδομαδιαίο φύλλο, για να γίνει στη συνέχεια δις και έπειτα τρισεβδομαδιαίο. Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί και η εφημερίδα Κυδωνιατικός Αστήρ, την οποία εξέδιδαν μετά το 1906 οι νεαροί ιδρυτές του Γυμναστικού Ομίλου «Αιολικός».29 |
1. Με αυτή την άποψη συντάσσεται και ο Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Α (Αθήναι 1949), σελ. 32. 2. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 16. 3. Σαλτέλης, Ν.Ι., Ο Κυδωνιάτης. Ποίημα εις άσματα τέσσαρα (Αθήναι 1842), σελ. ε΄. 4. Σαλτέλης, Ν.Ι, Ο Κυδωνιάτης. Ποίημα εις άσματα τέσσαρα (Αθήναι 1842), σελ. δ΄· Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 14· Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Α (Αθήναι 1949), σελ. 26. 5. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 104. 6. Ξενοφάνης 1 (1896), σελ. 241-250. 7. Κερεστετζή, Α., Αϊβαλί (1832-1922): Αναμνήσεις από το ανέκδοτο τετράδιο του ιατρού Ιωάννου Κερεστετζή (Αθήνα 1981), σελ. 37. 8. ΑΚΜΣ, Αιολίδα, περιφέρεια Αϊβαλιού, φάκ. Α3, σελ. 178, αφηγητής Παναγιώτης Ζωγράφος. 9. Παναγιωταρέα, Ά., Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες (Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 29-31. 10. Παναγιωταρέα, Ά., Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες (Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 97. 11. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 205. 12. Ο εκτοπισμός του χριστιανικού πληθυσμού των δυτικών παραλίων πραγματοποιήθηκε έπειτα από εισήγηση των Γερμανών, συμμάχων των Οθωμανών, οι οποίοι φοβούνταν ότι σε περίπτωση ελληνικής εκστρατείας στην περιοχή οι χριστιανοί ήταν δυνατόν να εξοπλιστούν και να ταχθούν στο πλευρό του ελληνικού στρατού. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 231. 13. Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Α (Αθήναι 1949), σελ. 53-55. 14. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 169. 15. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 172. 16. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 172. 17. Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 167. 18. Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Α (Αθήναι 1949), σελ. 53-55. 19. Ο Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 20-21, κάνει λόγο για ετήσια φορολογική υποχρέωση που ανερχόταν στις 48.000 γρόσια, καθώς και για δύο παράδες ανά ελαιόδεντρο, ποσό που βάρυνε τον ιδιοκτήτη. 20. ΑΚΜΣ, Αιολίδα, περιφέρεια Αϊβαλιού, φάκ. Α3, κεφ. Η΄, σελ. 298, αφηγητής Πάνος Βαλσαμάκης. 21. ΑΚΜΣ, Αιολίδα, περιφέρεια Αϊβαλιού, φάκ. Α2, κεφ. Β΄, Κάτοικοι αρ. 8-11. 22. ΑΚΜΣ, Αιολίδα, περιφέρεια Αϊβαλιού, φάκ. Α4, φ. 526-528, αφηγητής Γιάννης Τελώνης. 23. Το θέμα της καταγωγής του δεν έχει λυθεί οριστικά. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή καταγόταν από την Κίο της Βιθυνίας, Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 25. 24. Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Β (Αθήναι 1949), σελ. 77-78. 25. Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Β (Αθήναι 1949), σελ. 62. Ο Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 161, κάνει λόγο για ίδρυση τριών σχολείων, χωρίς όμως να δίνει περισσότερα στοιχεία. 26. Σακκάρης Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήνα 1920), σελ. 185. 27. Τον όρο «ελληνικό» δίνει ο Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 186. Ο Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Β (Αθήναι 1949), σελ. 69, το ονομάζει σχολαρχείο. 28. Καραμπλιάς, Ι., Ιστορία των Κυδωνιών: Από της ιδρύσεώς των μέχρι της αποκαταστάσεως των προσφύγων εις το ελεύθερον ελληνικόν κράτος Β (Αθήναι 1949), σελ. 92· Σακκάρης, Γ., Ιστορία των Κυδωνιών (Αθήναι 1920), σελ. 186. 29. Μαμώνη, Κ., «Σωματειακή οργάνωση του ελληνισμού στη Μικρά Ασία», Δελτίο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας 26 (1983), σελ. 83. |